Το Κράτος-«καράβι», το οποίο κινδυνεύει να «βουλιάξει αύτανδρο» στην κρίση-«θαλασσοταραχή»· η «ναυαγισμένη» οικονομία, της οποίας το «ναυάγιο» αποτυπώνεται με τους όρους και τους ρυθμούς της πτώσης του «Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος»· οι «κάβοι» των πρωτογενών πλεονασμάτων και λοιπών οικονομικών Diktat τους οποίους πρέπει «περάσουμε» για να «ελλιμενιστούμε» στο ασφαλές πόρτο της οικονομικής ανάκαμψης-«κανονικότητας»· κι ένας λαός, ο ελληνικός, ο οποίος «ως» λαός «ναυτικός» γνωρίζει από «φουρτούνες» και δεν φοβάται να «ξανοιχτεί» στις «ανοιχτές θάλασσες», ώστε να φτάσει, στο τέλος, σε τέτοια «ασφαλή λιμάνια» διαβιώντας, ασφαλώς, καθ’ όλη την διάρκεια αυτής της προσπάθειας, στη στεριά.[1]
Τέτοιες ή παρόμοιες αλληλουχίες ναυτικών μεταφορών με πραγματολογικά δεδομένα έχουν, στα καθ’ ημάς, καταστεί κοινοί τόποι έκφρασης στην προσπάθεια της όποιας κατανόησης της κρίσης που μαστίζει την ελληνική επικράτεια. Η κατανοησιμότητα, παρά ταύτα, σύμφωνα με την θεμελιώδη πρώτη θέση του Καρτέσιου στον Λόγο περί της Μεθόδου, προϋποθέτει αφενός την σαφήνεια [clarity], αφετέρου δε την ευκρίνεια [distinctness] της εποπτείας μας [perception].[2] Ο μεταφορικός [figurative] λόγος δεν λογίζεται, σε αυτό το πλαίσιο, παρά ως ένα προσωρινό [provisional] υποπροϊόν της βιασύνης [precipitation] του ανθρώπινου μυαλού να εξηγήσει τον κόσμο του επιτελώντας, στην καλύτερη περίπτωση, μια μεταβατική λειτουργία προς την προσεκτική και μεθοδική πλήρωση της κατανόησης.[3] Ως εκ τούτου, η αντίληψη της πραγματικότητας που μας περιβάλλει θα πρέπει να αποβλέπει σε μια ορολογία καλοσχηματισμένων εννοιών ουσιαστικά αποκαθαρμένων από κάθε μεταφορά.[4]
Μήπως λοιπόν η εναρκτήρια μεταφορολογική αλληλουχία, από την στιγμή που, δεδομένου του καρτεσιανού κανόνα, μάλλον εκφεύγει της κατανόησης της υφιστάμενης κρίσης παρά την συστήνει, έχει απλώς να κάνει με την «πανουργία» της εκφοράς διάφορων παραπλανητικών ρητορικών σχεδιασμάτων από τα «επίσημα» χείλη των κάθε λογής αρχόντων και κυβερνώντων;
Στο Ναυάγιο με θεατή, το πρώτο έργο του μεγάλου γερμανού φιλοσόφου Hans Blumenberg που μεταφράζεται στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες και του οποίου την μετάφραση και το επίμετρο επιμελείται ο Θοδωρής Δρίτσας, ο αναγνώστης θα ενημερωθεί από την πρώτη κιόλας σελίδα πως μια μεταφορολογία της ναυτικής μεταφοράς όχι μόνο δεν επαφίεται στην «πανουργία» του ενός εκάστου δημοσιολογούντα, αλλά πως πρόκειται για ένα Παράδειγμα μιας μεταφοράς της ύπαρξης και μάλιστα, ως τέτοιο, εντυπωσιακά παράδοξο: «ο άνθρωπος», θα μας πει ο Blumenberg, «ζει τη ζωή του και φτιάχνει τους θεσμούς του στη στεριά». Παρά ταύτα, «προτιμά [...] να σκέφτεται την συνολική [5] πορεία της ύπαρξής του χρησιμοποιώντας μεταφορές που συνδέονται με το ριψοκίνδυνο θαλασσινό ταξίδι».[6] Το ενδεικτικό, εναρκτήριο μεταφορολογικό μας υπόδειγμα δεν φαίνεται λοιπόν να διασκεδάζει απλώς τις εντυπώσεις μας στο περιθώριο της κατανοησιμότητας της ύπαρξής μας στον κόσμο. «Το ρεπερτόριο αυτών των ναυτικών μεταφορών για την ύπαρξη είναι εξαιρετικά πλούσιο: ακτές και νησιά, ασφαλή λιμάνια και ανοιχτές θάλασσες, ύφαλοι και καταιγίδες, αβαθή και νηνεμία, πανιά και πηδάλια, τιμονιέρηδες και αραξοβόλια, πυξίδες και τ’ άστρα που μας οδηγούν, φάροι και πιλότοι»,[7] δεν αποδεικνύουν τίποτα λιγότερο από το ότι παραδόξως προτιμούμε, τουλάχιστον από τον Θαλή τον Μιλήσιο κι έπειτα,[8] να αναπαριστούμε «τη συνολική κατάστασή» μας «μέσα στον κόσμο χρησιμοποιώντας τις φανταστικές εικόνες του θαλασσινού ταξιδιού».[9] Η μεταφορά του Κράτους-καραβιού εισάγεται για πρώτη φορά στην πολιτική ρητορική ως το «πλοίο του Κράτους» του Οβίδιου στην πρώτη του Ωδή, ενώ το Κράτος ως πλοίο [navem pro re publica] κατοχυρώνεται, κατά τον σχετικό σχολιασμό του εν λόγω χωρίου, από τον Κοϊντιλιανό.[10] Όσο για τα ξανοίγματα στις «ανοιχτές θάλασσες» και την προσμονή της κατάληξης στα «ασφαλή λιμάνια», διαβάζουμε πως «πολύ συχνά η απεικόνιση των κινδύνων που ελλοχεύουν στην ανοιχτή θάλασσα απλώς αξιοποιείται για να τονιστεί η άνεση και η γαλήνη, η ασφάλεια και η ηρεμία του λιμανιού όπου θα ολοκληρωθεί το ταξίδι».[11]
Όσον αφορά, δε, το ίδιο το ναυάγιο, εκείνο φέρεται, επί της αρχής, να αποτελεί λογική συνέπεια του θαλάσσιου ταξιδιού:[12] «Η θάλασσα αφενός συλλαμβάνεται ως το όριο που θέτει η φύση στο πεδίο της δραστηριότητας του ανθρώπου και αφετέρου δαιμονοποιείται ως η σφαίρα του απρόβλεπτου, της ανομίας και της απουσίας προσανατολισμού [...] η περιπλάνηση στην καθαρή μορφή της εκφράζει την αυθαιρεσία των δυνάμεων, την παρεμπόδιση της επιστροφής στην πατρίδα, όπως στην περίπτωση του Οδυσσέα, τα δίχως νόημα βάσανα και, τέλος, το ναυάγιο».[13] Ως επικράτεια του ερισύχθονος Ποσειδώνα, η θάλασσα αποδεικνύεται η πιο ανοίκεια «στοιχειακή πραγματικότητα» του ανθρώπινου βιόκοσμου [Lebenswelt],[14] σε αντιδιαστολή με την ξηρά που υπάγεται στην οριοθέτηση του νόμου του Διός. Κατά συνέπεια, το ναυάγιο προεξοφλείται ήδη από την εναρκτήρια απόπειρα του ανθρώπου να ταξιδέψει στην θάλασσα ως παρεπόμενη τίσις του «ολισθήματός» του «προς το ανάρμοστο και το αμετροεπές» της υπέρβασης των «φυσικών» ορίων της δραστηριότητάς του.[15] Η εποπτεία του ναυαγίου, βέβαια, προϋποθέτει πέραν του, σε κάθε περίπτωση, τραγικού του θεάματος και τον εποπτεύοντά της· το ναυάγιο δεν είναι ποτέ από «μόνο» του αλλά πάντοτε με θεατή, τον θεατή που, εποπτεύοντάς το, συνδέεται με εκείνο σε έναν «ισχυρό συνθετικό τύπο» [16] [configuration] που συνιστά τον πυρήνα του παρόντος «παραδείγματος μιας μεταφοράς της ύπαρξης».
Από αυτό το σημείο κι έπειτα, και μέχρι το τέλος του Ναυαγίου με θεατή, ο Blumenberg ξεδιπλώνει τις πτυχές του ανα χείρας μεταφορολογικού του παραδείγματος δαμάζοντας το εντυπωσιακά λεπτομερές υλικό του με τρόπο αξιοζήλευτα ευκρινή και εύληπτο, τόσο συναρπάζοντας όσο και δελεάζοντας, όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, και ο Δρίτσας στο μεστό του επίμετρο, τον αναγνώστη «να εμβαθύνει ο ίδιος στην προβληματική του ναυαγίου».[17] Από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και τον Ησίοδο στον Ζήνωνα τον Κυτιέα, τον Επίκουρο και τον Λουκρήτιο και από τον Montaigne, τον Rousseau και τον Voltaire στον Goethe, τον Schopenhauer και τον Nietzsche, αλλά και αρκετούς άλλους, όλοι πραγματεύονται την ύπαρξη του ανθρώπου άλλοτε ως ναυαγού και άλλοτε ως θεατή του «ναυαγισμένου» του βίου, στο πέρας του κατά κύριο λόγο «φουρτουνιασμένου» και, σπάνια ως, θα λέγαμε, και απευκταία γαλήνιου, «ταξιδιού» της ζωής.
Στο μικρό δοκίμιο που συμπεριλαμβάνεται στο Ναυάγιο με θεατή ο Blumenberg προτάσσει, στα πλαίσια μιας ιστορικής φαινομενολογίας,[18] την θεματοποίηση των μεταφορολογικών παραδειγμάτων –της οποίας το ιδιότυπο «μανιφέστο» είχε ήδη εξαγγείλει από τα Παραδείγματα προς μια μεταφορολογία– που έχει ως προγραμματικό της στόχο να ανασυγκροτήσει, μέσα από αυτούς τους πολυποίκιλους «τρόπους του λέγειν, [τις] παρομοιώσεις και [τα] ρητορικά σχήματα που αποτυπώνονται σε μεταφορές, ανεκδοτολογικές ιστορίες και μύθους»,[19] το ιστορικό νόημα ως «προσοικείωση του μύθου» και «επανάληψη» του ίδιου, σταθερού, κάθε φορά, «ανεκδότου» [20] ενόψει μιας θεωρίας της μη εννοιακότητας. Για τον Blumenberg, η εποπτεία μας πρέπει μάλλον να στρέφεται προς μια ιστορία των οιονεί κληροδοτημένων ζητημάτων, τα οποία ως τέτοια καταλαμβάνουν κεντρική θέση ως ζητήματα της ύπαρξής μας-στον-κόσμο και επί των οποίων «οι γενιές συνομιλούν μέσα από τις ιστορίες» [21] που συνίστανται στα παραπάνω εκφραστικά στοιχεία, «και όχι μέσα από τις έννοιες που παραδίδουν η μία στην άλλη»·[22] «σταθερό σημείο» για μια τέτοια εποπτεία που στοχεύει στην πληρέστερη κατανόηση της ύπαρξης του ανθρώπου στον βιόκοσμό του, αλλά και στα ζητήματα που εκείνος του θέτει στο διάβα της ζωής του, «δεν προσφέρουν» οι εκάστοτε προτεινόμενες «λύσεις» στα ζητήματα αυτά αλλά οι διάφορες και κάθε φορά διαφορετικές προσεγγίσεις των ίδιων αυτών ζητημάτων που διαρκώς επανέρχονται από γενιά σε γενιά με αντίστοιχα διάφορους και διαφορετικούς εκφραστικούς τροπισμούς. Εν γένει, «νέες έννοιες έρχονται να καταλάβουν τις θέσεις που άφησαν κενές οι προηγούμενες μετά την αποτυχία τους»,[23] και πολλές φορές «έννοιες με το ίδιο όνομα μπορεί να σημαίνουν κάτι διαφορετικό, χωρίς να υπάρχει εννοιολογική οφειλή της διάδοχης έννοιας στην προηγούμενη».[24] Ως εκ τούτου, ο Blumenberg απορρίπτει την ουσιοκρατία της παραδοσιακής «Ιστορίας των εννοιών» στο παρακολούθημα της οποίας, ουσιαστικά, μάλλον χαλκεύονται αυθαίρετες ιστορικές συνέχειες του ρου των ανθρώπινων πεπραγμένων εκ των υστέρων, παρά εξηγούνται τα ίδια εκείνα ζητήματα που καλούνται οι «καλοσχηματισμένες», σύμφωνα με τον καρτεσιανό κανόνα, εκείνες, έννοιες να εποπτεύσουν και να κατανοήσουν. Σε τελική ανάλυση, οι προγραμματικές μεθοδολογικές αρχές της καρτεσιανής αποβλεπτικότητας, όσο απόλυτα αντικειμενικοποιούν [objectify] το ανά χείρας πραγματευόμενο ζήτημα άλλο τόσο υποκειμενικοποιούν [subjectify] απόλυτα τον εποπτεύοντα «πετώντας» τον «έξω» από την εμπειρία του κόσμου-βιόκοσμού του εντός του οποίου συμβαίνει, παρά ταύτα και «πάντοτε-ήδη», εκείνος, να σκέφτεται. Αντιθέτως, ενόψει μιας θεωρίας της μη εννοιακότητας, ο Blumenberg μας καλεί να στρέψουμε την προσοχή μας από την «καταναγκαστικά» αποκαθαρμένη από κάθε μεταφορά καρτεσιανή εποπτεία της εγκόσμιας εμπειρίας μας στην ίδια την εμπειρία της εποπτείας η οποία, προϋποθέτοντας την εμπλοκή του ανθρώπου με την πραγματικότητα που συγκροτεί ως ιστορική, δύναται ταυτόχρονα να αντιληφθεί την διαφορά της, το έλλειμμά της, όπως χαρακτηριστικά τονίζει και ο Δρίτσας αποδίδοντας αυτούσιο τον σχετικό μπλουμενμπεργκιανό χαρακτηρισμό, σε σχέση με την ίδια την «συνείδηση της συγκρότησής της».[25] Η επίγνωση αυτή ανταποκρίνεται στο κεφαλαιώδες ερώτημα του πώς είναι δυνατόν, παρά την ιστορικότητα του κόσμου μας, και άρα ενός κόσμου που αποτελεί δικό μας, ανθρώπινο δημιούργημα, να ελλοχεύει εμμενώς η αδυναμία μας να τον συλλάβουμε στην ολότητά του σύμφωνα με τις επιταγές της ενάργειας ενός «καθαρού» φιλοσοφικού λόγου. «Έτσι, το πρόβλημα της ιστορικής συνείδησης τίθεται σε νέα βάση: για την έρευνά της δεν αρκούν τα εργαλεία της έννοιας αλλά είναι απαραίτητα και τα μη εννοιολογικά στοιχεία του Λόγου».[26] Απέναντι στην χαοτική ακατανοησιμότητα του κόσμου, που φαντάζει τόσο «απολυταρχική» [27] για τον άνθρωπο ως να τον «καταναγκάζει» οιονεί σε μια τρομερή αγωνία όσον αφορά τα ερωτήματά του για εκείνον, και να τον «καταδικάζει» στην απογοήτευση στην οποία μέλλεται «μοιραία» να απολήξει κάθε αναζήτηση του νοήματός του, ο Blumenberg προτάσσει την ανάγκη της ανάσυρσης αντίστοιχων με το Ναυάγιο με θεατή συνθετικών τύπων απόλυτων μεταφορών [28] από την «ανεστιότητα» [29] του φιλοσοφικού Λόγου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεταφορές αυτές «λειτουργούν σαν καταφύγια» [30] ενόψει της ριζικής έλλειψης της κατανόησης της υπαρξιακής μας, εγκόσμιας συνθήκης [31] και του «συγκροτησιακού», όσο και «καταναγκαστικού», επιτεύγματος της συνείδησης [32] που αποκαθιστά τα δεδομένα της πρόσληψης της πολυποικιλότητας της εμπειρίας μας ως δεδομένα «μιας και μόνο εμπειρίας» [33] επιτυγχάνοντας «την άρση της διαφωνίας»,[34] της προαναφερόμενης, δηλαδή, διαφοράς μεταξύ της εγκόσμιας ιστορικότητας και της συνείδησής της.
Επιπροσθέτως, όμως, οι μεταφορές αυτές αποτελούν και το «ευρετήριο των ιστορικών απαντήσεων» του ανθρώπου που απαντούν σε αυτό το έλλειμμα.[35] Κάπως έτσι, μπορεί κανείς να ανασυγκροτήσει, κοιτάζοντας «προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τις συνδέσεις με τον βιόκοσμο»,[36] πολύ πιο μεστά, την ιστορικότητα της ανθρώπινης συνθήκης: αναδεικνύοντας δια της μελέτης της μεταφορικής μη εννοιακότητας την «βιοκοσμική στάση που προηγείται κάθε θεωρίας και ενυπάρχει σε κάθε θεωρία» [37] ως ο «διαρκής, κινητήριός της μοχλός»,[38] επιτυγχάνεται η εποπτεία της ιστορικότητας του ανθρώπινου βίου, όχι πια ως εάν το υποκείμενο να επόπτευε την πραγματικότητα από τα «εκτός» του κόσμου, αλλά από «εντός» του, au αλλά και du milieu, «διαπλεκόμενο» με τον «καταναγκασμό» της πραγματικότητάς του.
Εν προκειμένω, η ιστορική καταγραφή του συνθετικού τύπου του «ναυαγίου με θεατή» ως μεταφοράς της ύπαρξης, και ιδιαίτερα το «τόλμημα» του ξεπεράσματος του φυσικού ορίου της ηπειρωτικής χώρας και του «ξανοίγματος» στην ανοικτή θάλασσα, ιχνηλατεί την ίδια αυτή την «μετάβαση από τη φύση στην ιστορία, δηλαδή [την μετάβαση] από τη μεταφυσική της φύσης στην ερμηνευτική φαινομενολογία του ανθρώπινου κόσμου»:[39] «η θάλασσα, εκτός από απαγορευμένο για τον άνθρωπο στοιχείο, είναι επίσης εικόνα της νεωτερικής αυτοσυνείδησης» [40] που ανταποκρίνεται στο θεμελιώδες, κατά Blumenberg, χαρακτηριστικό του ανθρώπου της νεωτερικότητας, την περιέργεια.[41] Εξίσου, τα διαχρονικά εναλλακτικά υποδείγματα του θεατή, από αμέτοχου παρατηρητή μπροστά στη συμφορά του «ναυαγίου» –και στη θέα του «ναυαγού»– έως και την τραγική κορύφωση του παραδόξου στον Nietzsche, όπου ως θεατής του «ναυαγίου» μπορεί να λογίζεται μόνο ο «ναυαγός» που καταφέρνει να βγεί σώος στη στεριά, ανταποκρίνονται στην αντίστοιχη ιστορική πορεία προς την συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου. Σίγουρα, «καμία ερμηνεία» επί του «ναυαγίου» και του «θεατή» δεν μπορεί να είναι οριστική και πλήρης»·[42] παρά ταύτα, εάν είναι κάτι βέβαιο στον σύγχρονό μας βιό-κοσμο, αυτό συνίσταται στο ότι όποια θέση και αν πάρει κανείς, ως θεατής, στοχαζόμενος πάνω στο εν λόγω ζήτημα, οφείλει να γνωρίζει πως η δυνατότητα της εποπτείας από την σκοπιά «της αγροτικής ησιόδειας ζωής, της απομόνωσης στον κήπο του Επίκουρου, ή της αποστασιοποίησης στο σπίτι του Voltaire, πάνω από τη λίμνη της Γενεύης» [43] μάλλον έχει, ιστορικά μιλώντας, παρέλθει προ πολλού.
Σε κάθε περίπτωση, μένει σε εμάς να καλοσωρίσουμε θερμά το παρόν εκδοτικό εγχείρημα των Αντιπόδων με την ανάγνωση και τον στοχασμό μας, καθώς και να προσβλέπουμε και στο κάθε επόμενο που θα μας φέρει ξανά σε επαφή με την τόσο ενδιαφέρουσα, όσο και ιδιαίτερα πρωτότυπη σκέψη του Hans Blumenberg, ενός από τους σημαντικότερους θεωρητικούς όχι μόνο της γενιάς του αλλά και ολόκληρου του 20ου αιώνα.
Παραπομπές
[1] Δεν αναφέρω εδώ το πού, συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να εντοπίσει τις εν λόγω μεταφορικές ρήσεις. Μια απλή αναζήτηση στο οποιοδήποτε ψηφιακό «ψαχτήρι» θα εντοπίσει πλείστες όσες σχετικές αναφορές. Ενδεικτικά, για τις ανάγκες του παρόντος, αναφέρω πως η πρώτη ανήκει στον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ενώ η τελευταία στον παρόντα πρωθυπουργό.
[2]René Descartes, The Philosophical Writings of Descartes, trans. by John Cottingham, Cambridge University Press, Cambridge 1985, σελ. 207-8 στο Hans Blumenberg, Paradigms for a Metaphorology, trans. by Robert Savage, Cornell University Press, New York 2010, σελ. 12.
[3]Blumenberg, Paradigms, ό. π., σελ. 6.
[4]Αυτ.
[5]Η υπογρ. δική μου – Λ. Χ.
[6]Hans Blumenberg, Ναυάγιο με θεατή-Παράδειγμα μιας μεταφοράς της ύπαρξης, μετάφραση-επιμέλεια Θοδωρής Δρίτσας, Αντίποδες, Αθήνα 2017, σελ. 9.
[7] Αυτ.
[8] Αυτ., σελ. 11.
[9] Αυτ., σελ. 11.
[10] Αυτ., σελ. 16-7.
[11] Αυτ., σελ. 9. Η υπογρ. δική μου.
[12] Αυτ., σελ. 15.
[13] Αυτ., σελ. 12.
[14]Κατά τον όρο του Husserl. Αυτ., σελ. 10.
[15]Αυτ., σελ. 12.
[16] Αυτ., σελ. 15. Η υπογρ. δική μου.
[17]Αυτ., σελ. 161.
[18] Βλ. επίσης και αυτ., σελ. 153.
[19]Αυτ., σελ. 154.
[20]Αυτ., σελ. 158-9.
[21]Η υπογρ. δική μου.
[22]Αυτ., σελ. 159.
[23]Αυτ., σελ. 155.
[24] Αυτ.. Επι παραδείγματι, και προς επίρρωσιν τούτου, θα πρότεινα σχετικά, έστω και με επιφύλαξη, την εξέταση της μεταφορικής έκφρασης του chassé-croisé που υιοθετεί ο Ernst Kantorowicz στα Δύο σώματα του βασιλιάαπό τον Lubac για να περιγράψει ένα τέτοιο εννοιολογικό «μυστήριο»: Ernst H. Kantorowicz, The King’s two Bodies – A Study in Mediaeval Political Theology, Princeton University Press, Princeton 1957, σελ. 695.
[25]Αυτ., σελ. 157.
[26]Αυτ.
[27]Σύμφωνα με την έκφραση του Blumenberg.
[28]Για την έννοια της απόλυτης μεταφοράς βλ. αυτ., σελ. 155 και Blumenberg, Paradigms, ό. π., σελ. 10.
[29]Σύμφωνα με την έκφραση του Blumenberg.
[30]Αυτ., σελ. 156.
[31]Αυτ., σελ. 157.
[32]Αυτ., σελ. 121.
[33]Αυτ.
[34]Αυτ.
[35]Αυτ., σελ. 158.
[36]Αυτ., σελ. 120.
[37]Αυτ., σελ.126.
[38]Αυτ., σελ. 120.
[39]Αυτ., σελ. 162.
[40] Αυτ.
[41]Το ζήτημα της ανθρώπινης περιέργειας ως θεμέλιο της νομιμοποίησης της νεωτερικότητας τίθεται σε πρώτο πλάνο στο έργο – ορόσημο του Blumenberg, The Legitimacy of the Modern Age, MIT Press, Cambridge 1985.
[42]Αυτ., σελ. 161.
[43]Αυτ., σελ. 162.