Βιβλίο

Ο πιο όμορφος στίχος για τις γάτες

…ή, εν πάση περιπτώσει, ο πιο όμορφος που ξέρω.

Το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ' είναι κατά τη γνώμη μου η καλύτερη συλλογή του Σεφέρη. Περιέχει την πασίγνωστη αλλά καθόλου υπερτιμημένη Ελένη, με την εξής καταπληκτική περιγραφή της επιθυμητής γυναίκας: ίσκιοι και χαμόγελα παντού/ στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα. Είναι αξιοπρόσεκτη, νομίζω, η επιλογή των σημείων του σώματος που ντύνονται με προκλήσεις και μυστήριο, χαμόγελα και ίσκιους. Εξαιρουμένων των μηρών, δεν πρόκειται για τις κλασικές ερωτογενείς ζώνες, αλλά για σημεία που τα κοιτάμε, τα προσέχουμε.

Η συλλογή αυτή περιέχει επίσης το Επικαλέω τοι την θεόν, για το οποίο ήδη μιλήσαμε εδώ, τις πρώτες μέρες αυτού του περιοδικού, όπως και το Ευρυπίδης, Αθηναίος, στο οποίο το έργο του τραγικού συνοψίζεται ως εξής: Είδε τις φλέβες των ανθρώπων/ σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια.

Το τελευταίο δε ποίημα της συλλογής έχει τίτλο Οι γάτες τ' Άι-Νικόλα και με αυτό θα ασχοληθεί το παρόν κειμενάκι:

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος

δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι

τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,

«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη

λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.

Τρία καρτίνια ἀριστερά!»

Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο

κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,

μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς

στὸν παγωμένον ἥλιο

κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.

Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.

«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.

...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,

ξέμπαρκος τώρα

κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες

γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.

Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ

σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε

κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας

ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.

«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-

μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.

Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος

ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.

«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,

- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -

ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ

πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.

Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,

χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου

καὶ φαρμακερά.

Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε

Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι

κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια

κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ

τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.

Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα

καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.

Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα

ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.

Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα

καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.

Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,

ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη

χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.

Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα

πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.

Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες

ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος

χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.

Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο

τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ

μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.

Γραμμή!

Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες

παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα

τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.

Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».

«Γραμμή!

Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες

παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα

τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.

Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».

«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.

Στις σημειώσεις του, ο ποιητής μάς αποκαλύπτει την ιστορία στην οποία αναφέρεται το ποίημα. Σύμφωνα με αυτή, ο πρώτος δούκας της Κύπρου (όλα τα ποιήματα της συλλογής, εκτός από δύο, αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στην Κύπρο) έδωσε εντολή να χτιστεί ένα μοναστήρι με προστάτη τον Άγιο Νικόλαο σε έναν κάβο και παραχώρησε στους καλόγερους όλη την περιοχή, θέτοντας ως όρο την εκτροφή εκατό γατών, οι οποίες προορίζονταν για την εξόντωση των φιδιών. Οι γάτες πράγματι εξολόθρευσαν τα φίδια, αφού υπέστησαν όμως κι αυτές τεράστιες απώλειες. Ένας ταξιδιώτης του 1580 αναφέρει ότι στα χρόνια του υπήρχαν πια σαράντα γάτες, ενώ ο καπετάνιος του ποιήματος, που δεν είναι άλλος από τον ποιητή Δημήτρη Αντωνίου*, δηλώνει ότι στην εποχή του δεν έμεινε καμία.

Για να τιμήσουν τα μαχητικά αιλουροειδή, οι άνθρωποι ονόμασαν το μέρος Κάβο Γάτα.

Η ιστορία είναι από μόνη της αξιοπερίεργη και όμορφη. Ο στίχος όμως που με τραβούσε ανέκαθεν, και που το πλήρες νόημά του κατάλαβα όταν απέκτησα ο ίδιος γάτα, είναι ο εξής: (ο Ραμαζάν) ο μικρός εφέστιος θεός.

Οι εφέστιοι θεοί ήταν θεότητες που προστάτευαν το σπίτι. Τα μικρά αγάλματα που τις αναπαριστούσαν τοποθετούνταν συνήθως στο κέντρο του σπιτιού, την εστία, όπως φανερώνει και το όνομά τους, που προέρχεται από το επί και το εστία. Σημειωτέον, κι ο Καβάφης έχει ασχοληθεί με τους εφέστιους, τους ρωμαϊκούς αυτή τη φορά, που ονομάζονταν Λάρητες, στο ποίημά του Τα βήματα.

Αυτή είναι λοιπόν η τολμηρή μεταφορά του Σεφέρη, στην οποία τον οδηγεί συνειρμικά το όνομα του κάβου: οι γάτες είναι μικροί εφέστιοι θεοί.

Πράγματι, οι γάτες, κυριολεκτικά κατοικίδια, είναι δεμένες με τον χώρο τους, στον οποίο παραμένουν ακόμη κι όταν ο άνθρωπός τους βγαίνει. Δεν ακολουθούν το αφεντικό τους στην έξοδο ή στην βόλτα, δεν ταξιδεύουν παρά μόνο όταν είναι ανάγκη, μένουν στο σπίτι, στο οποίο κυριαρχούν, καθώς διαλέγουν τους χώρους που αποτελούν τις θέσεις τους και βολεύονται βασιλικά στα πιο παράξενα σημεία.

Επίσης, σε αντίθεση με τους σκύλους,οι οποίοι λατρεύουν, οι γάτες πιο πολύ λατρεύονται, σαν τους θεούς. Φυσικά, το ότι δεν αγαπούν τους ανθρώπους είναι μύθος: πολλές αποζητούν τα χάδια και την παρέα χωρίς ιδιοτελή λόγο. Όμως ακόμη και ο ίδιος ο Φρόιντ, στο κείμενό του για τον ναρκισσισμό, λέει ότι αυτό που μας γοητεύει τόσο στις γάτες είναι το στοιχείου του απρόσιτου. Με τις γάτες έχουμε την εντύπωση ότι μας επιτρέπουν, μόνο όταν έχουν όρεξη οι ίδιες, να τις χαϊδέψουμε και να παίξουμε μαζί τους.

Δεν ξέρω πόσους αφορούν τα παραπάνω, όπως ξέρω ότι δεν είπα κάτι καινούριο ή σημαντικό. Ελπίζω όμως να έστρεψα την προσοχή σε έναν πολύ όμορφο στίχο.

 

*Ο Σεφέρης έχει αναφερθεί σε αυτόν και στα Δοκίμιά του, βλέπε Δοκιμές, Ο θαλασσινός φίλος μας και Σημειώσεις για μια ομιλία σε παιδιά, όπου μας πληροφορεί ότι ο Αντωνίου έγραφε τα ποιήματά του, τις "μποτίλιες του στο πέλαγος", πάνω σε κουτιά από τσιγάρα.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς