του Γρηγόρη Πανουτσόπουλου
Έναν χρόνο τώρα κάτσαμε σπίτια μας, φοβηθήκαμε, φορέσαμε μάσκες, βγάλαμε τις μάσκες, τις ξαναφορέσαμε, πλύναμε τα χέρια μας και τα ξαναπλύναμε, πήραμε σκύλους να μας βγάζουν βόλτα, διαβάσαμε στατιστικές και καμπύλες, κάναμε rapid αλλά και μοριακά τεστ, υποδεχτήκαμε τουρίστες αλλά δεν ταξιδέψαμε, δοκιμάσαμε όλους τους κωδικούς από το 1 έως το 6, είδαμε τους μπάτσους να καταλαμβάνουν κάθε σπιθαμή του δημόσιου χώρου, να κυνηγούν και να ξυλοφορτώνουν τον κόσμο σε πάρκα και πλατείες. Οι πορείες απαγορεύτηκαν αλλά μπορούσαμε να κουρευόμαστε, η βουλή νομοθετούσε, ο κόσμος άλλαζε και εμείς με το ρολόι στο χέρι περιμέναμε να πάει 9. Τα υποστελεχωμένα νοσοκομεία γέμιζαν, ενώ εμείς κάναμε στρατιωτικό cocooning.
Τώρα που έγινε πλέον κοινός τόπος ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός», καθώς στην κορύφωση της πανδημίας αίρεται σταδιακά το lockdown και σφουγγαρίζουμε το πλατύσκαλο για να υποδεχτούμε τους πρώτους τουρίστες της χρονιάς, ήρθε η ώρα να θυμηθούμε. Να θυμηθούμε όλους αυτούς τους ειδικούς (και μη) που ταύτιζαν όποιον ασκούσε κριτική στην κρατική διαχείριση της πανδημίας με αρνητή του ιού. Να θυμηθούμε αυτούς που μας ζήτησαν να κάνουμε υπομονή, να πιστέψουμε άκριτα στο κράτος, στην Αλήθεια και στην αντικειμενικότητα της επιστήμης. Να θυμηθούμε πως μπορεί το κράτος να φόρεσε τα ιατρικά του γάντια αλλά δε σταμάτησε ποτέ να κρατάει το γκλοπ του.
Αντί για λαγός βγήκε αρκούδα
Πριν κάποιες δεκαετίες, ο Μισέλ Φουκώ, έγραφε στο βιβλίο του Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής:
«Η πανωλόβλητη πόλη, που υποβάλλεται ολόκληρη σε ιεραρχία, επιτήρηση, παρακολούθηση, καταγραφή, ακινητοποιημένη μέσα στη λειτουργία μιας εκτατικής εξουσίας που ασκείται διαφορικά πάνω σε κάθε ατομικό σώμα – αντιπροσωπεύει την ουτοπία της τέλεια διοικούμενης πολιτείας. […] Ο λοιμός είναι η δοκιμασία που στη διάρκειά της μπορούμε να καθορίσουμε με τρόπο ιδεατό την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας».[1]
Όταν ο Φουκώ έγραφε τα παραπάνω, δεν τον ενδιέφερε να αμφισβητήσει τον λοιμό. Ήταν όμως σε θέση να διακρίνει πως ο λοιμός μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο διακυβέρνησης. Κρατώντας το αυτό στο μυαλό, το στοίχημα σήμερα είναι να μπορούμε να εξετάζουμε διαχωρισμένα, όσο είναι δυνατόν, τον ιό από τη διαχείρισή του. Ας το κάνουμε όμως πιο συγκεκριμένο.
Σε αρκετά κείμενα, δυστυχώς και εντός του κινηματικού χώρου, βλέπουμε να αναπαράγεται στη συζήτηση γύρω από την πανδημία του covid-19 ένα μανιχαϊστικό δίπολο μεταξύ επιστημονισμού και αντι-επιστημονισμού. Το δίπολο αυτό έχει δύο απολήξεις, δύο αντιδιαμετρικούς τερματικούς σταθμούς, που είναι και οι δύο εξαιρετικά προβληματικοί: είτε θα δεχθούμε τον επιστημονικό λόγο ως έχει, είτε θα τον αρνηθούμε στο σύνολο του. To ζήτημα όμως δεν είναι να αμφισβητήσουμε την ύπαρξη ενός ιού με πολύ υπαρκτές συνέπειες, ούτε να προσπαθήσουμε να καμωνόμαστε ότι καταλαβαίνουμε την ιατρική σε βάθος. Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι πως ένας κρατικός επιστημονικός λόγος, ως ο μόνος λόγος διακυβέρνησης, με παροπλισμένη κάθε προσπάθεια κριτικής απέναντί του, καθίσταται επικίνδυνος γιατί τείνει να αντικαταστήσει και να αδρανοποιήσει όλα τα υπόλοιπα ερμηνευτικά εργαλεία. Ο κόσμος αλλάζει με ταχύτητες που συνεχώς αυξάνονται: βαθιές αλλαγές στις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις, στις ατομικές ελευθερίες, στην κυκλοφορία του εμπορεύματος. Και είναι εξαιρετικά προβληματικό όλα αυτά να ξαπλώνονται ανεπεξέργαστα στην επιστημοκρατική προκρούστεια κλίνη.
Δεν βγάζει τίποτα νόημα γιατί κρατάμε το κάδρο ανάποδα
Η υγεία, η πανδημία, η καραντίνα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι υπεριστορικές έννοιες, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι τους νοηματοδοτείται από το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Αλλιώς: ο τρόπος που απαντά ένας κοινωνικός σχηματισμός σε έναν θανατηφόρο ιό, δεν είναι μια μονοσήμαντη αντικειμενική απόκριση, αλλά προϊόν μιας κοινωνικοπολιτικής συσχέτισης. Πιο απλά: η κρατική διασφάλιση της υγείας στον καπιταλισμό δεν είναι ανεξάρτητη από τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που την περιβάλλουν. Έτσι, δεν χρειάζεται κάποιος να αμφισβητήσει την επικινδυνότητα του ιού, για να κατανοήσει πως οι τρόποι αντιμετώπισης της πανδημίας είναι ιδεολογικά εμποτισμένοι.
Να το κάνουμε ακόμα πιο λιανά. Αυτό που ζούμε δεν είναι μόνο ένας θανατηφόρος ιός, ένας κοινός εχθρός, που αντιμετωπίζουμε όλοι μαζί από κοινού, όπως μας ενημερώνουν τα τηλεοπτικά σποτ. Είναι συγχρόνως και μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την οποία τα κράτη προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Όταν διαβάζουν λοιπόν τις περίφημες καμπύλες, δεν βλέπουν μόνο θανάτους και κρούσματα. Βλέπουν εργατικό δυναμικό, καταναλωτές, κόστος, εργασιακές σχέσεις, εμπορικά ισοζύγια και ζημίες. Η βελτιστοποίηση λοιπόν της καμπύλης τους δεν αποσκοπεί μόνο στο πώς θα σωθούν περισσότερες ζωές αλλά εμπεριέχει και όλους τους παραπάνω παράγοντες.
Αυτός είναι ο λόγος που εδώ και έναν χρόνο ο βασικός στόχος των μέτρων είναι η διαφύλαξη της απρόσκοπτης κυκλοφορίας του εμπορεύματος, ακόμα και εις βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας των ανθρώπων. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες που παράγουν κέρδος είναι αυτές που αποκτούν προτεραιότητα, δομώντας μια συγκεκριμένη ιεραρχία που οδηγεί σε μια όξυνση της εμπορευματοποίησης της ζωής. Δημιουργούνται έτσι ζώνες ελευθερίας με σαφές οικονομικό πρόσημο. Μπορείς να ψωνίζεις αλλά όχι να περπατάς άσκοπα, μπορείς να είσαι τουρίστας αλλά όχι διαδηλωτής, μπορείς να πηγαίνεις στην εργασία σου αλλά όχι να κυκλοφορείς τις μη παραγωγικές/καταναλωτικές σου ώρες. Η πειθάρχηση της ζωής ορίζεται πλέον με σαφή τρόπο από τις ζώνες της εργασίας και της κατανάλωσης, προσεγγίζοντας το απόλυτο καπιταλιστικά πειθαρχικό υπόδειγμα. Άλλωστε, η διαχείριση της πανδημίας υπήρξε καταλύτης ώστε τα χρονικά και χωρικά όρια ανάμεσα σε εργασία και κατανάλωση να γίνουν τόσο απροσδιόριστα ώστε πλέον να επικαλύπτει το ένα το άλλο: η τηλεργασία θολώνει και επεκτείνει σε τέτοιο βαθμό τα ωράρια, μεταβάλλοντας το σύνολο του χρόνου σε εργάσιμο, ενώ η ψηφιακή αγορά επιτρέπει την καταναλωτική δραστηριότητα σε 24ωρη και 7ημερη βάση (πάλι καλά που μας έχει μείνει αυτό το 6ωρο ύπνου!).
Επιπλέον, η εξάπλωση και η ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων, η διεύρυνση των εξουσιών τους, καθώς και ο τεμαχισμός των μητροπόλεων σε απόλυτα ελεγχόμενες ζώνες αστυνομικού-υγειονομικού ενδιαφέροντος είναι ενδεικτικά σημεία της συγκρότησης μιας αδιαίρετης στρατιωτικό-υγειονομικής διαχείρισης. Η επιλογή να δοθούν πολλαπλάσια κονδύλια για την ενίσχυση της καταστολής έναντι των νοσοκομειακών υποδομών, δεν είναι απλά μια λανθασμένη κρατική στρατηγική αλλά η ένδειξη πως το κράτος αντιλαμβάνεται τη συγκυρία ως μια «κατάσταση εξαίρεσης», μέσω της οποίας πρέπει να επικρατήσει, να βγει ακόμα πιο ενδυναμωμένο. Και αν αυτό συνεπάγεται περισσότερη αστυνομία και λιγότερους γιατρούς, αυτό ακριβώς θα κάνει. Άλλωστε, η υπερεξουσία του κράτους τη συγκεκριμένη περίοδο οφείλεται στο ότι το ίδιο έχει αναχθεί ως ο αποκλειστικός διαχειριστής της πανδημίας και του φόβου που αυτή προκαλεί. Η παραχώρηση του δημόσιου χώρου στις αστυνομικές δυνάμεις και η μετατροπή τους σε ιδιότυπους δικαστές Dredd, που ταυτόχρονα αστυνομεύουν, ερμηνεύουν τον νόμο και τον εκτελούν άμεσα σε κάθε σημείο της επικράτειας, επιβλήθηκε ακριβώς γιατί θεωρήθηκε ως απαραίτητη πτυχή αυτής της ειδικής ιστορικής συνθήκης που βιώνουμε.
«Η οικονομία είναι δημόσια υγεία»
H επιστήμη διαχρονικά, υπό τον μανδύα της αντικειμενικότητας, μπορούσε να καλύπτει, να απο-πολιτικοποιεί και να εμφανίζει ως τεχνικές μια σειρά πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιήθηκε για να παρακάμπτει τον διάλογο και τις αντιπαραθέσεις, παρουσιάζοντας μια τεχνοκρατική διαχείριση ως την αντικειμενικά βέλτιστη επιλογή. Υπό αυτό το πρίσμα η σημερινή υγειονομική διαχείριση του ιού έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Γιατί η βύθιση στη γλώσσα των αριθμών που υπομένουμε από την αρχή της πανδημίας, είναι ταυτόχρονα και η επίρρωση της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης. Αν οι αριθμοί μπορούν να εξάγουν αντικειμενικότητες τότε δεν χρειαζόμαστε παρά έναν ενδελεχή υπολογισμό τους. Οι κάθε είδους «ειδικοί» αναδύονται ακριβώς πάνω σε αυτή την παραδοχή, καθώς η αλήθεια πλέον παρουσιάζεται να είναι ευθέως ανάλογη της ποσότητας των δεδομένων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε συνθήκες πρωτόγνωρης κοινωνικής πίεσης, η πραγματικότητα των γραφικών παραστάσεων και των αριθμών καθόρισε συγκεκριμένες πειθαρχήσεις και ελευθερίες που επιχειρούν να παράξουν μία νέα μορφή ζωής: τον πειθήνιο εργάτη/καταναλωτή, που συνεχώς αποπρασανατολισμένος από τον διάχυτο φόβο και την αδυναμία νοηματοδότησης της συγκυρίας, θα μοιάζει με ένα σαστισμένο ποντίκι σε λαβύρινθο, που θα του προσφέρεται κάθε φορά μόνο μία διέξοδος, αυτή που ανά συνθήκη θα θεωρείται πιο προσοδοφόρα από το ευρύτερο κρατικό-υγειονομικό σύμπλεγμα.
Στο διά ταύτα και στο τώρα: όταν κάνουμε κριτική σε μια υγειονομική επιτροπή που εισηγείται τη βραδινή απαγόρευση κυκλοφορίας αλλά όχι το κλείσιμο των εργοστασίων, δεν σημαίνει πως υποστηρίζουμε ότι ο κορονοϊός είναι μια επινόηση ή ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με μαγγανείες. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι αυτή η πολύ συγκεκριμένη υγειονομική διαχείριση είναι εμποτισμένη ιδεολογικά και ταξικά. Άλλωστε η οποιαδήποτε απομάκρυνση του επιστημονικού λόγου από τα θέλω των πατρώνων του,[2] πιθανότατα θα τον καθιστούσε πολύ σύντομα περιθωριακό και τους φορείς του ασήμαντες φιγούρες. Αυτό που τελικά φτάνει στα αυτιά μας ως «επίσημη ιατρική θέση» είναι ό,τι απέμεινε από μια συνεχή διαδικασία φιλτραρίσματος των ιδεολογικών και ταξικών συγκρούσεων εντός της επιστημονικής κοινότητας όπου υπεισέρχονται συγκεκριμένοι μηχανισμοί χρηματοδότησης, ιεραρχίας, συναίνεσης, διάχυσης του λόγου κ.λπ.
Επίσης, καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες ιεραρχίες στην ιατρική κοινότητα, θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε πως η μεγάλη πλειοψηφία των γιατρών συμμετέχει στην παραγωγή των υγειονομικών ντιρεκτίβων∙ με τον ίδιο τρόπο που ένας φυσικός που διδάσκει στη μέση εκπαίδευση δεν επηρεάζει ενεργά τις ερευνητικές κατευθύνσεις που παίρνονται στη σύγχρονη φυσική. Το λέμε αυτό για να τονίσουμε ότι θα πρέπει να υπάρξει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στους γιατρούς που από θέσεις κλειδιά χαράσσουν την κρατική υγειονομική πολιτική και στο χαμηλόβαθμο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό που αγωνίζεται κακοπληρωμένο στα υποστελεχωμένα νοσοκομεία της χώρας.
Η οικονομία λοιπόν, στο υπάρχον ιστορικό πλαίσιο, είναι υγεία και η υγεία είναι οικονομία. Και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τα περίφημα εμβόλια. Το «φως στην άκρη του τούνελ που θα είναι πολύ λαμπερό», όπως ποιητικά παρομοίασε η καγκελάριος Μέρκελ τον εμβολιασμό, είναι συγχρόνως και ένα εξαιρετικά επικερδές εγχείρημα, ένα χειροπιαστό παράδειγμα εμπορευματοποίησης της επιστήμης.[3] Γιατί, παρά τη συμβολή του στο ξεπέρασμα της πανδημίας, δεν είναι μόνο ένα επιστημονικό επίτευγμα, αλλά και ένα εμπορικό προϊόν, αποτέλεσμα γεωπολιτικών συμμαχιών, εταιρικών ανταγωνισμών και τεράστιων πολυεθνικών, που διοικούνται με βάση τις αρχές του επιστημονικού management, προσομοιάζουν σε εργοστάσια και έχουν στόχο το υπερκέρδος. Αυτός είναι και ο λόγος, που παρά τα τεράστια προβλήματα στην παραγωγή και τη διανομή των εμβολίων, κανείς δεν σκέφτεται να άρει τις πατέντες τους, που λογίζονται σαν ιερές, όντας ένας από τους θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους χτίστηκε η σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία, ήδη από την 1η βιομηχανική επανάσταση.
Το «φως στην άκρη του τούνελ» λοιπόν, που βλέπει η Μέρκελ, δεν φτάνει σε όλους. Όπως διαβάζουμε, οι 50 πιο πλούσιες χώρες έχουν χορηγήσει στον πληθυσμό τους σχεδόν το 70% των εμβολίων κατά του covid-19 που έχουν διανεμηθεί μέχρι στιγμής, ενώ μόλις το 0,1% έχει χορηγηθεί στις 50 πιο φτωχές. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το πλουσιότερο κομμάτι της Δύσης θα μπορέσει, τουλάχιστον θεωρητικά, να ξεπεράσει την πανδημία το επόμενο χρονικό διάστημα, σε υποβαθμισμένες περιοχές του πλανήτη αυτή θα συνεχίσει να είναι παρούσα για πολλά ακόμη χρόνια, αποκλείοντας τους πληθυσμούς τους, εντείνοντας τις ανισότητες και κατασκευάζοντας έναν νέο υγειονομικό ρατσισμό απέναντί τους. Έτσι, μέσα σε αυτή την ιστορική ρευστότητα, η πολυδιαφημισμένη οικουμενικότητα και ο ανθρωπισμός της σύγχρονης επιστήμης φαίνεται να συνυπάρχει απροβλημάτιστα με ταξικές προκείμενες και μετα-αποικιοκρατικές συνέπειες.
Γάτα στο σακί, ποντικούς δεν πιάνει
Σε μια εποχή που οι σημασίες και τα νοήματα φαίνεται να είναι ρευστά και να αναποδογυρίζουν εύκολα, αυτό που μπορεί να μας κρατήσει ως κίνημα στην ιστορική τροχιά μας, είναι η δομική καχυποψία μας απέναντι σε αυτούς που ανά καιρούς εμφανίζονται ως σωτήρες μας. Να ακονίσουμε και πάλι τα παροπλισμένα ερμηνευτικά εργαλεία μας, να σκάψουμε βαθύτερα από τους αριθμούς τους.
Αντίδοτο στο μούδιασμα είναι η κίνηση...
Ευχαριστώ πολύ τον Στέφανο Ρέγκα για τα εύστοχα σχόλιά του
[1] Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της φυλακής, Αθήνα, Ράππα 1989, σ. 263.
[2] Για μια αρκετά παλιότερη σχέση επιστήμης και πατρωνίας, με ενδιαφέρουσες όμως αναλογίες, μπορεί κάποιος να διαβάσει το εξαιρετικό βιβλίο του Mario Biagioli, Ο Γαλιλαίος αυλικός: Η πρακτική της επιστήμης στο πλαίσιο της κουλτούρας της απολυταρχίας, Αθήνα, Κάτοπτρο 2006.
[3] Μόνο η Pfizer ανακοίνωσε πως το 2021 θα έχει πωλήσεις 15 δισ. δολαρίων από το εμβόλιο.