(Δύο φίλοι και μία γάτα πίνουν καφέ και κουβεντιάζουν γύρω από τις γιορτές και το πώς αυτές έχουν αποτυπωθεί σε τέσσερα επίκαιρα τραγούδια. Έχοντας επίγνωση ότι δεν εξαντλούν το θέμα, δεν "αναλύουν" τα τραγούδια, ούτε έχουν την ελπίδα ότι θα αποτυπώσουν την ομορφιά τους· μάλλον τα χρησιμοποιούν ως μέσο για να σκεφτούν τι σημαίνουν τα Χριστούγεννα)
Ένα τραγούδι που μας εισάγει με ακρίβεια στο γλυκόπικρο σύμπαν του Φοίβου Δεληβοριά, τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά. Και στο γλυκόπικρο κλίμα των ημερών, άλλωστε. Ήδη από τον πρώτο στίχο (Χριστούγεννα- όμως δεν περιμένω τίποτα πια) φαίνεται ότι ο αφηγητής ζει μέσα σε έναν κόσμο που έχει απογυμνωθεί τόσο από τους μύθους της παιδικής ηλικίας, όσο και από τις κοινωνικές σημασίες που μπορούν να στεγάσουν τα όνειρα των ενηλίκων. Δεν μπορεί να ενταχθεί, δεν χωράει πουθενά, βρίσκεται μετέωρος, σε μια μεταιχμιακή κατάσταση, σε μια μοναξιά που επιτείνεται από την εθιμοτυπικά εορταστική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Στέκεται στο κενό, ανάμεσα σε δύο τόπους: δεν μπορεί να αγκαλιάσει το κιτς των γιορτών, τη βιτρίνα που δεν πρέπει να ασχημύνουν οι Σύριοι πρόσφυγες στο Σύνταγμα, ούτε όμως και να υιοθετήσει μια εντελώς μηδενιστική στάση απόρριψής τους. Οι γιορτές είναι αυτό που είναι. Μας μελαγχολούν και μας ελκύουν ταυτόχρονα.
Στο τέλος πάντως μένει ανοιχτό ένα παράθυρο διαφυγής, αφού ο Δεληβοριάς μαζεύει "μάγους και βοσκούς από μακρυά", για να αλλάξουμε οριστικά, έχοντας αποδεχτεί την παραπάνω θεώρηση των γιορτών: είναι διαφορετικό να προσπαθείς να καλύψεις εναγωνίως την τρύπα του νοήματος των Χριστουγέννων και διαφορετικό να πορεύεσαι έχοντας την επίγνωση ότι κάποια πράγματα δεν έχουν εγγενές νόημα.
ΥΓ: στις live εκτελέσεις των τελευταίων χρόνων, ο τραγουδοποιός παραφράζει τους τελευταίους στίχους, μαζεύοντας τους μάγους και τους βοσκούς "από βαθιά". Η οριστική αλλαγή γίνεται πια περισσότερο θέμα ενδοσκόπησης και λιγότερο ρομαντικής αναπόλησης του παρελθόντος.
Στην έποχη των smartphones και του internet, όπου το download στην πραγματικότητα γίνεται χάρη στα παιδιά και τους νάνους που χτυπούν το κουδούνι για να πουν τα κάλαντα, ο Δεληβοριάς γράφει ένα τραγούδι με δύο μέρη. Στο πρώτο, παρουσιάζεται μια κάποια αμηχανία απέναντι στο τελετουργικό των γιορτών, στα τραγούδια, τις ευχές, το κόψιμο της πίτας, αφού η επισκόπηση της χρονιάς που πέρασε και η ενατένιση αυτής που έρχεται δεν μας αφήνουν και πολλά περιθώρια να σκεφτούμε κάτι καινούριο για τη ζωή μας. Άλλωστε, μετά τα τριάντα είναι δύσκολο να κάνεις αρχή (πράγμα που δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε) και είναι δεδομένο πως και φέτος το φλουρί θα βρούνε οι άλλοι και για μας θα μείνει μονάχα η κραιπάλη και ο ύπνος το πρωί (πράγμα που επιβεβαιώνουμε).
Στο δεύτερο όμως μέρος, προκύπτει μια αποδοχή των γιορτών, τουλάχιστον εν μέρει, κι ακόμη περισσότερο μια ανανοηματοδότησή τους. Η στερεοτυπική ευχή "και του χρόνου" σημαίνει πως δεν τελειώσαμε φέτος, πως έχουμε κι άλλα πράγματα να ζήσουμε και πως είναι στο χέρι μας να τα δημιουργήσουμε. Ο ίδιος ο χρόνος είναι δημιουργία αλλά και πρόσκληση για δημιουργία. Εναπόκειται σε μας να τον ζήσουμε με τα πρόσωπα που επιθυμούμε και να προκαλέσουμε, όσο είναι δυνατό, τις καταστάσεις που επιδιώκουμε, ώστε τελικά το νέο έτος να καταστεί πράγματι ευτυχές.
Στην αυγή της νέας χιλιετίας και για την ακρίβεια λίγο πριν, ο Διονύσης Σαββόπουλος επιχειρεί να ρίξει μια επικριτική, αυτοκριτική, με ορισμένα στοιχεία ρεαλιστικότητας ματιά στον αιώνα που πέρασε. Οι δυσκολίες, οι καημοί και οι λαχτάρες των ανθρώπων που έζησαν σε αυτόν τον ταραχώδη αιώνα παρουσιάζονται ως στιγμές μιας συναρπαστικής εκδρομής, όλο λακούβες, προς την εκπλήρωση των ονείρων τους. Το millenium τούς βρίσκει πρώτους, μιας και έχουν, θεμιτά ή άλλοτε αθέμιτα, ξεπεράσει τα εμπόδια που τους έβαλαν άλλοι στο δρόμο τους ή που ενίοτε έβαλαν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Ο Σαββόπουλος μιλάει κατά κάποιον τρόπο ως εθνικός ποιητής, που, έχοντας την πλήρη εποπτεία της περασμένης ελληνικής ιστορίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι αντιθέσεις οδήγησαν σε μια πετυχημένη σύνθεση, μια σύνθεση που εντοπίζεται στην οικονομική ευμάρεια, στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου και του κοινωνικού status.
Σκαρφαλωμένοι όμως δεκαπέντε χρόνια-σκαλιά πιο πάνω, μπορούμε να πούμε ότι η φιλελεύθερης προέλευσης πίστη στην πρόοδο, η πίστη ότι κάθε εμπόδιο είναι για καλό, διαψεύδεται κατηγορηματικά από τα χρόνια που ακολούθησαν τη σύνθεση του τραγουδιού και κλιμακώθηκαν με το ξέσπασμα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Ο χρόνος δεν προχωράει γραμμικά, δεν μας πηγαίνει κατ' ανάγκη προς το καλύτερο, όπως φάνηκε από το σκάσιμο της φούσκας, που φανέρωσε μια κοινωνία απολιτίκ καταναλωτών πίσω από τη χριστουγεννιάτικη βιτρίνα που φιλοτεχνεί ο Σαββόπουλος. Ίσως γι' αυτό ακριβώς, σε λίγες μέρες, να βρεθούμε μπροστά σε "άλλη μια πρώτη", μια πρώτη που όμως που δεν υπόκειται σε νομοτέλειες, που δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει.
Σε προσωπικό και συγκινητικό ύφος ο Σαββόπουλος επιχειρεί μια διαδρομή στα παιδικά, εφηβικά και ενήλικα βιώματα του εορτασμού της πρωτοχρονιάς, κάνοντας ένα σχήμα κύκλου: όταν είμαστε μικροί, οι μεγάλοι σκηνοθετούν τη γιορτή μας, ενώ όταν μεγαλώνουμε πρέπει να αναλάβουμε εμείς αυτόν τον ρόλο. Στο παιδικό μας δωμάτιο, στο γεμάτο καπνούς σαλόνι του ρεβεγιόν, ή αργότερα στο μεγάλο άδειο σπίτι, πάντα κάτι λείπει, κάτι ξεφεύγει, το "θαύμα πάντα είναι αλλού".
Την πρωτοχρονιά, σύμφωνα με τον τραγουδοποιό, γιορτάζει ο ίδιος ο χρόνος, πράγμα που μας δίνει μια ευκαιρία να τον σκεφτούμε. Ποια είναι όμως η κατάληξη αυτού του στοχασμού; Στο τελευταίο κομμάτι αυτού του δίσκου, ο Σαββόπουλος μάς φανερώνει το μυστικό του τίτλου του, το μυστικό του Χρονοποιού. Η απάντησή του βρίσκεται στη μέση δύο άλλων οπτικών: Ο χρόνος δεν είναι ούτε στο χέρι μας, όπως υποστηρίζει το "Και του χρόνου" του Δεληβοριά, ούτε όμως, ο χρόνος είναι γλύπτης των ανθρώπων παράφορος, όπως λέει ο Ελύτης, χωρίς εμείς να έχουμε κάποιο περιθώριο επίδρασης πάνω του ή και πάνω μας. Τελικά, τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.
Τα παραπάνω συν-έγραψαν οι Θανάσης Δημάκας και Γιάννης Κτενάς, οι οποίοι ευχαριστούν θερμά τον Θοδωρή Ζάκκα για τη ζωγραφιά του που στόλισε το κείμενο.