“Ι don’ t know if you have noticed dear, but life in Casablanca is cheap”, ψελλίζει κάποιος στην Ilsa. Ένας άλλος homo sacer του Agamben, σε ένα πιο φωταγωγημένο Γκουαντάναμο. Από τη Βιέννη του “Everybody comes to Rick’s” και το σανίδι, στο σπάσιμο του τέταρτου τοίχου και στην άλλη εκδοχή, του Curtiz, με μόνο φυσικό τοπίο, το αεροδρόμιο του Los Angeles.
Homo sacer είναι ο άνθρωπος που κανείς μπορεί να τον σκοτώσει ατιμωρητί, καθώς η ζωή του δε μετρά πια ενώπιον του νόμου. Όπως ακριβώς η ζωή του Στράσερ, τη στιγμή που ο Rick τον σκοτώνει προκειμένου να διασώσει τον Laslo μαζί με την Ilsa. Στο χωνευτήρι της προτελευταίας στάσης, δε μετράει ποιος πάει και ποιος έρχεται, μοναχά ποιος μένει. Η Casablanca, ακριβώς όπως και οι σταθμοί των τρένων, δεν είναι παρά ένα πέρασμα. Και κάθε πέρασμα διαρκεί από απειροελάχιστες ώρες μέχρι μόλις μερικές ημέρες. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τα γερμανικά στρατεύματα, πολλοί αναζητούν να καταφύγουν στην Αμερική. Άλλοι καταφέρνουν όντως να φύγουν, και άλλοι μένουν, καθώς αδυνατούν να βγάλουν άδεια για να περάσουν με αεροπλάνο στη Λισαβόνα και έπειτα από εκεί, στην πολυπόθητη γη της Επαγγελίας.
Τι γίνεται όμως με εκείνο το υπεραπλουστευμένο : «Τι κάνει ο μαλάκας»; που μας αφήνει η επιλογή του Humphrey Bogard να χαρίσει τα εισιτήρια για τη φυγή στην Ingrid Bergman και στο σύζυγό της, αντί να αποδράσει επιτέλους μαζί της ενώ τα έχει ήδη όλα κανονισμένα;
Η Casablanca, ακριβώς όπως και οι σταθμοί των τρένων, δεν είναι παρά ένα πέρασμα
Βλέποντας τα πρωταρχικά φιλιά του Rick και της Ilsa, είναι σαν να τα διατρέχει η αβεβαιότητα μιας δεσπόζουσας χαρμολύπης. Ή αλλιώς jouissance. Όχι ευχαρίστηση ούτε enjoyment. Jouissance, όπου δεν είναι με βάση τον Lacan, ένα είδος απλών απολαύσεων, αλλά μια βίαιη εισβολή που προκαλεί περισσότερο πόνο παρά απόλαυση. Μια κατάσταση που θα μπορούσε εύκολα να παραλληλιστεί με την εισβολή και τη μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ξανά φυγή της Isla, στο bar του Rick, όπου τον κάνει να βουρκώσει φεύγοντας απότομα.
Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται ο Lacan τον Freud, συνοψίζεται στη διάκριση που κάνει από το τρίτο κεφάλαιο του «Εγώ και το Αυτό», στο φροϋδικό «Εγώ και Υπερεγώ (Ιδεώδες του Εγώ)». Το Ιδεώδες Εγώ, είναι η εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού του υποκειμένου ( το πώς θα ήθελα να είμαι, το πώς θα ήθελα να με βλέπουν οι άλλοι), εκείνη η εξιδανικευμένη κατοπτρική εικόνα του εγώ μου, που υπάγεται στο Φαντασιακό, όπως εύστοχα εξηγεί ο Ζίζεκ.
Για τον Rick, εκείνος ο «μικρός άλλος» δεν είναι παρά ο αντιστασιακός άλλος που είχε πολεμήσει ενάντια στο φασισμό στην Ισπανία, και παρόλο που διαρκώς αντιστέκεται και αρνείται να παραδεχθεί, κάνει τα πάντα για να παρέχει τη συντροφική του αλληλεγγύη στον Τσέχο αντιστασιακό Laslo. Το ιδεώδες του εγώ, δεν είναι παρά ο φορέας του οποίου το βλέμμα προσπαθώ να εντυπωσιάσω με την εικόνα του εγώ μου, ο μεγάλος Άλλος που με επιτηρεί και με ωθεί να κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ, το ιδανικό που προσπαθώ να ακολουθήσω για να πραγματώσω, συνεχίζει ο Ζίζεκ. Εδράζεται στο Συμβολικό και αποτελεί το σημείο της συμβολικής μου ταύτισης, το σημείο στον Μεγάλο Άλλο από το οποίο παρατηρώ (και κρίνω) τον εαυτό μου. Ο Μεγάλος, τρισμέγιστος Άλλος εδώ, δεν είναι παρά τα λαμπερά μάτια της Isla, όπου προκειμένου να καταλάβει την ανάγκη τη δική τους, αλλά και το πώς θέλουν να είναι, ο Rick, δεν έχει παρά να τους δώσει εκείνο που περιμένουν για να εντυπωσιαστούν. Να σώσει την ίδια μαζί με τον Laslo που πλέον αγαπά, να υποταχθεί στο “Please, take care for us all”, να ξεγελαστεί ηθελημένα και να πονέσει με το “I can’t live without you anymore. I did it once, but I can’t do it again”.
«Παίξε το As time goes by. Αν το αντέχει αυτή, το αντέχω κι’ εγώ. Παίξ'το».
Το υπερεγώ, είναι ο ίδιος φορέας, στην εκδικητική, σαδιστική, τιμωρητική του διάσταση. Υπάγεται στο Πραγματικό, και συνιστά τον σκληρό και ακόρεστο φορέα που βομβαρδίζει με απαιτήσεις μη πραγματοποιήσιμες. Δεν είναι άλλο από το Παρίσι. Δεν έχει να κάνει με τη φροϋδική ηθική συνείδηση. Αντιθέτως, αποτελεί τον αντι-ηθικό φορέα που στιγματίζει την ηθική προδοσία και γεμίζει το υποκείμενο με ενοχές. Όσο κι’ αν ήθελε να ρωτήσει έπρεπε να αρκεστεί σε εκείνο το απαράγραφο “No questions”. “ We said, no questions”. Πληγωμένος αλλά παράλληλα σταματημένος από το αδιάκοπο πώμα του “ We’ ll always have Paris”.
«Παίξε το As time goes by. Αν το αντέχει αυτή, το αντέχω κι’ εγώ. Παίξτο». Για να διατηρηθεί η κυρίαρχη τάξη, οι εισροές και οι εκροές, για να μείνουν όσοι δεν έχουν εναλλακτική. Όπως τότε που ο Οδυσσέας προκειμένου να πείσει τον Αχιλλέα να επιστρέψει στη μάχη, επικαλέστηκε τη μεταφορά του χρόνου ως καταστροφική δύναμη που υπονομεύει σταδιακά τη φυσική ιεραρχική τάξη: με το πέρασμα του χρόνου οι παλιές ηρωικές σου πράξεις, θα ξεχαστούν, τη δόξα σου θα επισκιάσουν νέοι ήρωες- αν θες λοιπόν να συνεχίσεις να λάμπεις στην πολεμική σου δόξα, έλα πίσω στη μάχη.
Αντ’ αυτού γυρνά την πλάτη. «Λούις, νομίζω πως αυτή είναι η αρχή μίας υπέροχης φιλίας». Και ως άλλο ένα έγκλημα του Ντοστογιέφσκι: Έτσι η σκόνη επιστρέφει στη γη. Οπότε….