Blast from the Past

Όταν ο Μπωντλαίρ φύτεψε τα Άνθη του Κακού

από Β. Δ.

Το 1857 ο Μπωντλαίρ ήταν ήδη μια διαβόητη προσωπικότητα -το ποιήματα του, που σκόρπια έγραφε, δημοσίευε και συχνά απήγγειλε, ήδη σόκαραν. Είχε αποφασίσει από καιρό να δημοσιεύσει felix_bracque_les_fleurs_du_malμια συλλογή ποιημάτων, με εναλλακτικούς τίτλους Les Lesbiennes (Οι Λεσβίες) ή Les Limbes (Λιμπο: Ο μεσαιωνικής έμπνευσης χώρος αναμονής των ψυχών προς Κρίση, αργότερα, ψυχαναλυτικά, η κατάσταση μεταξύ συνειδητού κι ασυνειδήτου).

Ο τελικός τίτλος ωστόσο καθορίστηκε το 1855, όταν ο φίλος του, ο Hippolyte Babou του τον πρότεινε και το 1857 ο εκδότης Auguste Poulet-Malassis τύπωσε την πρώτη έκδοση αυτού που ο ίδιος ο Μπωντλαίρ χαρακτήριζε, στην αφιέρωση, "fleurs maladives": "ασθενικά λουλούδια".

Τα "Άνθη του Κακού" έκαναν την εμφάνιση τους στα ράφια των παρισινών βιβλιοπωλείων μια μέρα σαν σήμερα, στις 25 Ιουνίου 1857: 11.000 αντίγραφα για πώληση, και 20 τυπώθηκαν σε φίνο χαρτί, hors commerce.

Σε λιγότερο από ένα μήνα η γαλλική κυβέρνηση άσκησε δίωξη στον Μπωντλαίρ και τον εκδότη του για εξύβριση των θείων και προσβολή της δημοσίας αιδούς που οδήγησε στην καταδίκη του με την βαριά για την εποχή χρηματική ποινή των 300ων Φράγκων (η βασίλισσα Ευγενία μείωσε την ποινή στα 50). Επίσης έξι από τα ποιήματά του (Lesbos, Femmes damnées, Le Lèthe, À celle qui est trop gaie, Les Bijoux και Les Métamorphoses du vampire) αφαιρέθηκαν από τις επόμενες εκδόσεις ως απαγορευμένα. Παρά τις χρόνιες προσπάθειες του Μπωντλαίρ να δημοσιεύσει τα απαγορευμένα ποιήματά του, μαζί με τα όσα πρόσθεσε σε μεταγενέστερες εκδόσεις, η επίσημη αναιρετική απόφαση για την καταδίκη και την ποινή του Μπωντλαίρ δεν ήρθε παρά το 1949, 92 δηλαδή χρόνια αργότερα...

 "Σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη”, όπως αφόρισε θαυμαστικά ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, στα Άνθη του Κακού ο ρομαντικός ηδονιστής του Καρτιέ Λατέν παίρνει ουσίες, αλλάζει συνέχεια διαμονή και καταθέτει σπόρους βαθιάς άρνησης του αστικού πνεύματος και αντικομφορμισμού στα σπαράγματα της γαλλικής κοινωνίας που παρέπαιε κάτω από την κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ΄: το κακό είχε ξυπνήσει κι ο Μπωντλαίρ το είδε να φυτρώνει και να σκορπά "Τὸ δηλητήριο".

Εκατόν πενήντα και οκτώ χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της συλλογής, θυμόμαστε τρία από τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στην τελική έκδοση, καθώς και την μελοποίηση του ποιήματος "Άλμπατρος" από τον Σωκράτη Μάλαμα.

Μεθύστε
Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα.
Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.
Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ, στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τί ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,καὶ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:
-Εἶναι ὥρα νὰ μεθύσετε!
Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπῆ!
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.

~

Ὁ βρυκόλακας
Καθὼς οἱ δαίμονες μὲ τ᾿ ἄγριο μάτι,
θὰ σοῦ ξανάρθω σιγὰ στὸ κρεβάτι
καὶ θὰ γλυστρήσω κοντά σου ἀχνός,
σὰν τὰ φαντάσματα τῆς νυκτός.
Ξανὰ θὰ σοῦ δώσω μελαχροινή μου
σὰν τὸ φεγγάρι ψυχρὸ τὸ φιλί μου
καὶ χάδια τέτοια σὰν τοῦ φιδιοῦ
ποὺ σέρνεται πλάι σὲ τάφο νεκροῦ.
Καὶ μόλις φέξει αὐγὴ πελιδνὴ
τὴ θέση μου θὰ ῾βρεις ἐκεῖ ἀδειανὴ
καὶ κρύα ὡς ποὺ νὰ ῾ρθει πάλι τὸ βράδυ.
Ὅπως οἱ ἄλλοι μ᾿ ἀγκαλιὲς καὶ χάδι...
στὴ νιότη σου καὶ στὴ ζωή σου ἐδῶ
θὰ βασιλέψω μὲ τὴ φρίκη ἐγώ.
~

Τὸ παλιὸ μπουκαλάκι
Σὰ σεντούκι ἀνοίξεις παλιό, ἀπ᾿ τὴν Ἀνατολὴ φερμένο
ποὺ κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτὰ
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ξεχυθοῦν, μύρια ἀρώματα βαριὰ ποὺ ζαλίζουν
ἢ σὲ σπιτιοῦ ἐρημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη
Σκονισμένο καὶ μαῦρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι ἀπ᾿ αὐτὸ ἀναπηδήσει μία ψυχὴ μὲ λαχτάρα νὰ
ἐπιστρέψει
Χίλιες σκέψεις ποὺ κοιμόνταν στὰ βαριὰ τὰ ἐρέβη,
ἐπιστρέφουν-
χρυσαλίδες ποὺ ἀστράφτουν, μὲ ὁρμὴ
τὰ γαλάζια καὶ ρὸζ σὰ μὲ γλάσο φτιαγμένα
φτερὰ τοὺς τινάζουν
ζαλισμένος τὰ μάτια σου κλείνεις
τὴ ψυχή σου ἴλιγγος νικημένη ἀδράχνει
μὲ ὁρμὴ τὴ σκουντᾶ σὲ βάραθρο μαῦρο
σκοτεινό, ἀπὸ ἀνθρώπινα μιάσματα γεμάτο
Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ τήνε σπρώχνει
κεῖ ὅπου Λάζαρος ζέων, τὸ σάβανό του
μὲ δύναμη σκίζει καὶ τὸ πτῶμα ξυπνᾶ
γοητευτικὸ μὰ καὶ πένθιμο, μιᾶς ἀγάπης παλιᾶς
ξεχασμένης
Κι ἐγὼ ἔτσι, ὅταν θὰ ῾χω ἀπ᾿ τὴ μνήμη τῶν γύρω χαθεῖ
καὶ θὰ μ᾿ ἔχουν πετάξει ραγισμένο, εὐτελὲς μπουκαλάκι
στὴ γωνιὰ μιᾶς ἀπαίσιας ντουλάπας λυπημένο καὶ
βρώμικο
θολό, σκονισμένο 
Τὸ φέρετρό σου θὰ ῾χω γίνει ἀγαπημένη μου ἀνομία,
μάρτυς ολεθριας δύναμης ποὺ πάνω μου, κάποτε ἀσκοῦσες
προσφιλὲς δηλητήριο ἀπὸ ἀγγέλους φτιαγμένο
ἡδύποτο ποὺ μοῦ κατέτρωγε τὴ καρδιὰ καὶ τὸ αἷμα.

 ~

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Β. Δ.

Kαφές χωρίς ζάχαρη, ουίσκι χωρίς πάγο, τζαζ χωρίς λόγια, εποχή χωρίς Βέρα, Πειραιάς χωρίς Αθήνα