Δημιουργία

Μέχρι τότε και λίγο πριν

Τον είδα ξαφνικά. Στεκόταν σε μια γωνιά ακίνητος και με κοίταζε επίμονα. Με κατατρόμαξε. Μικροκαμωμένος. Με πόδια σα δοκάρια που έχουν λυγίσει. Φόραγε ένα γκρι σακάκι. 15/7/…

Φόραγε πάλι εκείνο το απαίσιο γκρι-γαλάζιο σακάκι και το ασορτί παντελόνι. Δε μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν είναι νυχτικό. Σχεδόν το πατάει. Κράταγε κι ένα καπέλο. Το κούναγε. 23/4/…

Μου την είχε στημένη στο δρόμο. Κράταγε πάλι το καπέλο. Το σακάκι ίδιο. Με αηδιάζει έτσι όπως με κοιτάει. Μ’ αυτά τα μάτια. Είναι σαν κουμπιά. Διαφορετικά μεταξύ τους. Λες και το γνήσιο ξηλώθηκε και η ράφτρα δε βρήκε ίδιο να μπαλώσει την τρύπα. 4/10/…

Νομίζω άκουσα τη φωνή του. Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ξέρω καν αν αυτό που άκουσα ήταν φωνή. Ερχόταν όμως από το μέρος του και το στόμα του ήταν ανοιχτό. Ήταν στριγγή. Σα νύχια πάνω σε πίνακα. Σα να μου φώναξε κάτι που άρχιζε από … Δεν ξέρω. Απομακρύνθηκα αμέσως. 9/2/…

Με ακολουθεί συνέχεια. Νομίζω ξέρει που μένω. Φοβάμαι κάπως. 24/5/…

Πάντα με το μπαλωμένο σακάκι. Δεν έχει άλλο ο βρωμιάρης. Και φοράει παντόφλες. Καμιά φορά τις ξεχνάει στο σπίτι. Όταν λείπω, αυτός τρυπώνει μέσα απ’ το χαλασμένο παράθυρο. Από το τζαμάκι στο μπάνιο. Από τη χαραμάδα κάτω από την πόρτα. Από την κλειδαρότρυπα. 10/8/…

Ήταν πάλι στο σπίτι. Όταν γυρίζω δεν τον βρίσκω ποτέ εκεί κι όλα είναι όπως τα είχα αφήσει. Αλλά τον μαρτυρά η μυρωδιά του. Μα πως μυρίζει έτσι. Είναι σαν.. Σα μια ζωή που έλιωσε κι έγινε λίπος που περνά μέσα από τις φλέβες του. Σα να είναι η απόδειξη ότι έζησε και η υπόσχεση ότι θα πεθάνει. 14/11/…

Δεν τον αντέχω άλλο. Τα βράδια έρχεται και χαϊδεύει το κορμί μου σα να ‘τανε δικό του. Το απολαμβάνει. Το μυρίζει. Το φιλάει και κλαίει. Εγώ δε μπορώ να κουνηθώ. Όταν ξυπνάω δεν είναι ποτέ εκεί. 21/2/..

Αφήνει τις τρίχες του στο μαξιλάρι μου. Στην τσατσάρα μου. Κάποιες φορές ξεχνάει τη μασέλα του στο ποτήρι με το νερό μου. Ένα πρωί ξύπνησα και νόμισα ότι την είχα καταπιεί. 15/7/..

Τον βλέπω στην άκρη του πεζοδρομίου πεσμένο. Να κοιμάται ακουμπισμένος στο δέντρο. Να λιποθυμά πάνω σε περαστικούς. ../../..

Καθόταν στο παγκάκι. Ήταν λες και προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι από εκείνον. Δε με άκουσε. Δε μου έριξε ούτε μια ματιά. ../../..

Τον ακούω που ανεβαίνει τις σκάλες. Στο ασανσέρ δε μπαίνει. Κάνει μέρες να τις ανέβει. Μερικές φορές σταματά εκεί ολόκληρες βδομάδες. Τον βλέπω να κοιμάται στα σκαλιά. Ύστερα δε θυμάται αν ήθελε να ανέβει ή να κατέβει. ../../..

Έχω να τον δω μέρες. ../../..

Τον είδα που έσφιξε τη ζώνη του παντελονιού. Δεν υπήρχε τρύπα εκεί που θα πέρναγε η βελόνα. Ξέσπασε σε κλάματα. Έπεσε στην αγκαλιά μου. ../../..

79 σήμερα. Το λιγοστό ζουμί που άλλοτε στήριζε τη σάρκα του – πάντα του λέγανε να φάει μια μπουκιά παραπάνω – έχει κι αυτό στερέψει. Το πετσί του δεν του κάνει πια. Του ‘ρχεται μεγάλο. Περισσεύει κάτω απ’ τα μπράτσα. Στα μάγουλα. Στο λαιμό. Άραγε μεγάλωσε αυτό ή μικραίνει εκείνος μέσα του; Όσο γρήγορα μεγαλώνουν τα μικρά παιδιά, τόσο γρήγορα μικραίνουν οι γέροι. Ίσως. Εκεί πάντως που κάποτε ήταν κάτι, τώρα βλέπω μόνο την απουσία αυτού που υπήρξε. ../../..

Ήταν γυμνός. Δεν είχε ούτε ρούχα ούτε μαλλιά. Κοιμόταν πάνω σε κάτι ρούχα που δεν ήταν τα δικά του. ../../..

Όταν λείπω αφήνω την πόρτα μισάνοιχτη. Κάνω πως την ξεχνάω. Δε θέλω να κουράζεται. Το μπαλκόνι είναι πολύ ψηλά και η χαραμάδα σφιχτή. Κι όταν γυρίζω κάνω πως δεν τον βλέπω που κοιμάται στον καναπέ. Και αγνοώ τις τρίχες στο μαξιλάρι. Όταν τρώω, βάζω μια μερίδα παραπάνω στο πιάτο. Κι όταν δε μπορεί μόνος του, κόβω το κρέας σε μικρά κομμάτια ή του το λιώνω. Τα βράδια με νανουρίζει με τραγούδια της γιαγιάς και στη φωνή του ακούω τη χροιά όλων εκείνων που με γέννησαν. Όταν καμιά φορά τον παίρνει ο ύπνος δίπλα μου, του βγάζω τις παντόφλες και τον σκεπάζω. ../../..

Σήμερα το πρωί τον βρήκα να κοιμάται δίπλα μου βαριά. Δε μπόρεσα να τον ξυπνήσω. Άνοιξε μόνο μια στιγμή τα μάτια και με κοίταξε. Είδα τη μάνα μου γριά. Τα αδέλφια μου να παίζουν. Τη μέρα που με μάλωσε ο μπαμπάς. Τις ελιές. Το φιλί. Τα παπούτσια μου

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ανθή Φουντά