Δημιουργία

Διακοπές διαρκείας

Η λίμνη στους πρόποδες των λόφων είναι το πιο όμορφο κομμάτι της περιοχής, τις καθαρές μέρες ο ήλιος καθρεφτίζεται στην ήρεμη επιφάνεια και η λάμψη των ακτίνων μοιάζει να διαχέεται στον τόπο. Η παραλίμνια βλάστηση είναι πυκνή, καλαμιές, θάμνοι και δέντρα αποκλείουν την πιθανότητα να βρεις διαμορφωμένα μονοπάτια. Οι χωριανοί σπάνια την επισκέπτονται, παρότι η λίμνη είναι πλούσια σε ψάρια, το ψάρεμα άνοστων λιμνίσιων ψαριών θεωρείται χάσιμο χρόνου. Πού και πού εμφανίζονται κυνηγοί που ψάχνουν αγριόκοτες ή μεγάλα θηράματα που κατεβαίνουν για νερό, σπάνια έρχονται φυσιολάτρες για να τραβήξουν φωτογραφίες. Υπάρχει ένας μόνιμος κάτοικος αλλά είναι δύσκολο να τον βρεις. Εχει φτιάξει ένα ξύλινο σπιτάκι μέσα στον καλαμποκώνα, καλλιεργεί τα καλαμπόκια, κοιμάται και ξυπνάει ακούγοντας τους ήχους της φύσης.

Η απομόνωση δεν τον καταβάλλει. Μπορεί να μη δει άνθρωπο για μέρες, εκτός από λίγους φίλους που τον επισκέπτονται και του αφήνουν προμήθειες, δείχνει επιφυλακτικότητα σε όσους περνούν κατά τύχη. Όταν τον επισκέπτονται οι λίγοι φίλοι τούς μιλάει για τα χρόνια που έζησε στην Αθήνα. Περιγράφει την πρωτεύουσα ως ένα χάος που μπορείς να ανεχτείς μόνο μεθυσμένος, αλλά αυτό δεν κρατάει για πολύ. Η πόλη που είναι λουσμένη με φώτα, οι λεωφόροι που γεμίζουν με ανθρώπους συχνά όμορφους, οι μουσικές που ακούγονται σε καλοφτιαγμένα στέκια, ξεθωριάζουν κάποτε και χάνουν τη μαγεία τους. Οι φίλοι απλά τον ακούνε και τον ρωτούν αν χρειάζεται κάτι. Υπάρχουν ειδικές περιπτώσεις που μαζεύονται για ψάρεμα. Κάθονται στο χώμα κάτω από τον φωτεινό ήλιο και ρίχνουν τις πετονιές. Εχουν μαζί τους ένα ψυγείο με μπύρες και ο μοναχικός κάτοικος του καλαμποκώνα τούς προσφέρει ό,τι παράγει ή μπορεί να βρει εκεί. Το σπιτάκι είναι είκοσι τετραγωνικά, χωράει ένα μονό κρεβάτι, ένα τραπέζι με δυο καρέκλες, ένα κουζινάκι με δυο μάτια συνδεδεμένο με μπουκάλα υγραερίου, κατσαρολικά, προμήθειες σε τρόφιμα μακράς διαρκείας, μερικά βιβλία, μπαταρίες, φακό, τρανζιστοράκι... Μια ειδική κατασκευή μαζεύει το νερό της βροχής, οι φίλοι του πηγαίνουν πόσιμο νερό και περνούν τις νύχτες με πανσέληνο λέγοντας ιστορίες και ψήνοντας ψάρια στη φωτιά. Ο φίλος προσέγγισε το σπιτάκι και σφύριξε με το συνηθισμένο τρόπο. Ο ξάδελφος εμφανίστηκε μέσα στα καλαμπόκια τσιλιβήθρας και πολύ ελαφρά ντυμένος.

Τι κάνεις, μωρέ;
Εδώ, αράζω στο εξοχικό μου.
Πώς την περνάς;
Μέχρι τώρα το δάγκωσα αλλά το καλοκαίρι είναι ζάχαρη εδώ κάτω.
Πόσα χρόνια εισαι 'δω ρε Τάσο;
Εσύ θα μου πεις που τα μετράς.
Θα 'ναι τρία σίγουρα.
Το ρολόι χρησιμεύει όταν περιμένεις κάτι.
Εσύ δεν περιμένεις;

Έγειρε το κεφάλι ζυγίζοντας τις σκέψεις του.
Θα κάνω ενα ταξίδι.
Για πού;
Πεθύμησα την Αθήνα. Κλείσε μου ένα εισιτήριο.

Ο Τάσος πήγε στον κουρέα, φόρεσε τα καλά του ρούχα και χώρεσε τα απαραίτητα σε ένα σάκο πλάτης. Γούσταρε που έβγαινε πάλι στο δρόμο. Όσο ο οδηγός έτρωγε χιλιόμετρα εκείνος ένιωθε κάτι να πεταρίζει σαν να δοκίμασε κάποιο τονωτικό. Είδε ξανά μεγάλες πολυκατοικίες, φωτεινές επιγραφές, άκουσε τα μουγκρίσματα αυτοκινήτων και μηχανών, ο ήλιος κρυβόταν, οι άνθρωποι ήταν τόσοι πολλοί που πάλι έμενες αθέατος, μπορούσες να τους παρατηρήσεις, ήσουν ξανά ένας κανένας και μπορούσες να χωθείς σε ένα καλοφτιαγμένο στέκι με καλή βαρελίσια μπύρα.

Τέλος

(Η φωτογραφία στην αρχή του διηγήματος είναι του Σπύρου Σαράκη).

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Ζαχείλας