Με τον Althusser συμβαίνει το πιο περίεργο πράγμα. Αφενός, αδυνατώ να φανταστώ τον εαυτό μου να πηγαίνει πέρα από το ακατάσχετο και τυπικό πασάλειμμα που του έχω και δεν του έχω ρίξει, ενώ την ίδια στιγμή οι πολιτικοφιλοσοφικές διαφωνίες μας παρουσιάζονται εξαρχής μη γεφυρώσιμες, με την αίσθηση αυτή απλώς να εντείνεται όσο περισσότερο συναναστρέφομαι τόσο το έργο όσο και τους ακόλουθούς του, γιατί πρόκειται, φυσικά, για μια προσωπικότητα που μαγνητίζει –δικαίως– ακόλουθους.
Μολαταύτα, πάντα κάτι θα με σαγηνεύσει. Η πρωτόλεια εξήγηση θα αναζητούσε τη δικαίωση στη συνάρτηση του χαρακτήρα μου με τις αντιδράσεις που προξενεί η αναφορά του ονόματος στους κύκλους που συχνάζω, στην ενεργοποίηση μιας σειράς αντανακλαστικών που εκκινούν από το απορριπτικό βλέμμα για να καταλήξουν σβέλτα στη βωμολοχία και τον καυγά. Φανταζόμαστε τους εαυτούς μας να προβαίνουν σε ένα είδος ακτιβισμού της ενόχλησης: είσοδος σ’ έναν πολιτικό χώρο, με σκουφί και μαύρα γυαλιά, κρατώντας δυο βιβλία του (ευκολότερο πλέον να βρεθούν στα ελληνικά παρά στα γαλλικά) σε στάση αγίου που βαστάει τη βίβλο, κραυγές: «υλισμός του αστάθμητου! αλτουσέρ! για τον μαρξ! αλτουσέρ! επικαθορισμός!» και παρακολούθηση του χάους που ξεδιπλώνεται κουτρουβαλώντας μπροστά στα μάτια μας.
Δεν θα μπορούσε όμως φυσικά να είναι μοναχά ο περιρρέων αντιαλτουσερισμός που ανατιμά, σχεδόν μηχανιστικά, τις μάρκες του και με ωθεί να τον σκέφτομαι συχνά πριν αποκοιμηθώ, μόνο και μόνο για να τον συναντήσω στα πιο γλυκά μου όνειρα. Αντιθέτως, η κατάσταση έχει τόσο πλάτος όσο και βάθος – γιατί ο Althusser είναι φορέας μιας ηρωικότητας. Δύναται κανείς να τον φανταστεί σαν τον καπετάνιο που, μέσα στην αναμπουμπούλα και τον πανικό, ενώ η τραπεζαρία και το πιάνο διαγωνίζονται στον θανάσιμο τραυματισμό των επιβατών, καθώς τσουλάνε ανεξέλεγκτα από τη μια μεριά του κεντρικού σαλονιού στην άλλη, τρέχει αποφασισμένος, υπερπηδώντας κάθε εμπόδιο, και καταφέρνει να φτάσει το τιμόνι και να του φέρει, την τελευταία στιγμή, μια στροφή προς τη σωστή κατεύθυνση. Η αλτουσερική τραγικωμωδία προχωράει τότε σε ένα κολοσσιαίο χωροχρονικό zoom out, που μας αποκαλύπτει πως το καράβι ήτανε σάπιο πριν καλά καλά καθελκυστεί.
Μη μένοντας όμως εκεί, σε αυτήν τη γαλλικής κοπής τιμιότητα και την ευγενική υπερπροσπάθεια, έρχονται εύκολα στον νου τρία ακόμη δυνατά χαρτιά, πριν ανοίξουμε τελικά ολόκληρο το χέρι μας. Το πρώτο είναι η πασίγνωστη φωτογραφία που ανοίγει το σημείωμα, όπου ας παραδεχτούμε εξ υπαρχής πως ο πορωτικός συνδυασμός μαύρων κύκλων, μιζέριας και ενδεχομένως απύθμενης περισυλλογής (με το υστερογραφικό μπόνους της πίπας) είναι ικανός να μαλακώσει ακόμα και την πιο παγωμένη καρδιά απέναντι στον ντριμπλαδόρικο επιστημονισμό κι αυτή τη γαμημένη διευρυμένη-έννοια-της-παραγωγής. Το δεύτερο είναι οι περίφημες δηλώσεις περί της πολυποίκιλης φιλοσοφικής μπιστόλας που είχε κεράσει, με αποκορύφωμα –αλιεύοντας εκ της αυτοβιογραφίας του– τη μη σοβαρή ανάγνωση του Κεφαλαίου την εποχή που έγραφε το Διαβάζοντας το Κεφάλαιο (now that’s gangsta!), κατάσταση που θαρρώ πως αποτυπώνει και συνάμα συμπυκνώνει μια πολύ υγιή σχέση με τη λεγόμενη θεωρία, αν και στην περίπτωση αυτή ο ίδιος τη βίωνε, βουτηγμένος καθώς ήταν στο λογοτεχνικό-καταστροφικό στοιχείο, ως απολύτως μη υγιή. Το τρίτο είναι βεβαίως ο τίτλος της προαναφερθείσας αυτοβιογραφίας: Το μέλλον διαρκεί πολύ [L’avenir dure longtemps]… Ό,τι και να έχουμε ενάντια στον Althusser, πρόκειται για θεόσταλτη κεφαλίδα. Πετώντας από το παράθυρο τις φιλοσοφικές προεκτάσεις και τις πολιτικές συμπαραδηλώσεις, στήνω ένα αντίσκηνο στην υπαρξιακή άπλα αυτής της φράσης και σημειώνω επιπλέον το εξής: δεν είναι αθέμιτο να υποθέσουμε πως συχνά ο ίδιος επιθύμησε, με την ύστατη σφοδρότητα, το μέλλον να διαρκέσει από ελάχιστα έως καθόλου.
Επειδή εντέλει όλα τα παραπάνω ανάγονται (και αναφέρονται) σε αυτό το τελικό και σημαντικότερο αλτουσεριανό προτέρημα. Έχοντας περίπου όλους όσους ήρθαν κατόπιν ως μαθητές στην ENS, άσκησε τεράστια επιρροή (ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε την ιστορία του σώματος ή τις κατοπινές εννοιολογήσεις της εξουσίας ανεξάρτητα από αυτόν)· υπήρξε πιθανότατα (και ευτυχώς) ο τελευταίος μείζων Μαρξιστής Φιλόσοφος· μα, κυρίως, ο άνθρωπος είχε προβλήματα: παλιά, καλά, λαχταριστά, ανυπέρβλητα προ-βλή-μα-τα. Η αόριστη διάρκεια του μέλλοντος, οι μαύροι κύκλοι που τείνουν να καταβροχθίσουν το σύνολο του προσώπου, η μανία με το αστάθμητο, όλα εδώ τα απογυμνώνουμε και τα μετατρέπουμε σε στοιχεία ενός χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός έχει μια ποιητικότητα, μια μυστική και παράδοξη ποιότητα που θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε για μια ζωή. Ο φόνος αποτέλεσε, υπό αυτήν την οπτική, το αληθινό αλτουσερικό αριστούργημα. Για καλό ή για κακό, δεν ήμουν ποτέ σε θέση να απορρίψω ολοκληρωτικά αυτούς που, παρά τα διάφορά τους κρίματα, δεν χωρούσαν με κανέναν τρόπο στον κόσμο τούτο…
Η πρώτη δημοσίευση του κειμένου έγινε στο blog fragmentary program.