Ρόλοι μάς μοιράζονται... Τους ρόλους μας παίζουμε πηγαίνοντας σχολείο, πιάνοντας δουλειά, ψηφίζοντας, όταν ερωτευόμαστε, κάνοντας παιδιά. Δεν μπορούμε να πούμε όμως ότι μας πηγαίνουν όλοι γάντι ή ότι είναι όλοι για Oscar!
Είναι αλήθεια πως αν και αυτοί οι ρόλοι είναι πολυάριθμοι, η μετάβαση από τον έναν στον άλλον είναι ακαριαία, ασυνείδητη, αυθόρμητη. Παρά την ποικιλία τους όμως θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα διαχωρισμό σε δύο κατηγορίες : έτσι από τη μία θα έχουμε αυτούς που μας χαρίζουν εξουσία και από την άλλη εκείνους που μας υποβάλλουν στην εξουσία άλλων. Συχνά μάλιστα οι σχέσεις μας δεν είναι παρά πρόσφορα πεδία μάχης για την επικράτηση μας στον άλλον.
Όμως τι γίνεται σε εκείνες τις σχέσεις που οι ρόλοι εξουσιάζοντος-εξουσιαζομένου μπερδεύονται και η εξουσία φαίνεται να μην έχει λόγο ύπαρξης; Παρατηρούσα τις πελάτισσες ενός κομμωτηρίου: κυρίες περιποιημένες, με τις τσάντες τους, τα φουλάρια τους, τα ψηλά τους τα παπούτσια και γενικά όπως πρέπει. Κυρίες που πιθανότατα αν τις συναντούσαμε στο χώρο εργασίας τους ή ακόμα και στο χώρο αναμονής ενός ιατρείου θα μας έκαναν να σκεφτούμε θετικά για τους τρόπους τους και την ευγένειά τους. Αλλά σε αυτό το κομμωτήριο κάτι άλλο έβγαινε από μέσα τους... Το ότι βρίσκονταν εκεί προκειμένου κάποιες άλλες γυναίκες να τις περιποιηθούν τις έκανε να θέλουν να υπερισχύσουν. Εξάλλου πώς αλλιώς να εξηγηθούν τόσες φωνές για μία αλογοουρά που δεν έδειχνε αρκετά ατημέλητη μετά από ένα μπουκάλι λακ που είχε αδειάσει πάνω της, ύστερα από τις έντονες παραινέσεις της ίδιας της πελάτισσας «βάλτε καλέ και λίγη λακ να μου κρατήσουν μέχρι το βράδυ!» (να πιάσουν και τόπο τα λεφτά!).
Η εξουσία που έχουν στα χέρια τους εκείνη την ώρα αυτές οι κυρίες είναι του τύπου «με την κυρά μου και τον παρά μου». Το ερώτημα όμως είναι γιατί όταν βρίσκεται έστω και αυτή η τόση δα μικρή εξουσία στα χέρια μας δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε και αποφασίζουμε αβίαστα να παίξουμε το ρόλο του τυράννου; Είναι άραγε όλοι όσοι βρίσκονται σε υπερέχουσα θέση ( πελάτες, αστυνομικοί, γονείς, δάσκαλοι, ακόμη και οδηγοί λεωφορείων που ενώ σε βλέπουν να τρέχεις λες και συμμετέχεις στους Ολυμπιακούς δε δέχονται να κρατήσουν την πόρτα «τους» ανοιχτή) καταδικασμένοι να αδικήσουν; Σίγουρα όχι... Αλλά πάντα κάτι λείπει, έτσι δεν είναι; Μου φαίνεται λοιπόν ότι αν έγινε κάποιο λάθος στη διανομή και κάποιος ρόλος δεν είναι ακριβώς στα μέτρα μας δημιουργείται μία αμηχανία, ένα ανικανοποίητο και στο τέλος βέβαια μια ανάγκη να βρούμε την αξία μας.
Ένας αποδεδειγμένα αναποτελεσματικός και παρ’ όλ’ αυτά πρώτος σε επιλογές τρόπος προκειμένου να βρούμε αυτήν την πολυπόθητη αξία, είναι η επιβολή των κανόνων μας, του τρόπου μας και των απόψεών μας στους άλλους. Βεβαίως τα πράγματα θα ήταν απλά εάν οι πράξεις μας δεν επηρέαζαν κανέναν, περιπλέκονται ωστόσο εφόσον αναγκαστούμε να υπακούσουμε και εμείς με τη σειρά μας σε κανόνες άλλων. Ο Βασίλης Αλεξάκης στο Παρίσι-Αθήνα γράφει «Οι κανόνες που μου επιβάλλουν μου προκαλούν έντονη δυσφορία, μου προκαλούν συνέχεια το μυαλό έως ότου βρω τον τρόπο να τους παραβώ. Η τάξη με πληγώνει, με αμφισβητεί, βασιλεύει εις βάρος μου.» Να λοιπόν μία μεγάλη πρόκληση... Πώς μπορούμε να ζήσουμε μία ζωή όπως τη θέλουμε χωρίς εκπτώσεις εξαιτίας των κανόνων όσων νομίζουν ότι ο επαγγελματικός, γονεϊκός, ερωτικός ή διδακτικός τους ρόλος χαίρει καλύτερης ερμηνείας όταν επιβάλλουν σε εκείνους τους οποίους εξουσιάζουν ασφυκτικούς κανόνες αδιαφορώντας για τη γνώμη των άλλων; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι επιλογές μας είναι αυθεντικά δικές μας και όχι φορεμένες σαν ρούχο ξένο; Πώς εν τέλει φέρνουμε τα πράγματα στα δικά μας μέτρα;
Σίγουρα καταλαβαίνοντας καλύτερα τις ανάγκες μας αλλά και αυτές των γύρω μας. Δηλαδή ίσως είναι μία καλή ιδέα να παίξουμε τους ρόλους εκείνους που μας αρέσουν και ας μην είναι και για Όσκαρ οι ερμηνείες μας...!