Φέτος συμπληρώνονται 95 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου φιλοσόφου Κορνήλιου Καστοριάδη και 20 χρόνια από τον θάνατό του. Πρόκειται βέβαια για μεγάλη χρονική περίοδο, κατά την οποία πολλά πράγματα έχουν αλλάξει˙ παρόλ’ αυτά, η σκέψη του με κάποιο τρόπο καταφέρνει να παραμένει τόσο επίκαιρη και φρέσκια όσο ήταν και κατά τη διάρκεια εκείνων των επαναστατικών ημερών και νυχτών του Μαΐου του ’68, όταν η παρισινή νεολαία, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τον Καστοριάδη και τους συντρόφους του, αμφισβήτησε τις κυρίαρχες και χρεοκοπημένες σημασίες εκείνης της περιόδου, προτάσσοντας στη θέση τους μια νέα και ριζοσπαστική αφήγηση, βασισμένη σε μια δημοκρατική παράδοση.
Αν όμως ο Δυτικός κόσμος, στον οποίο ο Καστοριάδης έζησε και εργάστηκε, γνώρισε δραστικές αλλαγές, κάτι αντίστοιχο συνέβη, στον ίδιο, αν όχι σε μεγαλύτερο, βαθμό και στην Ανατολική Ευρώπη. Επ’ αυτού μπορούν να ειπωθούν πολλά, εδώ όμως θα περιοριστώ σε μερικές μόνο σημειώσεις.
Η μετασοβιετική εποχή ήρθε με θολές ερμηνείες περί του τι είναι «ελευθερία», οι οποίες παρόλα αυτά εξήψαν το φαντασιακό των κοινωνιών που ζούσαν για πολλές δεκαετίες κάτω από τη σιδερένια γροθιά των συγκεντρωτικών γραφειοκρατικών μηχανισμών. Όμως οι αλλαγές που επήλθαν έφεραν έναν κατακερματισμένο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, που βάθυνε ακόμη περισσότερο την ήδη σοβαρή κρίση της πολιτικής κουλτούρας.
Αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη για τον Καστοριάδη, ο οποίος ποτέ δεν ξεγελάστηκε ούτε από τον «ελεύθερο κόσμο» της Δύσης, ούτε από τις «λαϊκές δημοκρατίες» της Ανατολής. Επιπρόσθετα, η ανάλυσή του για τις επιδράσεις τις οποίες η κοινωνική ειρήνευση, που ακολούθησε την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, θα είχε στις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας μάς προσφέρει μια σαφή εξήγηση για τις γκροτέσκες μορφές κοινωνικής οργάνωσης στη σύγχρονη Ανατολική Ευρώπη. Για τον Καστοριάδη, η απόσυρση των λαών από τη δημόσια σφαίρα, η εξαφάνιση της πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης, είναι αυτή που επιτρέπει στην οικονομική και πολιτική ελίτ, καθώς και στην ελίτ των μέσων ενημέρωσης, να διαφεύγουν από κάθε έλεγχο.[1] Αυτές οι διαδικασίες εκδιπλώνονται με εξαιρετική ταχύτητα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες οι άνθρωποι έχουν βιώσει από πρώτο χέρι τόσο τον σοσιαλισμό σοβιετικού τύπου όσο και τον εταιρικό καπιταλισμό. Ως αποτέλεσμα, το φαντασιακό αυτών των κοινωνιών έχει βυθιστεί σε έναν βαθύ κυνισμό, ενδεχομένως ακόμη χειρότερο και από την αλλοτρίωση της δυτικής καταναλωτικής κουλτούρας. Έτσι, προκύπτουν καθεστώτα, ο ανορθολογισμός των οποίων εξωθείται στα άκρα και τα οποία χαρακτηρίζονται από ασυνήθιστα απροκάλυπτη δομική διαφθορά.
Μέσα σε αυτό το απογυμνωμένο από σημασίες περιβάλλον, τα παραδοσιακά ιδεολογικά προτάγματα φαίνονται ανίκανα να προσφέρουν κάποια σπέρματα για την ανάδυση νέων σημασιών, οι οποίες θα μπορούσαν να ξαναδώσουν ζωή σε αυτές τις βυθισμένες σε έναν κυνικό λήθαργο κοινωνίες. Αντιθέτως, χρησιμοποιούνται συχνά ως εργαλεία από κύκλους με ελιτίστικη νοοτροπία, ώστε να παραιτηθούν οι ίδιοι και να αποφύγουν τις δημόσιες υποθέσεις που αφορούν την κοινωνία. Πέραν τούτου, στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες οι κατεστημένες δυνάμεις άσκησαν για ολόκληρες δεκαετίες μια σιδηρά εξουσία υπό τη σκέπη της μαρξιστικής ιδεολογίας. Ως εκ τούτου, οι τοπικοί πληθυσμοί έχουν καταστεί εξαιρετικά επιφυλακτικοί, αν όχι εχθρικοί, απέναντι σε έννοιες όπως «λαϊκή εξουσία», «διεθνισμός» και «επανάσταση».
Στο μεταξύ, οι μετασοσιαλιστικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τη νέα δυτική καπιταλιστική ιδεολογία τους, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να διαγράψουν το παρελθόν. Έτσι, ένας ακραίος φυλετικός εθνικισμός αναπτύχθηκε ανάμεσα στους τοπικούς πληθυσμούς για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από αυτή την αίσθηση ξεριζωμού. Οι όποιες εναλλακτικές πολιτικές δραστηριότητες παρέμειναν ως επί το πλείστον παγιδευμένες στις ιδεολογικές αφηγήσεις περασμένων εποχών, που αναφέρονταν σε πραγματικότητες του 19ου και του 20ου αιώνα και δεν ανταποκρίνονταν στις νέες χρονικότητες. Έτσι, οι φωνές διαμαρτυρίας διοχετεύτηκαν σε σέκτες, που ταίριαζαν στην περιγραφή που δίνει ο Καστοριάδης για τη σέκτα ως μια «ομάδα που υψώνει σε απόλυτο μια από τις πλευρές, τις όψεις ή τις φάσεις του κινήματος από το οποίο προέρχεται, την καθιστά αλήθεια του δόγματος, και την αλήθεια απλώς, εξαρτά από αυτήν τα πάντα και, για να διατηρήσει την “πιστότητά” της σ’ αυτήν την όψη, αποκόπτεται ριζικά από τον κόσμο και ζει στο εξής στον “δικό” της ξεχωριστό κόσμο».[2]
Κάπου μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον ήρθα σε επαφή με τη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη και το πρόταγμα της αυτονομίας. Ήταν εντυπωσιακές οι δυνατότητες αμφισβήτησης των σημερινών ολιγαρχιών υπό τον καινούριο τους νεοφιλελεύθερο μανδύα, δυνατότητες που ανοίγονταν μέσα από το αποϊδεολογικοποιημένο παράδειγμα της άμεσης δημοκρατίας. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η ριζική ρήξη του Καστοριάδη με τον οικονομισμό, ο οποίος είχε επιφέρει τεράστιες διαβρωτικές συνέπειες στο φαντασιακό των λαών της Ανατολική Ευρώπης. Όπως σημείωνε ο ίδιος, το δόγμα των σοσιαλιστικών καθεστώτων δανειζόταν πάρα πολλά στοιχεία από το καπιταλιστικό φαντασιακό, το οποίο βασίζει όλη την κοινωνική ζωή στην ιδέα ότι η οικονομική «πρόοδος» είναι το μόνο πράγμα που μετράει, ή αυτό που θα μπορούσε να συνεπιφέρει όλα τα υπόλοιπα. Αυτό το φαντασιακό συνέχισε να προωθείται χυδαία και από τις φιλοδυτικές ολιγαρχίες που ανέλαβαν την εξουσία στη μετασοβιετική εποχή. Έτσι, ο οικονομισμός κατακάθισε σε μεγάλα τμήματα των ανατολικοευρωπαϊκών κοινωνιών, αντικαθιστώντας τους πολίτες με φορολογούμενους και τη δημιουργικότητα με κυνικό καταναλωτισμό.
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, το πρόταγμα της αυτονομίας εκπροσωπούσε μια ριζική ρήξη με τον οικονομισμό, καθώς και με τον παραδοσιακό ιδεολογικό σεκταρισμό που μάστιζε τα τοπικά πολιτικά κινήματα. Επιπλέον, προσέφερε μια αίσθηση ριζώματος σε μια δημοκρατική ιστορική παράδοση, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον ρηχό φυλετικό εθνικισμό. Ο Καστοριάδης κάλεσε τους ανθρώπους να εμπλακούν ενεργά στις πολιτικές υποθέσεις και να ξαναδημιουργήσουν τον δημόσιο χώρο και χρόνο, που είχαν απαξιωθεί κατ’ εξακολούθηση από τους παλιούς κομισάριους του Κόμματος, αλλά και τους σύγχρονους ολιγάρχες των επιχειρήσεων.
Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι η σκέψη του Καστοριάδη άργησε τόσο να φτάσει σε αυτές τις κοινωνίες, καθώς τόσο η σοσιαλιστική λογοκρισία, όσο και η κανιβαλιστική ελεύθερη αγορά κατέστησαν δύσκολη την πρόσβαση σε τέτοιες ιδέες. Αντ’ αυτού, η σκέψη του έφτασε σε μας «από τα κάτω». Αναφέρομαι εδώ ειδικά στο περιβάλλον της Βουλγαρίας, στο οποίο έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου: μάθαμε για τον Καστοριάδη μέσω διαφόρων δικτύων πολιτικών ακτιβιστών, αλλά και χάρη στη διεθνή ανταλλαγή ιδεών με κοινωνικά κινήματα γειτονικών χωρών. Πάντως, τα τελευταία χρόνια, οι ιδέες του αρχίζουν να φτάνουν σε μεγαλύτερο κοινό στην Ανατολική Ευρώπη, κάποια βιβλία του εκδίδονται, ενώ λαμβάνουν χώρα και πολιτικές δραστηριότητες, που φαίνεται να έχουν επηρεαστεί από τις δικές του έννοιες της αυτονομίας και της δημοκρατίας. Μια νέα γενιά πολιτικής σκέψης και πράξης αναδύεται σε αυτή τη γωνιά του κόσμου και μονο ο χρόνος θα δείξει τι είδους εναλλακτικά πολιτικά προτάγματα θα εμφανιστούν στο μέλλον και τι επίδραση θα έχουν σε αυτές τις κοινωνίες.
μετάφραση: Γ. Κτενάς
επιμέλεια: Ι. Μαραβελίδη
Ο Yavor Tarinski γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας το 1988. Εκεί συμμετείχε σε διάφορα πολιτικά εγχειρήματα βάσης και υπήρξε ένας από τους συνιδρυτές του πρώτου κοινωνικού κέντρου της Βουλγαρίας, του Adelante στη Σόφια. Έχει γράψει και επιμεληθεί βιβλία, αρκετά από τα οποία σχετίζονται με το έργο του Κ. Καστοριάδη, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε πολλές γλώσσες. Αυτή την περίοδο κατοικεί στην Αθήνα, όπου συμμετέχει στο περιοδικό Βαβυλωνία και σε άλλα εγχειρήματα.
Παραπομπές
[1] Κ. Καστοριάδης, «Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι ουτοπία», στον τόμο Ακυβέρνητη Κοινωνία (επιμ. E. Escobar, M. Gondicas, P. Vernay, μτφρ Ζ. Σαρίκας), Ευρασία, Αθήνα 2010, σ. 27-39.
[2] Κ. Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ Σ. Χαλίκιας, Γ. Σπαντιδάκη, Κ. Σπαντιδάκης, Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 22.