Απολαυστικά γουντιαλλενικός ως συνομιλητής και αρειμάνιος καπνιστής , ο Craig Walzer, ένας από τους ιδρυτές του βιβλιοπωλείου “Atlantis Books”, απάντησε σε κάποιες από τις ερωτήσεις μας. Τι είναι, όμως, το “Atlantis Books”; Φαίνεται πως μια μέρα πριν από περίπου δέκα χρόνια, κάποιοι φίλοι αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Η.Π.Α., να διανύσουν όλο το δρόμο από την Αγγλία έως τη Σαντορίνη οδηγώντας ένα βανάκι ονόματι “Danny” και να ιδρύσουν ένα μικρό πλην θαυμάσιο βιβλιοπωλείο στο χωριό της Οίας στη Σαντορίνη. Το παρόν δεν πρόκειται ακριβώς για μια συνέντευξη: περισσότερο είναι το αποτέλεσμα μιας συζήτησης μεταξύ δύο φανατικών βιβλιόφιλων, ο ένας εκ των οποίων “τυχαίνει” να διέσχισε το μισό πλανήτη για να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο σε μια γωνιά του Αιγαίου. Εξυπακούεται ότι τον ρωτήσαμε τι ουίσκι ήπιαν πριν πάρουν αυτή την απόφαση…
***
Συνέντευξη/Επιμέλεια: Βαγγέλης Δαρούσος- Μετάφραση: Μάριος Κατρίτσης
***
Craig, πριν ξεκινήσουμε, οφείλω να το παραδεχτώ: το κατέβασμα και μόνο της μικρής σκάλας που οδηγεί στο “Atlantis” ήταν αρκετή για να εκτοπίσει το “Hatchard’s” του Λονδίνου από νούμερο 1 αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο. Ωστόσο προφανώς δεν είμαι ο πρώτος που ένιωσε ποτέ να κατακλύζεται από την ατμόσφαιρα αυτού του μέρους… Πες μου λοιπόν, το όνομα του βιβλιοπωλείου σας είναι καθαρά θέμα αισθητικής ή οφείλεται περισσότερο στην βαθύτερη επιθυμία σας να μείνετε πιστοί στο μύθο της ανακάλυψης, αντί της δημιουργίας, ενός χαμένου μέρους που βρίθει σοφίας όπως είναι Ατλαντίδα στον «Τίμαιο και Κριτία» του γερο-Πλάτωνα;
Χμμ, περίπου. Ποτέ δεν μου άρεσε ιδιαίτερα το όνομα. Όταν μας ήρθε αρχικά η ιδέα για το μαγαζί, είπα στον φίλο μου, τον Όλιβερ, ότι θα έπρεπε να ανοίξουμε ένα βιβλιοπωλείο. Με κοίταξε και μου είπε: «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι το όνομα, αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό κομμάτι του εγχειρήματος. Λοιπόν, τι ξέρουμε για τη Σαντορίνη, είμαστε εδώ σχεδόν τρεις μέρες. Ξέρουμε τον Πλάτωνα, ο Πλάτωνας μίλησε για την Ατλαντίδα, η Ατλαντίδα βρίσκεται εδώ, θα το πούμε Atlantis Books.» Του είπα ότι στ’ αλήθεια δεν μου άρεσε το όνομα, ότι θα έπρεπε να βρούμε ένα άλλο αργότερα και τελικά δεν βρήκαμε ποτέ κάποιο καλύτερο. Αυτή ήταν η όλη έκταση του ζητήματος!
Ένα πρωί οδηγήσατε ένα βανάκι ονόματι “Danny” από την Αγγλία έως τη Σαντορίνη, και αφού ήπιατε κάμποσο ουίσκι, υπογράψατε το μισθωτήριο του άδειου κτιρίου που θα στέγαζε το Atlantis. Πες μου, η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου σημείου στην Οία ήταν αυστηρά θέμα επιλογής ή συμπτώσεων;
Τον πρώτο χρόνο βρισκόμασταν σε άλλο σημείο. Πήγες στο κάστρο εκεί κάτω; Ήμασταν λοιπόν ακριβώς κάτω από το κάστρο. Και υπήρχε ένα κτίριο εκεί που ήταν τριώροφο. Είχαμε φωτογραφίες του που έδειχναν πως έμοιαζε παλιά, ήταν ένα παμπάλαιο άδειο κτίριο. Συναντήσαμε τον ιδιοκτήτη και μας είπε: «Μπορείτε να το πάρετε για έναν χρόνο, αλλά του χρόνου θα το κάνω προεδρικές σουίτες… Θα βάλω ένα τζακούζι εδώ, κι ένα ακόμα τζακούζι εκεί» και σκεφτήκαμε ότι ίσως να το κάνει, ίσως όχι, πάντως σε κάθε περίπτωση εμείς έπρεπε να το πάρουμε για έναν χρόνο. Οπότε το πήραμε, πληρώσαμε πάρα πολλά για τον πρώτο χρόνο, απίστευτα πολλά και φυσικά στο τέλος του χρόνου ήταν σε φάση: «Πρέπει να φύγετε». Τώρα πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό κτίριο για να το θέσω διπλωματικά και φανταχτερό, φανταχτερό, φανταχτερές σουίτες για το μήνα του μέλιτος και όλ’ αυτά, οπότε στο τέλος του χρόνου χρειαζόταν να βρούμε ένα άλλο μέρος γιατί θέλαμε να μείνουμε!
με τη βοήθεια λίγου ουίσκι, ξέρεις, για να γίνεις πιο δημιουργικός…
Και αυτό ήταν καλό, δεν είχα συνειδητοποιήσει καν ότι αυτό το μέρος υπήρχε, τον πρώτο χρόνο που ήμουν εδώ το προσπέρασα καμιά εκατοστή φορές χωρίς να το δω ποτέ και όταν ψάχναμε το χειμώνα, το είδαμε και ήταν καλό γιατί μας έφερε στο κέντρο του χωριού και νιώσαμε λίγο περισσότερο κομμάτι της κοινότητας, αντί να είμαστε αποκομμένοι, στο περιθώριο –το οποίο ήταν επίσης ωραίο κατά τον δικό του παραισθησιογόνο τρόπο. Ήταν λοιπόν, ειλικρινά, το καλύτερο διαθέσιμο μέρος. Ψάχναμε για το καλύτερο δυνατό μέρος για να το στήσουμε και μόλις το είδαμε στην αρχή είπαμε οκ, είναι υπόγειο, αυτό θα ‘ναι δύσκολο, ίσως είναι ένα ηλίθιο μέρος για να κάνεις κάτι τέτοιο.
Αλλά τελικά είναι μια χαρά γιατί σε τέτοιο καιρό, τον Αύγουστο, ειλικρινά ευχαριστώ το Θεό που είμαστε στο υπόγειο και δεν χρειάζεται να τα βλέπω όλ’ αυτά και μπορώ να πέφτω σε ενός είδους χειμερία νάρκη για ένα μήνα και να επανέρχομαι στα τέλη Σεπτέμβρη –γιατί πρόκειται για τρέλα! Και τώρα, δέκα χρόνια αργότερα, βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση γιατί ο ιδιοκτήτης εδώ προσπαθεί να πουλήσει το κτίριο, το ήξερες αυτό;
…Όχι.
Οπότε θα μας πετάξουν έξω στο τέλος του χρόνου και αυτό ίσως να είναι το τέλος του βιβλιοπωλείου. Κάποιος προσέφερε στον ιδιοκτήτη 1 εκατομμύριο ευρώ για να χτίσει ένα κοσμηματοπωλείο εδώ για την κόρη του, έτσι ακούσαμε, οπότε πρέπει να βρούμε 1 εκατομμύριο ευρώ μέχρι το τέλος της περιόδου διαφορετικά… είμαστε τελειωμένοι.
…και για καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους, ποιό ουίσκι είχατε πιει τότε;
Για να είμαι ειλικρινής, τη νύχτα που είχαμε την ιδέα πίναμε κρασί. Αλλά όταν στήναμε το μαγαζί, εναλλάσσαμε μεταξύ του Johnnie Walker, το οποίο είναι πράγματι ωραίο στην Ελλάδα γιατί το βρίσκω λιγότερο γλυκό, και τότε μπορούσαμε να βρούμε ένα μπουκάλι Johnnie Walker για περίπου 13 ευρώ, και όταν ήμασταν πολύ φτωχοί πίναμε Old Smuggler, που ήταν χάλια… Αλλά το άλλο που πίναμε επίσης ήταν το Teacher’s και μπορείς να βρεις ένα βίντεο, κάπου στα βάθη του Youtube όπου κάναμε ένα ψεύτικο διαφημιστικό, εγώ ήμουν ντυμένος σαν μικρό αγοράκι και με τον φίλο μου κρύβαμε ένα μπουκάλι στο δωμάτιό μας για να πιούμε και μετά βλέπεις ξαφνικά έναν άντρα με μια ζώνη που κάνει κραααακ! και βλέπεις τη διαφήμιση: “Ουίσκι Teacher’s: αρκετά ήπιο για ένα αγόρι, αλλά αρκετά δυνατό για έναν άντρα!” Αυτά ήταν τα 3 ποτά της επιλογής μας εκείνον τον καιρό, ναι.
Σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τον κόσμο του βιβλίου, είναι γνωστό πως το να έχεις και να λειτουργείς ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους ταραγμένους καιρούς, μπορεί να γίνει πολύ δύσκολο. Ποιά είναι –ή έχει υπάρξει- η μεγαλύτερη δυσκολία σας, όντας βιβλιοπώλες εδώ; Τι γνώμη έχεις για τις τρέχουσες εξελίξεις λόγω των νέων κυβερνητικών αποφάσεων και για την ενιαία τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα;
Αρχικά, έχουμε μία μεγάλη δυσκολία αυτή τη στιγμή, το ότι βρισκόμαστε στην Οία, όπου οι τιμές των ακινήτων είναι εκτός ελέγχου. Αλλά δεν είμαστε ένα παραπαίον βιβλιοπωλείο. Διαβάζει κανείς όλες αυτές τις ιστορίες, ότι ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία και ότι τα βιβλιοπωλεία δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι. Μπορούμε να πληρώσουμε το νοίκι και αν ο ιδιοκτήτης το διπλασίαζε, πάλι θα μπορούσαμε να το πληρώσουμε. Έχουμε ένα όνομα, σταθήκαμε τυχεροί, οι δουλειές πάνε καλύτερα από ποτέ και βρισκόμαστε σε καλό σημείο, προφανώς.
Το μεγάλο πρόβλημα εδώ είναι, επαναλαμβάνω, ότι πρέπει να ανταγωνιστείς κοσμηματοπωλεία. Πολλές από τις παραδοσιακές δυσκολίες δεν παρουσιάζονται εδώ. Έχουμε πολλούς τουρίστες που θέλουν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό, μια διεθνή επιλογή, είναι διαφορετικά από το να έχεις βιβλιοπωλείο στην Αθήνα. Τώρα, όταν είδαμε ότι ο κόσμος δεν ήθελε να παραφορτώνει τις βαλίτσες του, αρχίσαμε να κάνουμε τα δικά μας βιβλία που μπορούν να σταλούν μέσω ταχυδρομείου, κάτι που απαιτεί μηδενικό χώρο και αυτό δούλεψε. Όλοι αυτοί οι μπελάδες απλώς αναγκάζουν τους βιβλιοπώλες να γίνουν πιο δημιουργικοί. Καταφέραμε να το πετύχουμε αυτό από καιρό σε καιρό, με τη βοήθεια λίγου ουίσκι, ξέρεις για να γίνουμε πιο δημιουργικοί, και συνεχίζουμε να επινοούμε νέους τρόπους. Αυτό έχει λειτουργήσει για δέκα χρόνια και το βλέπεις και ‘συ, λειτουργεί το γαμημένο!
… η καλύτερη συλλογή σπανίων και παλαιών βιβλίων ανατολικά του Βερολίνου
Όσο για την ενιαία τιμή, νομίζω ότι είναι κάπως κοντόφθαλμο γιατί σε κάποιον που φέρνει βιβλία από την Αθήνα όπου εδράζονται όλοι σχεδόν οι εκδότες, σε σχέση με κάποιον που παίρνει βιβλία στην Αθήνα, του κοστίζει ακριβότερα λόγω του κόστους των μεταφορικών. Λέω κάποιες φορές στον κόσμο, αν για παράδειγμα βρεις ένα βιβλίο στην Αθήνα που να κοστίζει 14 ευρώ και εδώ το πουλάμε 15, είναι επειδή πρέπει να το φέρω εδώ στη Σαντορίνη για σας, και ο κόσμος το καταλαβαίνει.
Δεν έχεις ενιαία τιμή στα κοσμήματα, δεν έχεις ενιαία τιμή στη μπύρα, αν τελικά έτσι πρέπει να παιχτεί το παιχνίδι, τότε εγώ μένω έξω απ’ αυτό. Φυσικά δεν θα ξέρω αρκετά γι’ αυτό μέχρι να δω όντως τους κανονισμούς· ρωτάω το λογιστή μου, αυτός μου δίνει τις παραμέτρους και μετά εγώ παίζω τέννις ανάμεσα στις γραμμές. Ναι, δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος που θα μπορούσες να ρωτήσεις, για να είμαι ειλικρινής…
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Σαντορίνη, εξαιρώντας τα καθημερινά δρομολόγια πλοίων και αεροπλάνων που καταφθάνουν διαρκώς, πρέπει να μέτρησα ήδη πάνω από 8-9 διαφορετικά κρουαζιερόπλοια που φέρνουν τουρίστες στο νησί. Αυτό αντανακλάται κάπως στην πώληση βιβλίων; Η πελατεία του βιβλιοπωλείου σας αποτελείται κυρίως από περαστικούς επισκέπτες ή από μόνιμους κατοίκους;
Ναι. 95% της δουλειάς μας, ίσως και περισσότερο, προέρχεται από τους τουρίστες. Το χειμώνα παραμένουμε ανοιχτοί και έχουμε 1 ή 2 τουρίστες τη μέρα. Σε κάποιους ντόπιους αρέσει να κάθονται στο μαγαζί όλη μέρα και να αγοράζουν βιβλία, αλλά αυτοί είναι πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι πελάτες μας είναι τουρίστες. Δεν με επηρεάζει αυτό. Κατ’ αρχάς γιατί είμαστε το μόνο βιβλιοπωλείο. Αν δεν τους αρέσουν αυτά που έχω μπορούν να πάνε στο άλλο βιβλιοπωλείο το οποίο όμως δεν είναι το ίδιο καλό, διαφορετικά το μόνο άλλο αγγλικό βιβλιοπωλείο βρίσκεται 500 μίλια μακριά. Παίρνεις αυτό που έχουμε ή πας σπίτι σου ή κάτσε να βλέπεις βίντεο στο Youtube. Ειλικρινά δεν με ενδιαφέρει.
Νομίζω ξέρουμε τι μας αρέσει και αν στον κόσμο αρέσει το μαγαζί, του αρέσει και το γούστο μας –ποτέ μου δεν έδωσα δεκάρα τσακιστή για το τι αρέσει σε οποιονδήποτε άλλον. Δεν βρίσκουμε μόνο το βιβλίο που μας αρέσει, βρίσκουμε επίσης τη σχεδίαση, το εξώφυλλο και αυτό κάνει τη διαφορά και ο κόσμος ανταποκρίνεται σ’ αυτό. Οι τουρίστες είναι κι αυτοί απλώς άνθρωποι, κάπως έτσι πρέπει να το σκέφτεσαι.
…μου ζητούν τις "Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι" ενώ έχω ολόκληρο τμήμα από καλά βρώμικα βιβλία! Georges Bataille, Henry Miller, τέτοια πράγματα.
Από πλευράς εισροών, τα νούμερα μας βοηθάνε λίγο αλλά μέρες σαν κι αυτή, που είναι μια από τις πιο πολυάσχολες του χρόνου, η επιχείρηση δεν τα πάει καλύτερα χάρη σ’ αυτά. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι από τα κρουαζιερόπλοια που τρώνε σχεδόν 4 ώρες μόνο για να φτάσουν στην Οία η οποία είναι πηγμένη στον κόσμο και αυτοί έχουν ίσως μία, δύο ώρες να ξοδέψουν στην Οία, δεν έχουν χρόνο για βιβλιοπωλεία - επομένως δεν έχω κι εγώ χρόνο γι’ αυτούς. Δεν μπορώ να προσπαθήσω να πουλήσω περισσότερο -μερικοί λένε πούλα περισσότερες καρτ-ποστάλ!- δεν μπορώ, θα τρελαινόμουν. Δεν με νοιάζει. Δεν θα μας κάνω ένα μαγαζί για καρτ-ποστάλ, δεν πρόκειται να πουλάω γυάλινες χιονόμπαλες, δεν πρόκειται να κάνω τίποτε απ’ αυτά.
Οι άνθρωποι που όντως ενδιαφέρονται είναι αρκετοί για μας, ενδιαφέρονται γιατί εμείς ενδιαφερόμαστε για βιβλία. Το να ανησυχείς για τα κρουαζιερόπλοια είναι σαν να ανησυχείς για τον καιρό, ξέρεις. Μπορείς να παραπονιέσαι αλλά αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Έρχονται άνθρωποι από τα κρουαζιερόπλοια και ζητούν τις “Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι”, ενώ έχω ολόκληρο τμήμα από καλά βρώμικα βιβλία! Georges Bataille, Henry Miller, τέτοια πράγματα και αυτοί έρχονται και μου ζητάνε τις “Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι”! Οπότε λέω στο αγόρι του ζευγαριού, θα με ευχαριστείς όταν διαβάσει αυτό αντί για τις "Πενήντα αποχρώσεις" γιατί τώρα θα έχει μερικές πραγματικές ιδέες και θα είναι χαρούμενη, και εσύ θα γίνεις πολύ πιο χαρούμενος, οπότε όλοι κερδίζουν μ’ αυτόν τον τρόπο…
Οπότε θα έλεγα, αντί να ρίξεις το επίπεδό σου για τα κρουαζιερόπλοια, ανέβασέ τα αυτά στο επίπεδό σου.
Παρατήρησα ότι ενώ παρουσιάζετε μια ευρεία γκάμα τίτλων, σε ότι αφορά τις ελληνικές εκδόσεις, είστε μάλλον φειδωλοί. Αυτό συμβαίνει λόγω του διεθνούς σας προσανατολισμού ή όχι; Θα ήθελες να μοιραστείς τη γνώμη σου αναφορικά με τις σύγχρονες ελληνικές εκδόσεις;
Οκ, αυτό είναι δικό μου λάθος. Είμαι ένας ηλίθιος, τεμπέλης Αμερικανός και ακόμη δεν μιλώ πολύ καλά ελληνικά, το οποίο είναι εντελώς ντροπιαστικό. Mea culpa, είναι εντελώς δικό μου σφάλμα το ότι δεν μπορώ να διαβάσω στα ελληνικά.
Μπορώ να διαβάσω τις λέξεις «μύθος», «πρίγκιπας» πολύ αργά στα ελληνικά αλλά αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Και είναι φρικτό το ότι δεν μπορώ. Σχετικά με το μέγεθος του τμήματος, βασικά νομίζω πως είναι μάλλον ικανοποιητικό, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο τμήμα μας. Εννοώ, τα περισσότερα είναι στα αγγλικά γιατί αυτή είναι η γλώσσα την οποία διαβάζουν και αγοράζουν οι περισσότεροι, αλλά βλέπεις ότι το νησί δεν είναι ακριβώς ένα ελληνικό νησί, η Σαντορίνη δεν είναι ακριβώς Ελλάδα. Οπότε θέλω αυτό να το έχω, και θέλω επίσης να έχω ένα βιβλιοπωλείο για την κοινότητα. Πολλοί άνθρωποι έρχονται και ζητούν να πάρουν ένα βιβλίο για τον εαυτό τους, οπότε ακριβώς αυτό κάνουμε και τους το δίνουμε. Αλλά το ελληνικό τμήμα δεν είναι πολύ μεγάλο και αυτό είναι εντελώς δική μου ευθύνη.
Αλλά ξέρεις κάτι; Οι Έλληνες εκδότες είναι όντως αρκετά καλοί. Ίσως είναι λιγάκι ανεπαρκής η ποσότητα των εκδόσεων, αλλά για μια χώρα τόσο μικρή όσο η Ελλάδα και μια γλώσσα που δεν τη μιλάει κανείς άλλος, υπάρχουν πολλά πράγματα μεταφρασμένα στα ελληνικά. Υπάρχουν πολλοί μικροί εκδότες, υπάρχει αυτή η παράδοση του να έχεις ένα βιβλιοπωλείο και να εκδίδεις παράλληλα και αυτό είναι τέλειο. Και πάντοτε υπήρξαν πολύ ευγενικοί μαζί μας και νομίζω ότι οι ελληνικές εκδόσεις είναι γενικά καλές. Τα βιβλιοπωλεία είναι λίγο ακριβά εδώ συγκριτικά, αλλά πρόκειται για την Ελλάδα, όχι για την αγγλική αγορά. Νομίζω ότι γι’ αυτά που κάνουν, οι ελληνικές εκδόσεις είναι διαολεμένα καλές! Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα, αλλά υπάρχει το εμπόδιο της γλώσσας –το οποίο είναι δικό μου λάθος.
Είστε επίσης και εσείς εκδότες με μια ενδιαφέρουσα, καλειδοσκοπική μπορώ να πω σειρά εκδόσεων που εκτείνεται από τον οδηγό του Atlantis για το νησί, το «The Atlantis Books guide to Santorini», μέχρι το «On the decay of the art of lying» του Μαρκ Τουέιν (την «Τέχνη του ψεύδους», όπως είναι γνωστό το βιβλίο στα ελληνικά). Πώς πήρατε αυτή την απόφαση και ποια τα σχέδιά σας σχετικά με την εκδοτική σας δραστηριότητα;
Λοιπόν, σίγουρα δεν είμαστε ο Πατάκης ή κάτι τέτοιο. Αλλά μερικά χρόνια πριν, με όλα τα σκατά που συμβαίνουν λόγω κρίσης, αυτό που με ενόχλησε πιο πολύ απ’ όλα ήταν οι περιορισμοί στις αποσκευές… Γιατί ο κόσμος δεν έχει πρόβλημα να μπαίνει σ’ ένα κοσμηματοπωλείο και να ξοδεύει 500 ευρώ για ένα βραχιόλι –γιατί ένα βραχιόλι είναι μικροσκοπικό- αλλά απ’ την άλλη, θέλουν να αγοράσουν ένα βιβλίο για 15 ευρώ και λένε: «Αχ, δεν μπορώ να το χωρέσω στη βαλίτσα μου γιατί αν η βαλίτσα είναι πάνω από 8 κιλά θα πρέπει να πληρώσω 40 ευρώ!» και εγώ σκεφτόμουν: «Γάμησέ το, Σοβαρά τώρα;»
Οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε βιβλία που απαιτούν μηδενικό χώρο στη βαλίτσα σου. Και το άλλο ωραίο μ’ αυτό, είναι ότι το να παίρνεις ένα βιβλίο που προορίζεται να προσφερθεί μέσω ταχυδρομείου, είναι μια όμορφη τελετουργία. Ξέρεις, δεν το κάνουμε πια αυτό. Να γράψεις ένα μικρό γράμμα λέγοντας: «Διάβασα αυτό και σε σκέφτηκα», είναι κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με το Kindle, με ένα ηλεκτρονικό βιβλίο, και αναπτύσσει την προσωπική ανταλλαγή βιβλίων. Οπότε αρχίσαμε να τα φτιάχνουμε στο χέρι στο πίσω μέρος του μαγαζιού και δούλεψε, και τώρα τα πουλάμε σε μερικά άλλα βιβλιοπωλεία που ξέρουμε διάσπαρτα ανά την υφήλιο κόσμο και κάνουμε όλο και περιπλοκότερα πράγματα.
Βλέπεις πια ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο φτιάχνουν επίσης τα δικά τους βιβλία στο βάθος του μαγαζιού. Στην Αμερική για παράδειγμα δεν το βλέπεις σχεδόν ποτέ αυτό, όλη αυτή η παράδοση έχει χαθεί. Μ’ αρέσει λοιπόν που μπορώ να το κάνω και ο κόσμος το αντιλαμβάνεται επίσης και αποκτά μια σύνδεση μ’ αυτό, γιατί βρίσκονται στο μαγαζί και βλέπουν αυτά τα βιβλία να φτιάχνονται, επομένως… πιάνει.
Έφυγα απ’ το βιβλιοπωλείο σας με δύο αντίτυπα του χάρτη – οδηγού σας για το νησί και ένα αντίτυπο του «Ο Θρύλος του Αγίου Πότη» του Joseph Roth, αλλά η αλήθεια είναι ότι για μισή ώρα σχεδόν μου έτρεχαν τα σάλια κοιτάζοντας τις σπάνιες πρώτες εκδόσεις του «Οδυσσέα» του James Joyce και του «Καζίνο Ρουαγιάλ» του Ian Fleming. Ποιο είναι το σπανιότερο βιβλίο που έχετε πουλήσει ποτέ; Η ύπαρξη τους σηματοδοτεί μήπως μια στροφή σας προς τον κόσμο των συλλεκτικών παλαιών βιβλίων;
Ξεκίνησε πριν περίπου 4 χρόνια, όταν ένας φίλος μου από το Παρίσι ήρθε να με επισκεφθεί και έφερε μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη βιβλία –όμορφα, παλιά αντίτυπα, αλλά όχι τίποτα τρομερά πολύτιμο. Ήταν κυρίως από τις δεκαετίες του ’30, του ’40, ωραίες παλιές εκδόσεις, θα ήμουν κύριος να τις έχω στο μαγαζί… Μου είπε ότι θα μπορούσα να τα πουλήσω ως και 60 δολάρια και του απάντησα: «Ποιός θα ξοδέψει τόσα λεφτά για ένα βιβλίο, πρέπει να τρελάθηκες!».
Αλλά έπιασε επειδή αρέσει στον κόσμο ένα όμορφο, παλιό αντίτυπο του Hemingway ή του Καζαντζάκη για δώρο. Έχουν αυτόν το δεσμό με το αντικείμενο και λειτούργησε, το ένα πράγμα έφερε το άλλο και έχει πλάκα! Πρέπει ξέρεις, να κυνηγήσεις μερικά και να ψάξεις, να κάνεις διασυνδέσεις σ’ όλον αυτόν τον διαφορετικό, υπερσπασικλο-κόσμο των συλλεκτών! Νομίζω πως πλέον έχουμε την καλύτερη συλλογή σπανίων και παλαιών βιβλίων ανατολικά του Βερολίνου, βασικά…
Σκόπευα, αντί επιλόγου, να σου ζητήσω να μοιραστείς μαζί μας ένα σημάδι ελπίδας για την Ελλάδα.Έτυχε ωστόσο και μόλις ανακάλυψα τη σπηλιά των θαυμάτων του Σεβάχ του Θαλασσινού στη μορφή ενός εκπληκτικού, μικροσκοπικού βιβλιοπωλείου σε μια γωνιά του Αιγαίου και, για μένα, αυτός είναι ο απόλυτος οιωνός. Επομένως επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω κάτι άλλο, διεκδικώντας το βραβείο «κλισέ» της χρονιάς:
...ποιό είναι το δικό σου αγαπημένο βιβλίο;
Χμμ, λοιπόν, δεν θα απαντούσα ποτέ σ’ αυτή την ερώτηση αλλά όλες οι άλλες ήταν τόσο καλές, οπότε αυτή είναι μια ένδειξη φιλανθρωπίας μου προς εσένα (γέλια). Η εύκολη απάντηση για όλους στο βιβλιοπωλείο είναι το «Ανατολικά της Εδέμ» του Steinbeck, γιατί όταν ήρθαμε εδώ, όταν ήμασταν στο καράβι αυτό ήταν το βιβλίο που διάβαζα, οπότε έχω αυτό το συναισθηματικό δέσιμο μαζί του, και επιπλέον είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο. Αλλά το τελείωσα και το έδωσα στον Κρις, ένα απ’ τα άλλα παιδιά και μετά αυτός το έδωσε σε κάποιον άλλον και τελικά όλοι το διαβάσαμε την ίδια περίοδο, οπότε όποιος το διάβαζε ήταν σε φάση: «Γαμώτο, μπορείς να πιστέψεις τι έκανε η Κάθυ;» και οι υπόλοιποι έλεγαν: «Ναι, ναι, συνέχισε να διαβάζεις…». Ακόμη έχω αυτό το παλιό αντίτυπο δίπλα στο κρεβάτι μου.
Φαίνεται σαν σκουπίδι πια μετά από τόσους ανθρώπους που το έχουν πιάσει στα χέρια τους να το διαβάσουν, νομίζω κιόλας ότι λείπουν οι τρεις τελευταίες σελίδες, οπότε δεν ξέρεις καν τι γίνεται στο τέλος, αλλά αυτό είναι σίγουρα το αγαπημένο μου συναισθηματικά. Ο Steinbeck το έγραψε προς το τέλος της καριέρας του, είχε ήδη κερδίσει κάθε βραβείο, ήταν πολύ επιτυχημένος και αυτό ήταν το τελευταίο μεγάλο του βιβλίο. Έτσι οι εκδότες τύπωσαν 1.500 αντίτυπα για εκείνον για ιδιωτική διανομή και τα έδωσαν στους φίλους τους και αυτός τα υπέγραψε και τα έδωσε στους δικούς του φίλους. Υπέγραψε κάθε ένα απ’ αυτά τα αντίτυπα, δεν μοιάζει με ένα κανονικό βιβλίο αλλά μάλλον μ’ ένα φανταχτερό αντικείμενο και έχω ένα απ’ αυτά τα αντίτυπα, το οποίο βρίσκεται τώρα πίσω από το γραφείο μου, πράγμα που δείχνει μια εξέλιξη, εννοώ ότι ίσως γίναμε αστοί, ξέρω ‘γω…
Τέλος πάντων, είναι ένα πανέμορφο βιβλίο το οποίο πραγματεύεται την επιλογή. Σε τελική ανάλυση, θυμόμαστε ότι σταθήκαμε πολύ τυχεροί που βρεθήκαμε εδώ, οι Έλληνες μας καλωσόρισαν στη χώρα σας με τον πολύ ξεχωριστό τους τρόπο –είναι επιλογή του καθενός να το κάνει αυτό και εμείς θέλουμε να το κρατήσουμε ζωντανό.
Σε ευχαριστούμε, Craig.
*Η ορίτζιναλ εκδοχή της συνέντευξης στα αγγλικά βρίσκεται ένα κλικ πιο πέρα!