«Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. "Μόνον τα απαραίτητα", είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα». Γράφουμε για τα αγαπημένα μας βιβλία, για να βρούμε τι θα βάλουμε στον σάκο μας (και) αυτό το καλοκαίρι.
Το αγαπημένο μου βιβλίο μού το έφερε ένας φίλος των γονιών μου, με τους οποίους γνωρίστηκε στα φοιτητικά τους χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Τώρα πια έχω καταλάβει τι είδους σχέδιο κατέστρωσε αυτός ο άνθρωπος, όταν η φοιτητική παρέα μεγάλωσε και άρχισε ανά δυάδες να τεκνοποιεί: ήθελε να είναι εκείνος που θα φροντίσει για την πνευματική καλλιέργεια των παιδιών. Ρίχνοντας μια αναδρομική ματιά στα δώρα που μου έχει κάνει, βρίσκω πολλά βιβλία, στυλό και σημειωματάρια, που μου τα έδινε κοιτάζοντάς με με νόημα, αλλά καμία μπάλα και κανένα πλαστικό πιστόλι. Κι ακόμη το ίδιο κάνει, δηλαδή. Αναρωτιέμαι αν θα γίνω κι εγώ έτσι όταν μεγαλώσω.
Το 1999, λοιπόν, όπως έχω σημειώσει με τον παλιό μου γραφικό χαρακτήρα στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, μου χάρισε τα Δύο χρόνια διακοπές του Ιουλίου Βερν. Ήμουν, επομένως, οκτώ χρονών. Δεν ξέρω ποια παρόρμηση με έκανε να ανοίξω το βιβλίο (θέλει σχεδόν πάντα αρκετό κουράγιο για να ξεκινήσεις ένα μυθιστόρημα· ξέρω πολλούς ανθρώπους που, ενώ γενικά διαβάζουν πολύ, δεν τολμούν να αγγίξουν μυθιστορήματα), αλλά θυμάμαι πως, ξεκινώντας την ανάγνωση, σε κάποια στιγμή μαγεύτηκα και δεν ήθελα να το αφήσω. Στην πραγματικότητα, έγινε κάτι πολύ περισσότερο: δεν ήθελα να το τελειώσω.
Με θυμάμαι να φυλλομετρώ τις σελίδες μέχρι το τέλος, να βρίσκω πως είναι περίπου είκοσι ή είκοσι πέντε, να βουρκώνω και να σκέφτομαι περίπου: «και τώρα τι θα απογίνω, χωρίς τον Μπριάν, τον ευγενικό αρχηγό, χωρίς τον φίλο του, τον γενναίο Γκόρντον, χωρίς τον μαύρο υπηρέτη Μόκο, που όμως οι άλλοι τον μεταχειρίζονται ως ίσο, με εξαίρεση μόνο εκείνο το παλιόπαιδο τον Ντόνιφαν;»
Πέρυσι, δεν ξέρω τι ακριβώς με έπιασε και, αφού διάβασα τον Άρχοντα των Μυγών, που έχει το ίδιο περίπου θέμα (παιδιά που βρίσκονται μετά από ατύχημα σε ένα έρημο νησί, χωρίς την επίβλεψη των μεγάλων), αλλά εντελώς διαφορετική κατάληξη, θέλησα να ξαναδιαβάσω τα Δύο χρόνια. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη, όταν συνέλαβα τον εαυτό μου να βαριέται αρκετά και να ανυπομονεί ψυχαναγκαστικά να τελειώσει το βιβλίο, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να το παρατήσει. Ενθυμούμενος τις μεγάλες αγωνίες που είχα περάσει μικρός διαβάζοντάς το, έψαχνα να βρω μήπως κατά λάθος πήδηξα κάποια σελίδα, μήπως προσπέρασα κάποιο σημαντικό περιστατικό. Όταν έβρισκα πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, αναρωτιόμουν αν όλες εκείνες τις περιπέτειες τις είχα απλώς φανταστεί. Ίσως δεν έπρεπε να εκπλαγώ τόσο: είχαν περάσει 15 χρόνια.
Παρόλ' αυτά, αφού πέρασαν μερικές βδομάδες και μαζί τους πέρασε και η βαρεμάρα μου, άρχισα και πάλι να λέω πως το συγκεκριμένο βιβλίο του Βερν είναι το αγαπημένο μου. Πρώτον, επειδή μου άνοιξε την πύλη για όλα τα βιβλία του κόσμου. Δεύτερον, επειδή το διάβασα όταν έπρεπε. Πέρυσι, τον καιρό που το ξαναδιάβαζα, είχα πάει για καφέ με έναν φίλο και το είχα ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι. Όταν ήρθε η φίλη του να τον πάρει, το είδε και αναφώνησε: «Τι τέλειο βιβλίο!» Εκείνος, είπε με τη σειρά του: «Αφού είναι έτσι, να το διαβάσω κι εγώ». Όμως η απάντησή της ήρθε αποστομωτική (και ήταν, όπως κατάλαβα μετά από λίγο, ολόσωστη): «Το θέμα είναι να το είχες διαβάσει τότε.»
Πολύ μετά, καθώς περνούσαν τα χρόνια και αγαπούσα άλλα βιβλία, ίσως όμως ποτέ με τέτοιο πάθος, καθώς περνούσα από την απόλαυση της περιπέτειας στην απόλαυση της γλώσσας και των νοημάτων, τα Δύο χρόνια μού έδειξαν ότι δεν με έχουν ούτε αυτά ξεχάσει. Ανακάλυψα ότι τόσο ο Κούντερα στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα, όσο και ο Βασίλης Αλεξάκης σε ένα μυθιστόρημα που δεν θυμάμαι πια ποιο ήταν (ίσως η καρδιά της Μαργαρίτας ; ) έβαλαν τον πρωταγωνιστή τους να έχει διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο του Βερν και να αναφέρεται σε αυτό, με την αφόρητη νοσταλγία που συνοδεύει μια αμετάκλητη απώλεια.
Θα ήθελα πολύ να μάθω τι σήμαινε άραγε αυτό για τους μυθιστορηματικούς ήρωες. Όπως, φυσικά, και τι σημαίνει για μένα, που, ως προς αυτό το σημείο τουλάχιστον, τους μοιάζω.