Ξεκινήσαμε με τα βουνά να ορθώνονται μπροστά μας χιονισμένα κι απειλητικά. Σύντομα μάθαμε πως ο κεντρικός δρόμος ήταν κλειστός λόγω της χιονόπτωσης και των κατολισθήσεων κι έτσι ακολουθήσαμε το επαρχιακό δίκτυο, ένα χειμερινό ιστό κακοτράχαλων δρόμων στους πρόποδες των βουνών, μέσα απ’τα ξύλινα χωριά και τα έκπληκτα μάτια των γκριζοντυμένων κτηνοτρόφων.
Είχε μόλις μπει ο Απρίλιος και καταλάβαινα πως ο χειμώνας πρέπει να είναι σκληρός σ’αυτά τα μέρη, τα σύννεφα πλευρίζουν τα βουνά απειλητικά, καλύπτοντας τις χιονισμένες βουνοκορφές και κρύβοντας τον ήλιο για μήνες και μήνες. Κι όταν οι χειμώνες είναι σκληροί, οι χωρικοί πρέπει να γίνουν αντίστοιχα σκληροί για να επιβιώσουν. Αυτή τη σκληρότητα, που είναι τέκνο της εμπειρίας και του πείσματος κι όχι της κακίας και της προκατάληψης, διέκρινα στα πρόσωπα που μας παρατηρούσαν με περιέργεια καθώς διασχίζαμε τα χωριά τους. Περιέργεια τόσο έντονη που σε μια στάση που κάναμε για να φάμε ένας νεαρός μας βιντεοσκοπούσε, χωρίς προφανή λόγο. Είμαστε, φαίνεται, εξωτικοί.
Κι έτσι συνεχίστηκε η διαδρομή μας, με πολυάριθμες στάσεις για ξεκούραση και για φαγητό. Ο οδηγός του τζιπ ήξερε φαίνεται όλους τους μικροπωλητές και δεν ήθελε να αφήσει κανέναν παραπονεμένο. Η διαδρομή, ανεβαίνοντας το βουνό, γινόταν σταδιακά ολοένα και πιο επικίνδυνη. Το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό, ο γκρεμός έχασκε δίπλα μας σε κάθε στροφή, κομμάτια της ασφάλτου ήταν κατεστραμμένα απ’τις κατολισθήσεις. Κάποια στιγμή η τροχαία μάς ανάγκασε να σταματήσουμε γιατί ο δρόμος μπροστά είχε σοβαρές ζημιές κι έτσι ήταν ανοιχτό μόνο το ένα ρεύμα. Μιας και η λύση που προκρίθηκε ήταν να ανοίγει το κάθε ρεύμα εναλλάξ για ώρες, θα χρειαζόταν να περιμένουμε αρκετά ώσπου να έρθει η σειρά μας.
Είχε πια νυχτώσει και το κρύο ήταν δριμύ. Πέρα απ’το δρόμο δεν υπήρχε κανένα φως, ούτε και ήχος. Οι οδηγοί των υπόλοιπων τζίπ, αποζητώντας την ανθρώπινη συντροφιά σ’αυτό το αφιλόξενο περιβάλλον, συγκεντρώθηκαν στο δικό μας αυτοκίνητο και πιάσαμε την κουβέντα. Μας ρώτησαν αν καπνίζουμε και μας πρότειναν να καπνίσουμε μαζί τους. Είχαν χασίς ανόθευτο, τοπικής παραγωγής, «το καλύτερο στον κόσμο», όπως μας ανακοίνωσαν χαμογελώντας.
Κι όταν τελικά το στρίψαμε και το ανάψαμε και πέρασε στη σιωπή από τα χείλη όλων κι ο καπνός θόλωσε τα τζάμια, ο πιο γέρος μάς είπε με θλιμμένα μάτια πως είμαστε πια αδέρφια και ειλικρινείς ο ένας απέναντι στον άλλον. Μαζί με το τσιγάρο γύριζε κι η εμπιστοσύνη. Το κάπνισμα χασίς είναι βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα και τις συνήθειές τους, έχει κάτι το μυστικιστικό όλη αυτή η ιεροτελεστία. Σε αντίθεση με το αλκόολ, η κατανάλωση του οποίου απαγορεύεται αυστηρά, το χασίς απολαμβάνει μια άρρητη κοινωνική αποδοχή, παρά την τυπική θρησκευτική απαγόρευση. Ίσως επειδή η ιστορία του στην υποήπειρο χάνεται στα βάθη του χρόνου, πολύ πριν την άφιξη του Ισλάμ.
Καθώς τα πνεύματα χαλάρωναν, το ασθενικό φως του αυτοκινήτου που χώριζε τη συντροφιά μας από την σκοτεινή απεραντοσύνη των βουνών έσβησε πια τελείως, για να απομείνει η θαμπάδα του χιονιού που αντιφέγγιζε τον καθαρό ουρανό. Η τελετουργική φωνή του γέρου οδηγού, μονότονη σαν απαγγελία, μας οδηγούσε βαθιά και απαρέγκλιτα στη θλίψη και την απαισιοδοξία του λαού του. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα μακριά καθώς αφηγείτο την προσωπική ιστορία του. Είχε σπουδάσει μαθηματικά, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να βρει κάποια δουλειά στον τομέα του, βγαίνοντας αναγκαστικά στη βιοπάλη. Η πόλη του, η γκρίζα και μελαγχολική Σρίναγκαρ, η πρωτεύουσα του Κασμίρ, έχει αποτελέσει το κέντρο όλων των αυτονομιστικών συγκρούσεων. Θυμάται τη σφαγή του 1990 κι όλη αυτή την ταραγμένη δεκαετία. Θυμάται τις πιο πρόσφατες ταραχές, που δείχνουν ότι οι πληγές παραμένουν ανοιχτές. Τα παιδιά του θέλουν να σπουδάσουν, μα δε μπορούν, θα αναγκαστούν να φύγουν μακριά από τον τόπο τους. Η ξενιτιά είναι το μόνο που τους απομένει, λέει.
Και δεν είναι μόνο η δική του ιστορία. Το Κασμίρ, αυτός ο τόσο όμορφος τόπος, ο «παράδεισος στη γη», όπως προβάλλεται στους τουρίστες, είναι για εκείνον μια γη χωρίς ελπίδα. Δεν υπάρχουν δουλειές, ο λαός είναι φτωχός, η κυβέρνηση δεν τους βοηθά, ο στρατός τους φαίρεται σα να είναι υπάνθρωποι. Οι εκλογές είναι στημένες, αχυράνθρωποι κερδίζουν γιατί ο λαός αρνείται να ψηφίσει επικυρώνοντας έτσι το Ινδικό Σύνταγμα. Σέβονται την Ινδική κυβέρνηση, λέει, αλλά είναι τόσο μακριά τους κι έπειτα αισθάνεται πως δεν ανήκουν εκεί. Ούτε στο Πακιστάν ανήκουν όμως κατ’ εκείνον κι έτσι ο αποσχιστικός αγώνας παρουσιάζεται ως θνησιγενής μονόδρομος. Οι τοίχοι στη Σρίναγκαρ συχνά φωνάζουν «Πακιστάν» ή «Ινδία φύγε», όμως ο κόσμος φοβάται κι αποφεύγει να μιλάει γι’ αυτό. Ο στρατός είναι παντού γύρω τους, δε μπορούν να αναπνεύσουν. Διεκδικούμενοι, πάντα υπό στρατιωτική επιτήρηση, πάντα στο χείλος του φόβου, συχνά στο χείλος της έκρηξης, οι κάτοικοι της Σρίναγκαρ υπομένουν. Η παλιά πόλη είναι μια λίμνη με αδιευκρίνιστο βυθό, με ανισομερείς επιφάνειες και βουρκώδεις τρύπες, με στενά που χάνονται σε αδιέξοδα κάτω από τα ξύλινα υπόστεγα, με τη μυρωδιά της υγρασίας να φτιάχνει τείχη αδιαπέραστα. Η παλιά πόλη, με την περίεργη αυτή ομορφιά της, έχει φτιαχτεί κατ’ εικόνα και καθ’ομοίωση της ιστορίας των κατοίκων της.
Ένα δεύτερο τσιγάρο άναψε στα χέρια του Κωνσταντίνου. Η σιωπή ήταν βαριά, σαν τη σιωπή του χιονιού επάνω στα βουνά. Στο δικό μου μυαλό δεν ήταν μόνο οι κάτοικοι του Κασμίρ, αλλά κι όλοι οι έκπτωτοι κάθε «παραδείσου στη γη». Όλοι αυτοί που ζουν σε μια γη χωρίς ελπίδα, πάντα στο χείλος του φόβου, ενίοτε στο χείλος της έκρηξης.
Η διαδρομή κράτησε σύνολο 16 ώρες. Αφήνοντας τα βούνα πίσω μας, ο ήλιος έλαμψε το επόμενο πρωί. Ξεχάσαμε τη μελαγχολία της προηγούμενης νύχτας, τη φευγαλέα εικόνα ενός δράματος που δεν ήταν δικό μας.