Κατά τη διάρκεια των έξι τελευταίων χρόνων η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο, η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν μία ευρωπαϊκή ανθρωπιστική κρίση όπως και μία κρίση αξιών που επηρεάζει τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Σε απάντηση σε αυτήν την κρίση η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε τρία μνημόνια (τον Μάιο 2010, Φεβρουάριο 2012 και Ιούλιο 2015) που περιελάμβαναν από την μία πλευρά συμφωνίες δανειακής διευκόλυνσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την άλλη πλευρά κείμενα διακήρυξης μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που έπρεπε να ληφθούν με ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα. Tα μέτρα που διακηρύχθηκαν με τα μνημόνια ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο με την έκδοση εθνικών νομοθετημάτων. Η ψήφιση των επίμαχων νόμων προκάλεσε κοινωνικές αναταραχές, διαφωνίες στο κοινοβούλιο και πολιτικές αλλαγές. Ως εκ τούτου στην Ελλάδα σημειώθηκαν μία σειρά από πολιτικές αλλαγές, μεταξύ των οποίων ήταν η δημιουργία μιας κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ του δεξιού κόμματος «Νέα Δημοκρατία» και του σοσιαλιστικού κόμματος «ΠΑΣΟΚ» καθώς και η αριστερή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που ακολούθησε και ισχύει σήμερα, προκειμένου να εφαρμόσουν αυτά τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα.
Μερικά από τα μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο των μνημονίων που εφαρμόζονται σε χώρες της ευρωζώνης είναι τα εξής: Πρωτοφανής μείωση των μισθών , μείωση επιδομάτων και συντάξεων δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλαγές στον τομέα δημόσιας υγείας, καθώς και περιορισμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων με αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό των δικαιωμάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Επιπλέον στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός έχει οριστεί κάτω από το όριο της φτώχειας, η απόλυση γίνεται ουσιαστικά χωρίς νομικούς περιορισμούς και οι εγγυήσεις για τη μερική εργασία έχουν αφαιρεθεί. Εν τω μεταξύ, οι μεταρρυθμίσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχουν προκαλέσει σημαντικές μειώσεις των επιδομάτων οποιασδήποτε κατηγορίας και έχουν μεταβάλλει σημαντικά τις δυνατότητες πρόσβασης στις παροχές. Η φορολογία αυξήθηκε στο εισόδημα αλλά και τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που καταναλώνονται.
Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης ήταν πολύμορφες, αφού πολλά δικαιώματα επηρεάστηκαν από τα αμφιλεγόμενα μέτρα λιτότητας. Πιο συγκεκριμένα, τα μέτρα λιτότητας έχουν επηρεάσει όχι μόνο «οικονομικά» δικαιώματα που προστατεύονται από το νόμο, όπως η οικονομική ελευθερία, η απασχόληση, οι μισθοί, η ατομική περιουσία αλλά και κοινωνικά δικαιώματα και μέσω αυτών θεμελιώδεις αξίες όπως η υγεία, η ισότητα, το κράτος πρόνοιας και τελικά η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Σύμφωνα μάλιστα με τα στατιστικά της Eurostat η χώρα μας κατατάσσεται, τον Ιούλιο του 2016, στην πρώτη θέση όσον αφορά την ανεργία.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 93§4 του Συντάγματος, «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.» Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι το ελληνικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφασίσει τελικά για την συνταγματικότητα αυτών των αμφιλεγόμενων νόμων.
Πράγματι, στην Ελλάδα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε τη συνταγματικότητα των περιορισμών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής με μια σειρά από κρίσιμες αποφάσεις.
Οι αποφάσεις αυτές εγείρουν άμεσα το ερώτημα: ποιο είναι το κατώτατο όριο των περιορισμών πέρα από το οποίο τα μέτρα λιτότητας δεν είναι ανεκτά από συνταγματική άποψη καθώς μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την προστασία των βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων; Θα μπορούσε το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια να αποτελέσει αυτό το κατώτατο όριο των επίμαχων περιορισμών;
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε επί του θέματος παραβίασης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με τις αποφάσεις σχετικά με τη μείωση των μισθών και των επιδομάτων για τους δημοσίους υπαλλήλους (Συμβούλιο της Επικρατείας 668/2012, 1283-1286 / 2012). Με τα μέτρα αυτά, το βιοτικό επίπεδο της καθημερινής ζωής των Ελλήνων πολιτών έχει επηρεαστεί και συχνά πέσει στο όριο της φτώχειας. Επί του παρόντος, 22,1% των Ελλήνων πολιτών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ή κάτω από συνθήκες οι οποίες μπορεί να αναμένεται ότι δεν εγγυώνται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ένα εύλογο ελάχιστο εισόδημα είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για την αξιοπρεπή ζωή του καθενός και αποτελεί προϋπόθεση για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων κάθε ατόμου και τη συνεργασία όλων για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Επιπλέον, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι μέρος του πυρήνα της Σύμβασης, όπως υποστήριξε σε άρθρο ο δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κ. Λίνος Αλέξανδρος Σισιλιάνος «Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμέτωπο με την Ευρώπη σε κρίση». Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομολογία του ίδιου του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι η «ουσία» της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η ιδέα ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποτελεί πρωταρχικό στόχο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι στη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σε αρκετές περιπτώσεις. Επιπλέον, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ωστόσο, όλες αυτές οι νομικές εγγυήσεις δεν εφαρμόζονται στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, προκειμένου να διασφαλιστεί ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός, δηλαδή το «δημόσιο συμφέρον».
Σε αντιπαραβολή με την κατοχύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο ευρωπαϊκό δίκαιο και λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα στοιχεία από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), που αποδεικνύουν τις οικονομικές δυσκολίες των Ελλήνων πολιτών, διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα το δικαίωμα στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι πολύ περιορισμένο. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία, σε μια υπόθεση κατά των μέτρων λιτότητας στην Ελλάδα, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κατώτατος μισθός που καταβάλλεται στους νέους φαίνεται τώρα να είναι κάτω από το όριο της φτώχειας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή κοινωνικών δικαιωμάτων απόφαση 66/2011, 23 Μαΐου 2012, § 64 και 65). Επομένως, σύμφωνα με αυτή τη νομολογία, η μείωση των αμοιβών υπονομεύει την ίδια την ουσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κατώτατος μισθός στα όρια αυτά σε κάθε περίπτωση αποτελεί απαίτηση των δανειστών, ωστόσο υπάρχουν άλλες, ισοδύναμες λύσεις. Για παράδειγμα, αντί της οριζόντιας μείωσης των αποδοχών και της οριζόντιας αύξησης των φορολογικών επιβαρύνσεων θα μπορούσε να προταχθεί από το νομοθέτη ως λύση η μείωση των αποδοχών και η επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων, αναλόγως του εισοδήματος εκάστου, μετά από σύντομη ad hoc εκτίμηση προσωπικών δεδομένων και της προσωπικής περιουσιακής κατάστασης, καθώς και η εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων για την είσπραξη των φόρων από μεγαλοοφειλέτες. Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι, χαρακτηριστικές είναι οι παρατηρήσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, για την έλλειψη προβλεπόμενων στο Σύνταγμα εκθέσεων/ οικονομοτεχνικών μελετών για την ως άνω στάθμιση ( βλ. ενδεικτικά έκθεση επιστημονικής υπηρεσίας της βουλής Αθήνα, 6.11.2012), ενώ “κοινώς γνωστή” χαρακτηρίζεται η εκτεταμένη και μοναδικής διάστασης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και εκτίθεται ότι «τα ανείσπρακτα βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο ανέρχονται σε τεράστιο ποσό, που υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ» ( ΣτΕ 1620/2011, σκέψη 6).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο νομοθέτης θα έπρεπε να προβλέπει έναν«απαραβίαστο κατώτατο μισθό» - ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ως δίχτυ ασφαλείας που θα μπορούσε να διασφαλίσει το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Σίγουρα, τα κοινωνικά δικαιώματα και η αξιοπρεπής ζωή εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κάθε χώρας. Ωστόσο ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι αποδεκτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος υπονόμευσης της αρχής του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, το οποίο θα πρέπει να προστατεύεται ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Πράγματι, τέτοιες περίοδοι είναι ακριβώς εκείνες όπου υπάρχει ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυθαίρετων πράξεων εκ μέρους του κράτους και του νομοθέτη. Στα πλαίσια του Κράτους δικαίου δεν αποκλείονται οι εξαιρετικές περιστάσεις ανάγκης, όπως η κατάσταση πολιορκίας που αναφέρεται στο άρθρο 48 του Συντάγματος, που συνεπάγονται παρέκκλιση από τους κανόνες της συνήθους νομιμότητας. Πλην όμως οι εξαιρετικές περιστάσεις αυτές πρέπει να ρυθμίζονται ρητώς και να αντιμετωπίζονται από το ίδιο το Σύνταγμα, να αποτελούν δε αντικείμενο στενής ερμηνείας και οι συνέπειες τους να έχουν ως όριο την αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, ελλείψει αντίστοιχης συνταγματικής πρόβλεψης καλείται ο ακυρωτικός δικαστής να οριοθετήσει αυτή τη «γκρίζα περιοχή» που αποτελεί το δίκαιο της ανάγκης και να εξασφαλίσει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει να θέσει με τις αποφάσεις του ως το απώτατο όριο - την έσχατη κόκκινη γραμμή, την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, έχοντας υπόψη πάντοτε το ρητό του Κικέρωνα «salus populi suprema lex esto».