του Βαγγέλη Δαρούσου, μέλους της αρχισυντακτικής ομάδας του Kaboom
***
Έκλεβε αναπτήρες, ήξερε ότι έκλεβε αναπτήρες, και έκλεβε αναπτήρες φτηνούς γιατί τους ακριβούς τους καταλάβαινε ότι τους έκλεβε και δεν τους έπαιρνε, αλλά η βρωμερή και κακή του συνήθεια ήταν να κλέβει μικρούς φτηνιάρικους αναπτήρες, κι όσο πιο φτηνιάρικοι οι αναπτήρες τόσο το χειρότερο για αυτόν μετά
γιατί είχε τύψεις.
Ε και τέλος πάντων το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν που είχε τύψεις μην στερήσει τους αναπτήρες τους φτηνιάρικους από κανέναν, γιατί κι αυτουνού κάμποσους του είχανε ψειρίσει - και μάλιστα μια φορά στο Au Revoir στην Πατησίων του ‘χανε κλέψει κι έναν καλό αντιανεμικό με μια γαλέρα πάνω - και το σύμπαν δεν πίστευε, τέλος πάντων, ότι μπορούσε να χρωστάει τίποτα σε αυτόν , αφού καλός μαλάκας ήταν κι αυτός από καιρού εις καιρό, και γενικά δεν πίστευε ότι το σύμπαν είχε και καμιά ιδιαίτερη ιδιότητα, σαν τα σύννεφα που είχανε, όπως και να το κάνεις, ένα κάποιο ευρύτερο πλάνο κι ωστόσο το πρόβλημά του με το Σύμπαν ήταν
ότι έκανε στροφές.
Μέσα στα άλλα του προβλήματά τώρα είχε κι ένα ακόμα, γιατί είπε στον μπάρμαν να του βάλει το Jim Beam το μαύρο κι αυτός του ‘βαλε το άσπρο, κι αναγκαστικά τώρα έπρεπε να το πιει ή να κάνει τον έξυπνο στον μπάρμαν που τον έγραψε κανονικά και με τον νόμο, κι ωστόσο το θέμα που τον στρόφαρε τώρα δεν ήτανε απλά που έκλεψε πάλι αναπτήρα στο προηγούμενο μπαράκι, ήταν που πάλι θα βάραγε απόψε το Πιστόλι του Τσέχωφ - κι αν ακόμα δεν είχε ιδέα αν η ιστορία αυτή θα 'τανε για καλό ή για κακό, ήξερε καλά ότι όλες οι ιστορίες για κακό
ήτανε που έμπλεκε.
Aλλά τέλος πάντων, το πιστόλι του Τσέχωφ είναι που άμα βγαίνει στην ιστορία πάνω ένα πιστόλι, με κατάλαβες, πρέπει να πυροβολήσει κιόλας, αυτό δεν το έλεγε αυτός, του το ‘χε πει ένας λογοτέχνης στην Αθηνάς σε παράδρομο - τώρα ένας λογοτέχνης σένιος τι δουλειά έχει στην Αθηνάς σε παράδρομο, αλλά και ποιος ήταν αυτός να κρίνει έναν άνθρωπο της Τέχνης, όλοι μες στην καρδούλα τους έχουν μεγάλο ντέρτι, με κατάλαβες, άλλωστε στο κουρμπέτι κουτσαβάκης κι αυτός - αλλά το πιστόλι του Τσέχωφ το έμαθε, κι άπαξ κι έπιασε στα χέρια του αυτόν τον αναπτήρα τον ξένο κάτι έπρεπε να κάνει με αυτόν, και τι να κάνεις με τον αναπτήρα, ή τσιγάρο θα ανάψεις ή μπύρα θα ανοίξεις, με κατάλαβες, και αυτός έπινε ουίσκι, η κοπέλα δίπλα όμως
έβγαλε έξω τσιγάρα.
Έψαχνε πώς να ανάψει, ή έτσι φάνηκε, κι αυτός που είχε μια κάποια μανία με τις γυναίκες που φοράνε πέτσινα μπουφάν κι έχουνε υγρά μάτια κάπως του την έδωσε, δεν την είχε προσέξει πιο πριν -περίεργο τέτοιες μπούκλες ανάμεσα στα παγάκια του να βάλει φωτιά να τα κάψει όλα, του την βάρεσε - και ο Τσέχωφ τώρα, κατάλαβες, έτεινε τον αναπτήρα να της ανάψει το τσιγάρο, κι αυτή τον κοίταξε, ζαλίστηκε, μπορεί και να μην ζαλίστηκε, φαντασιακά και ιστορίες, ξέρεις, πάντως αυτή κάθισε να της
ανάψει το τσιγάρο.
Όχι ότι είχε τίποτα να αποδείξει σε κανένα, αλλά και τέλος πάντων το πειρατικό του Κάπταιν Τζίμμυ, και πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το νότο, κι αυτός που there is nothing you can show me that I haven’t seen before, ξέρεις, τα χρειάστηκε κομμάτι, είπε να σύρει το σαρκίο του να της πει και καμιά κουβέντα, κι ας είχε ξεχάσει να χαμογελάει, γιατί δεν αφήνεις ποτέ υγρά μάτια να πίνουν ουίσκι σκέτο χαράματα η ώρα τρεις, είπε να της πει κάτι για θάλασσα, ώχου τι μου τα λες τώρα, ξέρω παλιομοδίτικο - πάντως αυτή δεν είχε πρόβλημα, τον κοίταξε περίεργα, μα ήταν καλή η ιστορία του για την Φάτα Μοργκάνα και τους ορίζοντες και την Άβαλον, και τέλος πάντων κάτι έπρεπε να πει, και κατάλαβες, first we take Manhattan, then
we take Berlin.
"Μου αρέσουν τα μπαρ που έχουνε μαξιλαράκι στην άκρη της μπάρας" της είπε αυτός, "...για να ρίχνουνε άγκυρα ασφαλώς τα σαπιοκάραβα" του είπε αυτή, "...για να αράζεις να τσεκάρεις το πόπολο σα βατσιμάνης στη βάρδια" είπε αυτός, και "να είναι ανεπιτήδευτα σαν να μην σε έχουν ανάγκη είπε αυτή", "σαφώς, σαφώς· και να είναι από πάντα, σαν να τα κάλυψε η στάχτη από την έκρηξη" της είπε αυτός, "δείξε μου" του είπε αυτή, φύγανε, πήγανε στην Αθήνα παντού, πλάκες κάτω -μετά τσιμέντο πρώτα καθαρό, μετά βρώμικο - μετά 56 σκαλοπάτια για δυο τεκίλες, μετά δυο ουίσκι για να ακούσουν τζαζ στη τζαζ στα πόδια του λόφου, και μετά μπέρμπον να δουν τον γαλαξία στη Σταδίου, ώσπου κάτω από την Ακρόπολη κάπως σαν να πήγαινε πολύ, νόμισε, δεν το πήγαινε για καρτ-ποστάλ στην τελική, κατάλαβες, της λέει "πάμε να βρούμε τους γλάρους",
"πάμε" του αποκρίθηκε.
Κατεβαίνανε τη σεφερική Συγγρού Β΄, “η λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας κι αργοπορώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικά το κορμί της γοργόνας γυμνό, με ξέπλεκα ώς τον ορίζοντα μαλλιά”, αυτός όμως ποιητής δεν ήτανε, Φαβρίκιε, απλά εκτιμούσε την ποίηση, "να, εδώ είναι Πειραιάς, θα ακούσουμε τους γλάρους και θα πιούμε αλμυρά ουίσκια" της είπε αυτός, "στο φτερό της γοργόνας" του είπε αυτή, και κατέληξαν να δένουν κόμπο τα εκκρεμή του Φουκώ στο τελευταίο διαχρονικό μπαράκι του σύμπαντος κάτω από τις νότες του τελευταίου τζαζίστα, παρέα του τελευταίου μπάρμαν που άξιζε τον τίτλο τιμής, ένας αληθινός Σερ, ξέρεις, ήσυχο στενό ανήσυχα ταμπούρλα, η καρδιά να βαράει Μax Roach, for Big Sid, τα αυτιά να ακούνε Miles,
ασανσέρ για δολοφόνους.
"Θα σου πω ένα μυστικό του είπε αυτή", αυτός νόμισε ότι του έκανε πλάκα, "μην κορδώνεσαι, θα σου δώσω μια διεύθυνση" συνέχισε, "να είναι το τελευταίο καταφύγιο για όταν όλα πάνε στραβά", έβγαλε το χαρτάκι από τα τσιγάρα και κάτι έγραψε, κοφτά γράμματα, λίγο στρογγυλά και έβαζε πνεύματα, ποιος στα καλά του βάζει πνεύματα σήμερα σκέφτηκε μέσα του, "πάντα πάνε όλα στραβά" της είπε, "σύντομα θα πάνε όλα πιο στραβά και τότε να 'ρθεις" του γύρισε, σταματώντας να έχει την βαρύγδουπη πρόζα της τότε, κατάλαβες, αυτά ήταν για ταινίες με μεγάλα ασπρόμαυρα κάδρα και μάλλον πια το αντιλήφθηκε, πάντως ετούτη δα η ιστορία συνεχίστηκε και η διεύθυνση ήταν για να χρησιμοποιηθεί, γιατί κι αυτή πιστόλι του Τσέχωφ ήταν, κι ας μην το ήξερε αυτός, το ήξερε εκείνη, κι έφυγαν
πάνω στο χάραγμα.
Μόνο τον ουρανό ξέχασαν απόψε να τον κοιτάξουν, που δεν ήταν ουρανός μαύρος και καθαρός, ούτε απλά συννεφιασμένος μπλε ή γκρίζος σκούρος, τα χρώματα από το σύννεφο ήταν βαρύ μωβ, βαρύ στο κόκκινό του, σαν να ήταν η πόλη που τους σκέπασε απόψε ερείπια μιας πυρηνικής καταστροφής, ξέρεις, δυστοπική ιστορία, κομμάτι βαραθρώδης, μια γεύση σαν να αφήνεις τα χαρτιά, καημένε, στην άκρη με το άγχος να σε τρώει λίγο το λίγο από κάτω, ακόμη κι έτσι, ωστόσο, "Η όλη αξία στην τελευταία ζωντανή κατσαρίδα είναι η απελευθέρωση μιας επιθυμίας", είπαν μαζί κι οι δυο, "...που δεν υπάγεται, δεν συγχωρεί, δεν θάβεται, καίγεται μόνο, στάχτη και μπούρμπερη", συμφώνησαν και χωρίστηκαν, και πριν αλέκτωρ λαλήσει αυτός γύρισε να την ξαναδεί, μα δεν την είδε, καπνός, αλλά πάνω που κάποια γυναίκα, σκέφτηκε, κάποιος μπελάς, έκανε έτσι στην ταλαίπωρη καπαρντίνα του, από την μεριά της σκισμένης φόδρας κι έπιασε το χαρτάκι, όχι· το έσωσε, μετά κατάλαβε, θυμήθηκε, θα έρθει η ώρα της φωτιάς και φωτιά χωρίς καπνό δεν υπάρχει, κι όσο για φωτιά έσφιξε στο χέρι του έναν
μικρό, κλεμμένο αναπτήρα.
Έκλεβε αναπτήρες, ήξερε ότι έκλεβε αναπτήρες, και έκλεβε αναπτήρες φτηνούς γιατί τους ακριβούς τους καταλάβαινε ότι τους έκλεβε και δεν τους έπαιρνε, αλλά η βρωμερή και κακή του συνήθεια ήταν να κλέβει μικρούς φτηνιάρικους αναπτήρες, κι όσο πιο φτηνιάρικοι οι αναπτήρες τόσο το χειρότερο για αυτόν μετά
γιατί είχε τύψεις.
***
*Η ένθετη φωτογραφία είναι από το πειραιώτικο μπαρ Διαχρονικό, στο οποίο είμαι βαθιά ευγνώμων για την μπάρα του, τις ιστορίες του και τους αναπτήρες που του έχω κατά καιρούς απαλλοτριώσει .