της Κωνσταντίνας Εφαπλωματά
Έχω παρατηρήσει ότι, ανά δύο μήνες περίπου, όλο και κάτι συμβαίνει και μου ξαναφέρνει στον νου αυτό που έλεγαν οι Ντελέζ και Γκουαταρί με αφορμή τον Μάιο του ’68, δηλαδή ότι το ιστορικό γεγονός εμπεριέχει πάντοτε κάτι που δεν συμβαδίζει με την ντετερμινιστική σκέψη των ιστορικών· αποτελεί, όπως γράφουν, μια «ρήξη με την αιτιότητα». Αυτό για τους Ντελέζ και Γκουαταρί σημαίνει ότι κατά κάποιον τρόπο το γεγονός δεν λαμβάνει χώρα ποτέ, δεν αποκτά χρονικό περίγραμμα, διαποτίζει συνέχεια την ημιπερατή μεμβράνη που το διακρίνει με δυσκολία από ό,τι το διαδέχεται· το γεγονός δεν έχει συμβεί, γιατί συμβαίνει ακόμη. Εδώ λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα γεγονός, το γεγονός της πανδημίας, το οποίο σίγουρα θα θέλαμε να έχει συμβεί, τελεία.
Το βιβλίο Η πολυθεΐα των αξιών στην πανδημία είναι αφιερωμένο σε ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα. Θα έλεγα ότι είναι το sequel όπου ο Γιάννης Κτενάς εφαρμόζει το θεωρητικό project που έχει ξεκινήσει να αναπτύσσει στο προηγούμενο βιβλίο του, Το πρόβλημα της θεμελίωσης των αξιών, και είναι πολύ ευανάγνωστο, αν και πραγματεύεται δύσκολα ζητήματα.
Για μένα, που ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά μου είναι η φιλοσοφία των επιστημών, είναι αδύνατο να διαβάσω το βιβλίο και να μην επικεντρωθώ στα σημεία που αφορούν κυρίως τις επιστήμες και την παραγωγή γνώσης. Ένα από τα κυριότερα πράγματα που θυμούνται οι περισσότεροι από εμάς από την «κορύφωση» της πανδημίας ήταν το πόσο συχνά έρχονταν στο προσκήνιο ζητήματα γνωσιακής εξουσίας: ήσουν ψεκασμένος ή πρόβατο, οι επιστήμονες και οι γιατροί ήταν σωτήρες ή υπηρέτες των διαβολικών φαρμακευτικών εταιρειών κ.λπ. Η αλήθεια είναι ότι στους χώρους της φιλοσοφίας και θεωρίας των επιστημών μεσουρανούν κάποιες προσεγγίσεις που αντιμετωπίζονται ως ορθοδοξία εδώ και κάποιον καιρό, συνοδευόμενες από τα ονόματα των Κουν, Φεγιεράμπεντ και βαν Φραάσεν, προσεγγίσεις που αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία της επιστήμης ως ανώτατης μορφής κατανόησης, καθώς και την «επιστημονική αυτάρκεια» που θέλει την επιστήμη να αποτελεί μια πλήρη, πλήρως ορθολογική και αντικειμενική διαδικασία που ακολουθεί ένα συνεχώς «ανοδικό» βέλος προς την καλύτερη γνώση. Στην πανδημική δημόσια σφαίρα ωστόσο είδαμε να συμβαίνει κάτι άλλο: η αμφισβήτηση και κριτική στον «επιστημονισμό» είναι δευτερεύουσας σημασίας, καθώς η αποχή από τον εμβολιασμό και η παραβίαση των μέτρων ασφαλείας προκύπτουν από μια παράξενη ανάγκη ανεξαρτητοποίησης, από το κυνήγι της αυθεντικότητας και του «κανείς δεν θα μου πει τι να κάνω». Αυτό που επιτυγχάνεται σε αυτό το βιβλίο είναι μια ανάγνωση που αποφεύγει να παθολογικοποιήσει ή να αποδώσει το φαινόμενο σε εγγενή χαρακτηριστικά αυτής της ομάδας (κάτι που συχνά γίνεται με μια γλώσσα συναισθηματική και δηκτική), μια ανάγνωση που αναδεικνύει με σαφήνεια τη στενή ύφανση που ενώνει το αξιακό με το γνωσιακό.
Ο αξιακός πλουραλισμός είναι μία από τις βασικές θεωρητικές δεσμεύσεις με τις οποίες πορεύεται ο Γιάννης Κτενάς και είναι, θεωρώ, πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις του, με τρόπο που δύσκολα θα του απέδιδε κανείς την κατηγορία του σχετικιστή· και εδώ, πιστεύω, φαίνεται και μια σημαντική αρετή του βιβλίου, το πώς δηλαδή αποκαλύπτεται η πολυπλοκότητα και η συγκρουσιακή αξιολογία που χαρακτηρίζουν τη συγκυρία της πανδημίας. Αλλά ακριβώς αυτό είναι που κάνει το βιβλίο μάλλον πιο επίκαιρο τώρα από ό,τι θα ήταν λίγο καιρό πριν: ενώ πλέον προτιμάμε σχεδόν συνέχεια φράσεις και εκφράσεις που δηλώνουν ότι είμαστε και επίσημα μετα-πανδημικοί, μάλλον το κάνουμε προσπαθώντας κάπως να οριοθετήσουμε –και άρα να κατανοήσουμε, ίσως μάταια– το ασύλληπτο, αλλά κυρίως γιατί κάπως έτσι, βαπτίζοντας το γεγονός λήξαν, «καλμάρουμε» και την πολύ δικαιολογημένη αγωνία ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει ακόμη, και ακόμα χειρότερα, ότι η κανονικότητα που νοσταλγούμε δεν υπήρξε και άρα δεν επρόκειτο να υπάρξει ποτέ.
Τη βασική αγωνία ότι η πανδημία ήρθε για να μείνει (εύχομαι να έχει γίνει ξεκάθαρο ότι εδώ δεν μιλάμε μόνο για την υγειονομική όψη της πανδημίας) συνοδεύει η ερμηνευτική αγωνία του πώς θα καταστεί γνωσιακά διαχειρίσιμη αυτή η εμπειρία, και ο Κτενάς –αν και πολύ ταπεινά αρνείται να «παρασημοφορηθεί» επιστημολόγος– χτίζει ένα ευρύτερο επιστημολογικό επιχείρημα: στο βιβλίο διαβάζουμε για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους συντελείται η ώσμωση μεταξύ της σφαίρας του γνωσιακού και της σφαίρας του αξιακού, και φυσικά για την αδυναμία του εγχειρήματος του Διαφωτισμού να αρθρώσει έναν «ορθό λόγο» τόσο επιτακτικό, τόσο καθολικό που θα μπορούσε να εδραιώσει ή έστω να αποφανθεί για τις βασικότερες αρχές που θεμελιώνουν τα αξιακά μας συστήματα. Εδώ είναι από τα σημεία που εκδηλώνεται έντονα η αγάπη του Γιάννη Κτενά για τον Βέμπερ, αλλά και που αρχίζει να αποσαφηνίζεται η σχέση «ανορθολογισμού» και πολυθεΐας: η παραδοχή της μη αποδειξιμότητας των θεμελιωδών αξιών δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να αντιληφθούμε τη δόμηση ενός αξιακού συστήματος ως αντι-ορθολογική (αυτό φυσικά δεν θα άρεσε καθόλου στον Βέμπερ), αλλά οι αξίες διαθέτουν πράγματι μια απριορική υφή που τρομάζει τον υπέρμαχο μιας ασφυκτικής κατανόησης του ορθού λόγου, ενός πανόπτη ορθού λόγου που έχει τον τελευταίο λόγο.
Παραπάνω αναφέρθηκα στο πώς ο τρόπος που εκφραζόμαστε για τον χρόνο της πανδημίας προδίδει το πώς, οριοθετώντας, προσπαθούμε να κατανοήσουμε το ασύλληπτο. Η νεωτερική κατάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαμερισματοποίηση, και δεν είναι τυχαίο ότι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο οι «υψηλές» μορφές γνώσης προχωρούν διαμελίζοντας. Έτσι η νεωτερικότητα και το νεωτερικό γιγνώσκειν μοιάζουν να σχοινοβατούν μεταξύ του ολιστικού οράματος του ορθολογισμού και ενός οντολογικού και αξιολογικού κατακερματισμού που καθιστούν την απόλυτη ομοιογένεια αδύνατη: οι θεοί που λατρεύει το νεωτερικό υποκείμενο είναι πολλοί και αυτοί που απορρίπτει ακόμα περισσότεροι.
Σκεφτόμουν αφού τελείωσα το βιβλίο το πόσο διαφορετικά αντικρύζουμε τους ανθρώπους γύρω μας από το πανδημικό γεγονός και έπειτα. Και πριν, και τώρα, και αύριο λέγαμε, λέμε και θα λέμε το καθιερωμένο τυπικό «γεια, τι κάνεις;» όταν συναντιόμαστε στον δρόμο· γνώριζα όμως πλέον ότι ο τάδε είχε ανεβάσει αντιεμβολιστικά βίντεο στο facebook, ότι η δείνα ήταν ορκισμένη αντίπαλος της μάσκας. Η πανδημία, με άλλα λόγια –ελαφρώς εμπνευσμένα από τον Κίρκεγκωρ– κοινοποίησε το άλμα της απόφασης που καλούμαστε όλοι να κάνουμε σε έναν κόσμο που πολλοί θεοί αξίζουν την πίστη μας αλλά αυτοί που δεν την λαμβάνουν δεν διστάζουν να εκδικηθούν κιόλας. Η πανδημία φανέρωσε τις αξίες μας, μας απογύμνωσε με τρόπο που γίναμε ντροπιαστικά διάφανοι. Και κατ’ εμέ, αν πρέπει να πάρουμε κάτι από το βιβλίο, είναι το εξής: ότι αυτό που κάνει την πανδημία εξαιρετικό επιστημολογικό case study είναι το ίδιο που κάνει την εμπειρία της τόσο ασύλληπτη, άφατη σχεδόν· αυτό, και το ότι το γεγονός της πανδημίας δεν έχει τελειώσει ακόμη.
***
Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε τη βάση της τοποθέτησης της Κ. Εφαπλωματά στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου, που πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιουνίου 2024 στο καφέ Καλειδοσκόπιο στον Βόλο, με συνομιλήτρια την Πένυ Πασπάλη, συνομιλητή τον Παντελή Προμπονά και συντονίστρια τη Μαρίτα Παπαρούση.