Ο Γκυ Ντεμπόρ υπήρξε Γάλλος μαρξιστής θεωρητικός, συγγραφέας, παραγωγός, ιδρυτικό μέλος της Καταστασιακής και της Λεττριστικής Διεθνούς και παροδικό μέλος του Socialisme ou Barbarie.
Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1931.Έμεινε ορφανός από πατερά ιδιαίτερα νέος και η μητέρα του τον έστειλε στην γιαγιά του στην Ιταλία, με την οποία ουσιαστικά μεγάλωσε. Πήγε λύκειο στις Κάννες και εκεί ανακάλυψε την κλίση του για το σινεμά.
Τον Ιούνιο του 1952 ίδρυσε μαζί με τον Gil Joseph Wolman το καλλιτεχνικό κίνημα των «Λεττριστών» («Λεττριστική Διεθνής», «Internationale Lettriste», που στο διάστημα 1952 – 1954 εξέδωσε 14 τεύχη της ομώνυμης επιθεώρησης). Τον Ιούλιο του 1957 η Λεττριστική διεθνής, μετά και την διαγραφή από τον Ντεμπόρ της πλειοψηφίας των μελών της, συγχωνεύεται με το «Διεθνές Κινήμα για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» του ζωγράφου Άσγκερ Γιόρν, με τον πειραματιστή των εικαστικών τεχνών Τζουζέπε Πίνοτ – Γκαλίτσο και με πρώην μέλη της διεθνούς καλλιτεχνικής ομάδας «Κόμπρα». Η συγχώνευση οποίο επεδίωκε την δημιουργική «απελευθέρωση των μορφών», ωστόσο με τον καιρό ο χαρακτήρας της οργάνωσης μετά από πολλές εσωτερικές συγκρούσεις άλλαξε αρκετά.
Ο Μπομπ Μπλακ γράφει: «Αν και πάντα εμφανιζόταν ως ένα αρραγές σύνολο, η Καταστασιακή( ή Σιτουασιονιστική) Διεθνής γνώρισε αρκετά σχίσματα και κατά καιρούς διεγράφησαν 45 από τα 70 μέλη της. Η θεμελιώδης αντινομία, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούσε στην αρχική διαίρεση σε μέλη που προέρχονταν από το Διεθνές Κίνημα για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ και σε μέλη που προέρχονταν από τους Λεττριστές, ήταν ανάμεσα στους θεωρητικούς της αισθητικής και σε εκείνους της πολιτικής. Οι πρώτοι ήταν συνήθως σαξονικής καταγωγής (όπως ο Δανός Γιορν, ο Ολλανδός Κονστάντ, οι Γερμανοί της ομάδας Spur, με την χαρακτηριστική εξαίρεση του Ιταλού Πίνοτ – Γκαλίτσο) ενώ οι δεύτεροι ήταν νότιο-ευρωπαϊκής καταγωγής και συσπειρώνονταν γύρω από την καθοδήγηση του Γκυ Ντεμπόρ. Στην 5η συνδιάσκεψη της Καταστασιακής Διεθνούς στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, οι δύο τάσεις συγκρούστηκαν ανοιχτά. Οι politicos είχαν πρόσφατα επιδοθεί στην έρευνα της Ιστορίας του επαναστατικού κινήματος και είχαν υιοθετήσει τον συμβουλιακό κομμουνισμό, επηρεασμένοι από την επιθεώρηση (και ομάδα των Κορνήλιου Καστοριάδη, Κλωντ Λεφόρ, κ.ά.) «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Οι θεωρητικοί της αισθητικής δεν ήταν εντελώς αντίθετοι στον προσανατολισμό αυτόν. Έδειχναν όμως έντονα σκεπτικιστές όσον αφορά την προοπτική μίας ανανεωμένης προλεταριακής εξέγερσης, μέσα στο τέλμα της κοινωνίας της ευημερίας των αρχών της δεκαετίας του ’60. Εκείνο που, αντίθετα, πρότειναν στην παρούσα φάση ήταν να αναπτύξουν περισσότερο τις δυνάμεις τους εκεί όπου αυτές ήταν ήδη αισθητές, δηλαδή στον κόσμο της Τέχνης. Οι θεωρητικοί της πολιτικής ανταπάντησαν ότι οι θεωρητικοί της αισθητικής (που αντιπροσωπεύονταν κύρια από την γερμανική ομάδα Spur) υποτιμούσαν τις χειρονομίες άρνησης που εκδηλώνονταν κάτω από την μύτη τους».
Τελικά ο Ντεμπόρ, το 1972 μαζί με τον Σανγκουινέττι ήταν τα μόνα εναπομείναντα μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς, μετά από ακόμη μια σειρά διαγραφών και εκκαθαρίσεων στο εσωτερικό της με μεγάλη ευθύνη του ίδιου. Τότε είναι που ο Ντεμπόρ στράφηκε αποκλειστικά στον κινηματογράφο και στην έκδοση επαναστατικών προκηρύξεων. Αποσύρθηκε από την δημοσιότητα και ασχολήθηκε με το διάβασμα και το γράψιμο. Μετά από χρόνιο εθισμό στο αλκοόλ, αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στην καρδιά, στις 30 Νοεμβρίου του 1994, μια μέρα μετά το τελευταίο του αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ.
Σημαντικά έργα του είναι η «Έκθεση περί της κατασκευής καταστάσεων», το «Τι είναι ο λεττρισμός», τα συλλογικά κείμενα με τους Καταστασιακούς «Για το ξεπέρασμα της τέχνης» και η «Αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων», και φυσικά το magnum opus του, η «Κοινωνία του θεάματος».
Εδώ θα ασχοληθούμε με ένα όχι τόσο γνωστό έργο του, που γράφτηκε προς την τελευταία ερωτική σύντροφο του, την Alice Becker-Ho, τις «Σημειώσεις πάνω στο πόκερ» του 1990, που βρήκαμε από την εκδοτική ομάδα ΟΥΑΠΙΤΙ. Ακολουθεί η παρουσίαση των 7 θέσεων που περιέχει και σε μερικές ο σχολιασμός τους.
Θέση 1: Η μπλόφα είναι το κέντρο του παιχνιδιού. Κυριαρχεί σε αυτό, για το μόνο λόγο ότι επιτρέπεται. Αλλά αν κυριαρχεί είναι μονάχα εξαιτίας της ιδιότητάς της να λειτουργεί σαν σκιά απόντων ανθρώπων. Η πραγματική της παρέμβαση πρέπει να θεωρείται αμελητέα.
Θέση 2: Το μυστικό της δεξιοτεχνίας στο πόκερ είναι να βασίζεσαι καταρχάς, και όσο το δυνατόν περισσότερο, στις πραγματικές σου δυνάμεις. Με μέτριες δυνάμεις σίγουρα δε πρέπει να το παρατραβάς. πρέπει να γνωρίζεις πως να χρησιμοποιείς τον καιρό της δύναμης σου, την κατάλληλη στιγμή. Είναι εύκολο να χάνεις λίγα, αν έχεις πάντοτε στο νου, ότι το σημαντικό δεν είναι ποτέ ένα καλό χτύπημα, αλλά η παρτίδα. Είναι πιο δύσκολο να κερδίσει κάνεις πολλά την σωστή στιγμή. και αυτό είναι το μυστικό των καλών παικτών. αυτό είναι που θεμελιώνει την μόνιμη διάφορα τους.
Αυτό είναι πράγματι το πιο σημαντικό σημείο του κειμένου. Το ζήτημα είναι πόσα θα κερδίσεις όταν βρεθείς στη μέρα σου (και το αντίστροφο, πόσα (δεν) θα χάσεις όταν θα βρεθείς σε μια άσχημη μέρα).
Το θέμα είναι όμως ότι και εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η τύχη. Πράγματι το value που θα πάρει ένας παίχτης εξαρτάται από τη μαεστρία με την οποία θα παίξει το φύλλο του. Βοηθάει όμως πάρα πολύ αν και ο αντίπαλος έχει κάτι πολύ δυνατό. Αν έχει αέρα, το πολύ-πολύ με μαεστρία να του αποσπάσουμε μια μπλόφα. Είναι πολλές όμως οι φορές που, όπως και να παιζόταν το χέρι, τα χρήματα θα έμπαιναν στο κέντρο του τραπεζιού. Μια φορά ένας άγνωστος αντίπαλος μού είχε πει "δεν με ενδιαφέρει να κάνω καρέ ή φλος ρουαγιάλ. Με ενδιαφέρει να έχω το καλύτερο χέρι σε αυτήν την παρτίδα- κι εσύ να έχεις το δεύτερο καλύτερο". Νομίζω πως είχε πολύ δίκιο.
Και για να μην δώσω το κοινότοπο παράδειγμα από το texas holdem, κατά το οποίο ο ένας παίχτης έχεις ρηγάδες και ο άλλος άσσους και οι παίχτες ποντάρουν τα ρέστα τους preflop ή στο ακίνδυνο flop, θα δώσω το εξής:
Σίγουρα είναι πανέξυπνη η κίνηση του Gus Hansen να τσεκάρει στο river. Από την άλλη όμως, αν ο Daniel Negreanu είχε απλώς άσσους κι όχι ένα πολύ δυνατό χέρι, θα είχε πιθανότατα απλώς τσεκάρει κι αυτός. Έχει όμως φουλ και "αναγκάζεται" να κάνει το call στο check raise all in του Hansen, παρόλο που σχεδόν έχει καταλάβει τι έχει ο αντίπαλός του.
Θέση 3: Ο κακός παίκτης βλέπει παντού την μπόφα και την έχει στο νου του. Ο καλός παίκτης την θεωρεί αμελητέα και κινείται, ανα πάσα στιγμή, με γνώμονα μόνο τα δικά του μέσα.
Θέση 4: Εκείνος που έχει καταλάβει αυτήν την, καθαρά θεωρητική στην πραγματικότητα, ύπαρξη της μπλόφας, θα νικήσει κατευθυνόμενος από τα χαρτιά του και τις αναμενόμενες αντιδράσεις των αντιπάλων του. δε με αφορά, αν ο άλλος θέλει να μπλοφάρει. αντιθέτως, εκείνος θα σκέφτεται συχνά ότι μπλοφάρω, πράγμα που θα ήθελε να συμβαίνει, όπως ακριβώς συμβαίνει στην φαντασία του.
Άλλη μια όμορφη φράση με μεγάλη δόση αλήθειας. Θα έλεγε κανείς ότι ο Ντεμπόρ εφαρμόζει στην ψυχολογία του πόκερ την ψυχαναλυτική άποψη του Φρόιντ για την αυταπάτη: η αυταπάτη δεν είναι απλώς μια πλανεμένη πίστη, αλλά μια πλανεμένη πίστη που υποστηρίζεται από την επιθυμία. Οι αναφορές άλλωστε του Ντεμπόρ στον πατέρα της ψυχανάλυσης υπάρχουν και αλλού: όταν στην Κοινωνία του Θεάματος σημειώνει ότι η σημερινή κοινωνία θέλει να κοιμηθεί και το θέαμα είναι ο φρουρός αυτού του ύπνου, χρησιμοποιεί τη φροϊδική έκφραση που αναφερόταν στο όνειρο.
Έτσι, ο κακός παίχτης που θέλει να κάνει το call βλέπει λοιπόν παντού την μπλόφα, όπως σημειώνει και η τρίτη θέση. Θυμάμαι έναν παίκτη που έχανε πολλά και έλεγε αυτοσαρκαζόμενος το εξής ρητό: Φυλακή θα πάω, μπλόφα δεν θα φάω.
Θέση 5: Ο ρόλος της απάτης μεταξύ αυτών που παίζουν πόκερ είναι πρακτικά μηδαμινός. Ένας καλός παίκτης θα την διαισθανθεί μουσικά, στην πρώτη παραφωνία. Και θα είναι σίγουρος για την δεύτερη. Παραδείγματος χάριν,για εμένα ήταν ήδη μια παραφωνία το να μη κερδίζω γρήγορα. Παρομοίως και αντιστρόφως στην ζωή, όποτε νικούσα γρήγορα σε οτιδήποτε, μόνο και μόνο για αυτό τον λόγο, καταλάβαινα αμέσως ότι πρόκειται για ένα επικίνδυνο προειδοποιητικό σήμα, και κρατούσα πάντα με ευκολία τις αποστάσεις μου. Η απάτη δεν μπορεί να αποδειχθεί. Επομένως δε χρειάζεται να γίνεται λόγος για αυτήν. Αρκεί να απομακρύνεσαι συστηματικά. Θέλω να πω, αυτό το προκαθορισμένο περιβάλλον, αντίστοιχο εκείνου που ο Sun Tzu ονόμαζε στον πόλεμο κατεστραμμένες ή διαλυμένες θέσεις. (Αν βρίσκεσαι σε κατεστραμμένες ή διαλυμένες θέσεις, μην προωθείσαι, γύρισε πίσω, βάλ΄το στα πόδια όσο το δυνατόν γρηγορότερα).
Θέση 6: Η μεγαλύτερη αλήθεια για το πόκερ είναι, ότι μερικοί παίκτες είναι ουσιαστικά πάντοτε καλύτεροι από άλλους. Κι αυτή η αλήθεια είναι η λιγότερο αναγνωρισμένη.
Ενώ αυτό γενικά ισχύει, θαπρέπει η διαφορά των ικανοτήτων μεταξύ δύο παικτών να είναι πραγματικά μεγάλη για να παίξει ρόλο σε κάθε επιμέρους φορά. Θα πρέπει ο ένας να είναι ο καρχαρίας και ο άλλος το ψάρι, όπως λένε οι Αμερικανοί. Το γιατί θα φανεί και από τον σχολιασμό της τελευταίας θέσης.
(Παρεμπιπτόντως, ένας μεγάλος τζογαδόρος έλεγε: μόλις κάτσεις στο τραπέζι προσπάθησε να εντοπίσεις το ψάρι. Αν δεν το βρεις γρήγορα σήκω και φύγε!! Το ψάρι είσαι εσύ.)
Θέση 7: Αυτές οι σημειώσεις σίγουρα δε θα επιτρέψουν σε οποιονδήποτε να κερδίσει στο πόκερ, γιατί δεν μπορεί να τις καταλάβει ο καθένας (και, για αυτόν τον λόγο κυρίως οι μαθητές του Clausewitz κέρδισαν πολύ λίγες μάχες). Τέλος, το πόκερ σχετίζεται, εντελώς μερικώς, με την τύχη.
Αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα των σημειώσεων. Ουσιαστικά ο Ντεμπόρ επαναλαμβάνει τη στερεοτυπική θέση των επαγγελματιών παικτών του πόκερ και ταινιών όπως το εξαιρετικό Rounders, που τονίζουν υπερβολικά τον ρόλο της ικανότητας στο πόκερ. Θα προσπαθήσω συνοπτικά να δείξω γιατί αυτό είναι λάθος.
Στο texas holdem και το omaha, που είναι τα δύο πιο διαδεδομένα με διαφορά παιχνίδια πόκερ της εποχής μας τα φύλλα που κρατάει ο κάθε παίκτης έχουν συγκεκριμένες πιθανότητες να κερδίσουν την παρτίδα, πιθανότητες που μεταβάλλονται στα διάφορα στάδιά της (preflop, flop, turn). Ο σκοπός λοιπόν του παίχτη είναι να τοποθετήσει τα χρήματά του έχοντας όσο το δυνατόν περισσότερες πιθανότητες για νίκη. Επίσης, πρέπει κάθε φορά να προβαίνει σε μια στάθμιση μεταξύ των πιθανοτήτων που έχει να σχηματίσει τον νικηφόρο συνδυασμό και των χρημάτων που πρόκειται να κερδίσει αν αυτός ο συνδυασμός προκύψει. Παραδείγματος χάρη, αν έχω 50% πιθανότητες να κερδίσω μια παρτίδα με συμφέρει να "μπω" αν μια πιθανή νίκη μού προσφέρει τριπλασιασμό των χρημάτων μου (γιατί είναι σαν να παίζω κορώνα γράμματα, αλλά κάθε φορά που κερδίζω να μου δίνουν 2 νομίσματα). Αντιθέτως, δεν με συμφέρει να μπω σε μια παρτίδα με 30% πιθανότητες νίκης αν δεν αποβλέπω τουλάχιστον σε τριπλασιασμό των χρημάτων που ξοδεύω γι' αυτήν την παρτίδα.
Αυτές οι πιθανότητες είναι εύκολο να γίνουν αντικείμενο γνώσης των παικτών, που εξασκούνται στην πράξη, έστω εμπειρικά και στο περίπου. Οι παλιότεροι παίχτες συνήθως δεν θα σκεφτούν "έχω 82,5% πιθανότητες να κερδίσω", θα νιώθουν όμως ότι είναι πολύ δυνατοί, θα σκέφτονται κάτι του στυλ "θα κερδίζω 9 στις 10 φορές με αυτά τα φύλλα".
Και εδώ αρχίζει το δράμα. Γιατί οι πιθανότητες με βάση τις οποίες σχεδιάζουμε το παιχνίδι μας παρουσιάζουν διακύμανση, δηλαδή δεν επαληθεύονται σε κάθε επιμέρους κατάσταση. Η επαλήθευσή τους διασφαλίζεται από τον νόμο των μεγάλων αριθμών, πράγμα που χονδρικά σημαίνει ότι για να παρατηρηθούν στην πράξη οι πιθανότητες 50-50 που υπάρχουν κάθε φορά που στρίβω ένα κέρμα (στο πόκερ η κατάσταση όπου δύο παίκτες έχουν πιθανότητες νίκης 50-50 ονομάζεται ακριβώς coinflip) πρέπει να επαναλάβω το πείραμα πάρα πολλές φορές. Και όσο περισσότερες φορές το επαναλαμβάνω, τόσο μικρότερη απόκλιση θα παρουσιάζεται από το ιδεατό (και πολύ λογικό) 50-50. Αν όμως στρίψω το νόμισμα μόνο 10 φορές, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έρθει 5 φορές κορώνα και 5 γράμματα.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το πόκερ; Ότι ενδέχεται να ποντάρω τα χρήματά μου παίρνοντας μια εξαιρετική απόφαση (λχ έχοντας 80% πιθανότητες για νίκη και αποβλέποντας σε τριπλασιασμό των χρημάτων μου) όμως να πέσει επάνω μου το στατιστικό σφάλμα και να χάσω. Αυτό είναι το λεγόμενο bad beat στη σύγχρονη ορολογία.
Η απάντηση που δίνουν όσοι τονίζουν τον ρόλο της ικανότητας στα χαρτιά, η απάντηση που πιθανότατα θα έδινε ο Ντεμπόρ, είναι ότι, μακροπρόθεσμα, in the long run, ο παίκτης που παίρνει καλές αποφάσεις θα βγει κερδισμένος, γιατί αν μπαίνει σε κερδοφόρες καταστάσεις συχνά, τότε ο νόμος των μεγάλων αριθμών θα τον προστατεύσει. Είναι όμως έτσι;
In the long run we will all be dead, απαντάνε κάποιοι. Πέρα όμως από αυτή τη χοντροκομμένα αλλά περιέχουσα σπόρους αλήθειας απάντηση, ας κοιτάξουμε το ζήτημα πιο συγκεκριμένα. Για να ίσχυε η περί ικανότητας άποψη, θα έπρεπε κάθε παίχτης να παίζει ακριβώς τα ίδια ποσά, με τους ίδιους ή περίπου τους ίδιους παίκτες για έναν χρόνο ή ίσως και για 5 χρόνια, χωρίς να αποκλίνει από αυτό το πρόγραμμα, πράγμα που ενδεχομένως συνέβαινε κάπως την εποχή του Ντεμπόρ.
Σήμερα όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι συνήθως (υπάρχουν πάντως και αυτοί που εφαρμόζουν ένα τέτοιο αυστηρότατο πρόγραμμα, οι λεγόμενοι grinders και σε σχέση με αυτούς δεν έχω καμία αντίρρηση ως προς το ότι η τύχη παίζει ελάχιστο ρόλο). Οι περισσότεροι πάντως παίκτες παίζουν σε πολλά διαφορετικά τραπέζια με άλλες κάβες, άλλα πονταρίσματα και άλλους παίκτες. Και ακόμη πιο σημαντική είναι η απόκλιση που οφείλεται στα τουρνουά, ιδίως τα ιντερνετικά.
Σε αυτό το σημείο ο αναγνώστης θα πρέπει να μάθει ότι καθημερινά στις διαδικτυακές πλατφόρμες διεξάγονται τουρνουά με έπαθλα χιλιάδων δολαρίων, που τις Κυριακές φτάνουν και τις 100.000 δολάρια.
Ας πάρουμε λοιπόν την εξής περίπτωση: όταν ένας παίκτης αγωνίζεται να μπει στο τελικό τραπέζι ενός τέτοιου τουρνουά για να διεκδικήσει τις 100.000 δολάρια, τον ενδιαφέρει τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Κατά κάποιον τρόπο όλα τα προηγούμενα παιχνίδια του δεν μετράνε. Αν σε κάποια κρίσιμη παρτίδα βάλει τις μάρκες του με άσσους απέναντι σε δεκάρια (πράγμα που άλλωστε δεν απαιτεί και καμιά ιδιαίτερη ικανότητα καθώς είναι στάνταρ απόφαση), τον ενδιαφέρει οι πιθανότητες 82% υπέρ του να επιβεβαιωθούν αυτή τη συγκεκριμένη φορά. Δεν τον νοιάζει τι είχε γίνει πριν από έναν μήνα σε πανομοιότυπο χέρι, δεν τον νοιάζει αν θα κερδίσει με τις ίδιες πιθανότητες όταν θα ξαναπαίξει με τους φίλους του ούτε όταν θα έχει ποντάρει 50 ευρώ. Μετράει μόνο αυτή η δεδομένη στιγμή. Παίζοντας σωστά εν προκειμένω δημιουργεί μια ευνοϊκή θέση για τον εαυτό του, όμως δεν ορίζει την τύχη του. Ακόμη και το 1% μπορεί να συμβεί την πιο ακατάλληλη στιγμή. Τελικά, το πότε θα προκύψει το bad beat είναι καθαρά θέμα τύχης.
Είναι βέβαια πιθανό κάποιος να αντιτάξει εδώ το εξής: ότι θα μπορούσε κανείς να παίζει μονίμως τα ίδια μεγάλα τουρνουά μέχρι να επαληθεύσει τις καλές πιθανότητές του. Πέρα όμως από το ότι κάτι τέτοιο είναι οικονομικά δύσκολο, καθώς τα buy in τους είναι μεγάλα (συνήθως 215 δολάρια), λόγω των πάρα πολλών συμμετεχόντων οι αποκλίσεις είναι τεράστιες. Κάτι που φαίνεται από το γεγονός ότι σχεδόν κανένας παίκτης από αυτούς που θεωρούνται κορυφαίοι δεν έχει κερδίσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα πάνω από μία φορά (πάρα πολλοί μάλιστα δεν το έχουν κερδίσει ποτέ). Αν το πόκερ ήταν τόσο πολύ παιχνίδι ικανοτήτων όσο λέγεται, τότε θα έπρεπε να υπάρχει και η ποκερική εθνική Βραζιλίας.
Λέγοντας όλα αυτά, δεν θέλω καθόλου να υποτιμήσω τις ικανότητες που έχουν πολλοί παίκτες να διαβάζουν τις παρτίδες, να διαισθάνονται τις μπλόφες, να νιώθουν την αδυναμία του αντιπάλου και γενικά όλες τις ιδιότητες που εξαίρουν όσοι εναντιώνονται στη μαθηματική προσέγγιση του πόκερ. Όμως αυτά τα προσόντα τα έχουν αρκετοί άνθρωποι και αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν αρκούν. Όλοι οι πολύ κερδισμένοι παίχτες στάθηκαν τυχεροί σε μια σημαντική στιγμή*. Ή τουλάχιστον είχαν την τύχη να μη σταθούν άτυχοι.
Y.Γ.: στο δεύτερο βίντεο παρακολουθούμε τον μετέπειτα πρωταθλητή εκείνης της χρονιάς να παίρνει μια τραγική απόφαση, που τελικά ήταν αυτή που του χάρισε το τουρνουά.
*εκτός από τους προαναφερθέντες grinders, οι οποίοι αποτελούν ειδική περίπτωση, καθώς ουσιαστικά επαναλαμβάνουν το πείραμα σχεδόν σε συνθήκες εργαστηρίου. Όπως άλλωστε φανερώνει και το όνομά τους, αυτό το πράγμα πρόκειται για μια δουλειά, και μάλιστα κουραστική. Δεν έχει σχέση με το πόκερ που βλέπουμε στις ταινίες.
Τα σχόλια και οι πληροφόριες για τον Ντεμπόρ γράφτηκαν από τον Exaybachay και οι σημειώσεις στις θέσεις από τον Γιάννη Κτενά