Έμενε στην Οδό Ξειδά όλην της τη ζωή. Για να λέμε την αλήθεια ζούσε εκεί από πριν γεννηθεί. Πριν καν από εκείνο το βράδυ που ο Βασίλης αγκάλιασε με χέρια αδέξια το κορίτσι που τον έκανε να χαμογελά και πριν αυτό προλάβει να γίνει γυναίκα το μεταμόρφωσε σε μητέρα. Οι γείτονες δεν άκουσαν τίποτα και τα φώτα είχαν μείνει σβηστά.
Ο Βασίλης. Ένας γιος που ποτέ δεν ικανοποίησε και ποτέ δεν ικανοποιήθηκε. Στέκεται στην αριστερή μεριά της φωτογραφίας. Πάντα στεκόταν στην αριστερή μεριά της φωτογραφίας. Άκρη άκρη. Πάντα σκεφτόταν εκείνο το βήμα. Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα. Ένα μεγάλο βήμα για το Βασίλη που θα έβγαινε από τη φωτογραφία και την ανυπόφορη αθανασία της. Γιατί άπαξ και ακούσεις το κλικ, μένεις για πάντα φυλακισμένος σε αυτήν τη στιγμή που την έστησες να μοιάζει μ’ ευτυχία. Κι ύστερα σαν την κοιτάς είτε θα πεις μες στη μιζέρια σου «Κάποτε ήμουν ευτυχισμένος», είτε θα ξέρεις πως κι εκείνο το χαμόγελο έκρυβε μέσα του ένα «Άντε τελείωνε».
Η ιστορική φωτογραφία της πρωτοχρονιάς του’97. Στέκει μέχρι και σήμερα στο καθιστικό της οικίας στην Οδό Ξειδά. Αγέρωχη και δεσποτική για να θυμίζει σε όλους ποια είναι η θέση τους.
Στο κέντρο καθισμένη η μητέρα. Αυτή που δεν ήταν γη, ήταν όμως το κέντρο της. Τα χέρια της πάντα πλεγμένα. Τα δόντια της πάντα σφιχτά. Σαν την κοτσίδα που της έφτιαχνε η μάνα της στα χρόνια που τη φώναζαν μικρή. Και τα βραχιόλια της βαριά να δίνουν την τροχιά στον κόσμο γύρω της και που και που ν’ αφήνουν αποτύπωμα σε όποιον άναρχο πλανήτη.
Είναι αυτή που στέκεται στο δεξιά και της κρατά το χέρι. Περίεργο ε; Δε μοιάζει σε κανέναν απ’ τους δύο. Κι όμως λένε πως η μύτη ήταν του Βασίλη και τα δάχτυλα της μάνας. Δικό της δεν ήταν τίποτα. Πέρα από το βλέμμα. Αυτό το βλέμμα. Γύρω της είναι χτισμένος ένας τοίχος που ίσα τη χωράει. Τον έφτιαχνε τα καλοκαίρια με τα κουβαδάκια της στην άμμο. Όταν δεν κοίταζε κανείς. Όταν όλοι νόμιζαν πως το παιδί παίζει, αυτή οχυρωνόταν μες στη λάσπη. Με τα χρόνια η άμμος έγινε γυαλί και το γυαλί καθρέφτης. Και τα χαμόγελα στο σπίτι στην Οδό Ξειδά φυλακίζονταν σε φωτογραφίες και οι φωτογραφίες έμπαιναν σε κορνίζες, σε άλμπουμ και πορτοφόλια και οι τοίχοι γέμιζαν με μάτια που σε κοιτάζουν και σε παρακαλούν να τα αποκαθηλώσεις.
Η Οδός Ξειδά. Είναι περίεργο πως όταν μπαίνεις στην Οδό Ξειδά δεν ξέρεις ότι είσαι εκεί, κι όταν το αντιληφθείς, τότε έχεις κάνει πολύ δρόμο για να γυρίσεις πίσω. Έτσι βρίσκεις μια γωνιά και την κάνεις σπίτι σου. Πάντα υπάρχει αρκετός χώρος στην Οδό Ξειδά για όλους. Όταν το σπίτι σου είναι στην Οδό Ξειδά δε ρωτάς για άλλους δρόμους. Κανείς δε φεύγει από την Οδό Ξειδά. Και οι πόρτες κλειδώνουν πολλές φορές. Γιατί άπαξ και ακούσεις το κλικ, μένεις για πάντα φυλακισμένος σ’ αυτήν τη ζωή που την έστησες να μοιάζει με ασφάλεια.
Δε μπόρεσαν να καταλάβουν τι έγινε. Εξαφανίστηκε. Βρήκανε μόνο μια ερώτηση, δύο χέρια και μια μύτη. Oι κάτοικοι της Οδού Ξειδά δεν άκουσαν και δεν είδαν τίποτα. Και γι’ αυτές τις κόκκινες στάλες που οδηγούσαν πέρα από τα όρια του επιτρεπτού, δε ρώτησε κανείς. Αυτά συμβαίνουν όταν ζεις στην Οδό Ξειδά. Γι’ αυτό και μέσα στο πολυτελές αυτό κουτί δε βλέπεις παρά μια κούκλα. Άλλωστε και ποιος θα το προσέξει; Βλέπεις κανέναν εδώ; Είσαι μόνο εσύ κι εγώ. Και για μένα δεν μπορώ να πω στα σίγουρα.
Κι αυτοί οι δύο που τους βλέπεις τώρα με μάτια κόκκινα από την προσπάθεια να δακρύσουν και γυαλιά που κρύβουν τα στεγνά τους μάγουλα, δεν έφυγαν ποτέ από την Οδό Ξειδά. Για την ακρίβεια ακόμη κι αυτή τη στιγμή, τώρα που τρώνε σταφίδες και σιτάρι κι αυτά τα ασημένια πραγματάκια που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα βάζουν. Ακόμα και τώρα είναι και οι δύο εκεί, στη φωτογραφία πάνω στο τζάκι. Ο Βασίλης στην άκρη αριστερά και η μητέρα στο κέντρο να κρατά το χέρι. Στην πρωτοχρονιά του ’97.