#6 Ταξιδιωτικός σάκος ή το αγαπημένο μου βιβλίο

Χλομή φωτιά, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

«Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τα απαραίτητα", είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα». Γράφουμε για τα αγαπημένα μας βιβλία, για να βρούμε τι θα βάλουμε στον σάκο μας (και) αυτό το καλοκαίρι.

 

Το ξεδιάλεγμα ενός «αγαπημένου» βιβλίου, από τα τόσα υποψήφια να συγκαταλεχθούν στην ίδια κατηγορία, είναι τώρα πια για μένα μια μάλλον αμήχανη διαδικασία. Δεν ήταν πάντα έτσι. Παλαιότερα, όταν τελείωνα την ανάγνωση κάποιου βιβλίου που με ενθουσίαζε, συνήθιζα να ανακαλώ στο νου μου μια ήδη προσχηματισμένη λίστα, στην οποία φιγουράριζαν τα έως τότε δέκα (άρτιος αριθμός, για λόγους ευκολίας) περισσότερο «αγαπημένα». Και τότε, με μια στιγμιαία, κάπως επίπονη  διαδικασία,  το κάθε νέο μου «εύρημα» εκτόπιζε από τη λίστα κάποιο άλλο βιβλίο, που είχε ως τότε θρονιαστεί στον κατάλογο της νοερής μου λίστας.

«Καλέ μου Θάνατε στη Βενετία, μπορείς σε παρακαλώ να παραμερίσεις για να περάσει στη θέση σου το Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας; Οι Χαμένες Ψευδαισθήσεις δεν κουνιούνται από τη θέση τους, τουλάχιστον για την ώρα, ο κύριος Μπαλζάκ μπορεί να αισθάνεται ασφαλής στην πρωτοκαθεδρία του… Αγαπητέ Γκομπρόβιτς θα μπορούσατε να κατεβείτε ένα σκαλί για να μπει στη θέση σας ο κύριος Τσέστερτον; Αξιότιμε κύριε Σουίφτ συγκρατείστε τα βέλη της κακεντρέχιάς σας, σας ανέβασα δυο ολόκληρες θέσεις, δε σας αρκεί αυτό;»

Αυτή η φανταστική λιστολογία, και ο διαγκωνισμός έργων και συγγραφέων, όπου συνεχώς κάποιο βιβλίο αντικαθιστούσε κάποιο άλλο, υπήρξε ουσιαστικά το ημερολόγιο καταγραφής των ανανεούμενων αναγνωστικών μου γούστων, αλλά και ο δείκτης της αναγνωστικής μου βουλιμίας.

Τώρα πια, όσο κι αν προσπαθώ να σχηματίσω στο μυαλό μου μια τέτοια λίστα, αποτυγχάνω οικτρά. Η κλίμακα αξιολογικής ιεραρχίας των βιβλίων που αγαπώ, μοιάζει να έχει όλο και λιγότερη σημασία. Πλέον, η μόνη ένδειξη ακατάλυτου «αγαπητικού» δεσμού με ένα βιβλίο, είναι το πόσες φορές ανατρέχω σε αυτό, για να διδαχτώ ξανά από τους συγγραφικούς άθλους που περιέχονται σε αυτό, για να αποθαυμάσω την τεχνική του δημιουργού, και, κυρίως, για να αισθανθώ ξανά αυτή την οικειότητα αναγνωστικών αισθημάτων από την οποία προκύπτει εκείνη η αμέριμνη απόλαυση που σου προσφέρει ένα βιβλίο που διαβάζεις ξανά και ξανά.

Στην εκ νέου ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου, πράγματι, ο ερωτικός παλμός της έκπληξης που συνοδεύει την πρώτη του «ανακάλυψη» (ένα εφηβικό ραντεβού ξεφυλλίσματος σελίδων, που οι προσδοκίες σου καταπιέζονται από το άγχος για το τι πρόκειται να συμβεί μετά), έχει πια αντικατασταθεί από την ήπια γλυκύτητα της «αγάπης». Και, συνεπώς, η λέξη «αγαπημένο» βιβλίο, όσο γλυκερή και αν ακούγεται, ίσως τελικά να ανταποκρίνεται  σε μια συναισθηματική αλήθεια: στο σταθερό συναίσθημα οικείωσης ενός γνώριμου αναγνωστικού τόπου. Όπως όταν, προτού κανείς κοιμηθεί, εκβιάζει από τα προεόρτια του ονείρου του ένα τοπίο που έχει πολύ αγαπήσει και όπου αισθάνεται πραγματικά αμέριμνος, ελεύθερος και ασφαλής.

Πώς μπορώ, λοιπόν, να αισθάνομαι αμέριμνος, ελεύθερος και ασφαλής στο καμίνι μιας «Χλομής Φωτιάς»; Αποκάλυψα ήδη τον τίτλο του περί ου ο λόγος «αγαπημένου βιβλίου». Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «Χλομή Φωτιά», ένα έργο στο οποίο ο εκκεντρικός αφηγητής αφιερώνεται στον «φιλολογικό» σχολιασμό του ποιήματος ενός φίλου και γείτονά του, του νεκρού ποιητή με το όνομα «John Shade». Ο σχολιασμός των στίχων του ποιήματος γίνεται αφορμή για μια κατάδυση σε αλλεπάλληλες αυτοαναφορικές ιστορίες, όπου αναδεικνύεται η λοξή σχέση του αφηγητή με τον φασματικό Shade και τον εξίσου φασματικό εαυτό του.  Ήδη από το όνομα του ποιητή, αντιλαμβάνεται κανείς πως όλο το έργο εξελίσσεται γύρω από μια σειρά υπαρξιακών λογοπαιγνίων, πως η σχέση ανάμεσα στις ταυτότητες ανακαθορίζεται με ρυθμούς φρενήρεις, πως το «τραγικωμικό» στοιχείο, η εκφραστική πυκνότητα, η υπονομευτική ειρωνεία, εντιθέμενα σε συμβάντα που υποσκάπτουν συνεχώς τη σταθερότητα των χαρακτήρων, κυριαρχούν. Δεν έχει νόημα να πω περισσότερα για την «πλοκή του έργου», διότι αυτή έχει, στην προκειμένη περίπτωση, μάλλον προσχηματική σημασία.

Η αγαπητική οικειότητα, για την οποία μίλησα πιο πάνω, έχει να κάνει ακριβώς με τα παραπάνω συστατικά του έργου. Εκεί είναι ο αναγνωστικός τόπος μου, εκεί αναφωνώ το λυτρωτικό «εδώ είμαστε», κάθε φορά που πιάνω το ίδιο βιβλίο στα χέρια μου. Και δεν είναι τυχαίο πως, αφού μίλησα πιο πάνω για τη σχέση αγαπημένου τόπου και ονείρου, το βιβλίο αυτό βρίσκεται συχνά στο κομοδίνο μου, έστω και αν δεν έχω πρόθεση να το διαβάσω εκείνη τη στιγμή. Μου προσφέρει μια κάποια ασφάλεια, βλέπετε.

Άγης Πετάλας είναι συγγραφέας. Το βιβλίο του Η δύναμη του Κυρίου Δ* κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Άγης Πετάλας