Βιβλίο

Αυταπατώμενες κοινωνίες;

Η Βιτρίνα, Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Σμίλη, 2017

Η βιτρίνα είναι το μπροστινό μέρος ενός καταστήματος που χρησιμεύει για την ανάδειξη των προϊόντων. Λειτουργεί ως μέσο προβολής και ως θέλγητρο για την αγορά τους. Όντας κάτω από τον σωστό φωτισμό και την πολύ περιορισμένη έκθεση των χαρακτηριστικών τους, πολλές φορές τα υπό πώλησιν αγαθά φαίνονται ακαταμάχητα και προκαλούν τον αγοραστή να γευτεί την προνομιακότητα της επιλογής του. Το μάρκετινγκ είναι ο πυρήνας της βιτρίνας.

Όμως, η μαγεία σταματάει στην απομόνωση που απαιτεί η βιτρίνα. Πάντα μπροστά στη βιτρίνα υπάρχει το τζάμι και ο περιορισμός. Όσο κάποιος παραμένει σε αυτό το αρχικό επίπεδο γνωριμίας, θεωρεί το προϊόν ιερό. Με το που το προσεγγίζει, αρχίζει η αξιακή αποδόμηση. Αν είναι ρούχο, οι ραφές είναι αδύναμες. Αν είναι τρόφιμο, η γεύση του είναι διαφορετική. Αν είναι ένα τεχνολογικό προϊόν, η χρήση του είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι φαίνεται. Εν ολίγοις, η απτή ανάλυση των αισθήσεων δικαιώνει την πραγματική πραγματικότητα και μειώνει την αίσθηση της εικονικής πραγματικότητας. Η βιτρίνα είναι λοιπόν το πρώτο απ’ τα πολλά επίπεδα γνωριμίας, και παραμένει το πιο ρηχό και ελλειπτικό απ’ όλα τα άλλα. Είναι η επιφάνεια. Παρομοιάζοντας κάποιος τις παράνομες δραστηριότητες ενός προσώπου, επισημαίνει πως η τάδε επιχείρηση δεν είναι παρά μια «βιτρίνα» για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Ή, όταν κάποιος θέλει να υπονοήσει τη ρηχότητα ή τα μυστικά ενός άλλου, λέει πως αυτό το πρόσωπο έχει ως «βιτρίνα» αυτή τη συμπεριφορά, δηλαδή ως προσωπείο.

Άρα, η βιτρίνα, κυριολεκτικά και μεταφορικά είναι το μεταίχμιο μεταξύ του φανταστικού και του πραγματικού, η «γκρίζα ζώνη» της πραγματικότητας. Πώς θα φαινόταν άραγε αν μια ολόκληρη κοινωνία ήταν μια «βιτρίνα» η οποία κρύβει τόσο καλά το μυστικό της, που ακόμα και οι ίδιοι οι κάτοικοί της δεν έχουν αντιληφθεί τελικά ποιο είναι αυτό; Υπάρχει περίπτωση ένας ολόκληρος πληθυσμός, μια ολόκληρη κοινωνία να πιστεύει σε μία «βιτρίνα», χωρίς αυτή, μιλώντας μεταφορικά, να έχει βγάλει ποτέ τις εφημερίδες απ’ την πρόσοψη και την επιγραφή που γράφει με κόκκινα μεγάλα γράμματα «Ανακαίνιση»; Υπάρχει περίπτωση να πιστεύει σε ένα «προϊόν» που δεν έχει ποτέ δει ή αγγίξει, και ακόμα περισσότερο, να το διαφημίζει και να προπληρώνει για αυτό; Μπορεί για κάποιους το άδειο και σκοτεινό μαγαζί με καλυμμένες τις κούτες των προϊόντων να φαίνεται ολοζώντανο, γεμάτο και προσοδοφόρο;

Το νέο βιβλίο του Τάσου Ψάρρη Η Βιτρίνα μας λέει πως, ΝΑΙ, μπορεί. Μέσα σε ένα μυθιστόρημα 462 σελίδων, φαίνεται πως δεν θα ήταν τόσο δύσκολη μια τέτοια παραφροσύνη, αρκεί να υπήρχε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να πιστέψουν όλοι σε κάτι. Συνήθως ο φόβος για την απόλυτη απειλή δημιουργεί συσπειρώσεις και ιδεολογήματα με ακραίες ιδέες, με φαντασιοπληξίες και μαζικές υστερίες καθώς επίσης και μια μανία καταδίωξης. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην κοινωνική Ιστορία αποτελούν οι διώξεις των «μάγων» και των «μαγισσών» κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, όπως επίσης και η αντικομμουνιστική παράνοια του Μακαρθισμού στις ΗΠΑ (1950-1954).

Τέτοιες ιδέες και στάσεις μπορούν να υπάρχουν και σε μικροκοινωνίες, ωστόσο, το ζητούμενο του μυθιστορήματος δεν είναι αυτό. Είναι η διήγηση μιας ιστορίας: Αυτής ενός χωριού που μαστίζεται από «λειψυδρία» και φτώχεια. Για να ορθοποδήσει ο τόπος πρέπει οι γυναίκες του χωριού –όλες, ανεξαιρέτως, τουλάχιστον μία από κάθε οικογένεια– να δουλεύουν στο «ελαιοτριβείο», που είναι πολλά περισσότερα από ένα ελαιοτριβείο. Οι γυναίκες δίνουν ελεύθερα το σώμα τους σε όλους τους άντρες, και κανείς δεν ζηλεύει μέσα σε αυτή την κατάσταση. Όμως, γιατί πραγματικά το δίνουν; Υπάρχει ένα κυρίαρχο αφήγημα στο χωριό, το οποίο είναι πως η φτώχεια μαζί με την έλλειψη νερού απαιτούν θυσίες από όλους για την επιβίωση και διαιώνιση της κοινότητας. Όμως αυτό το αφήγημα, ποιοι το αναπαράγουν; Και με ποια διαδικασία ή δικαιολογία γίνεται αυτό πιστευτό; Αυτή η κοινωνία πιστεύει σε μια αόρατη απειλή, αυτή της φτώχειας και της αφυδάτωσης, και σε μια κατάσταση που οδηγεί τα μέλη της, το καθένα ξεχωριστά, να είναι απόλυτα πεπεισμένο για αυτό που ξέρει.

Τι γίνεται όμως όταν ένας εξωκοινωνικός, ένας τρίτος, έρχεται στο χωριό και βλέπει πράγματα που δεν θα έπρεπε να βλέπει; Και αυτό όντως γίνεται κάποια στιγμή, με την έλευση ενός νεοδιόριστου δασκάλου. Αυτός ο δάσκαλος όμως δεν βλέπει εκείνη την απειλή που όλοι λένε και όλοι θυσιάζουν τις προσωπικές τους ζωές για να την υπερνικήσουν. Ίσα-ίσα, βλέπει μια ακόμα μεγαλύτερη, αλλά για τους άλλους ανύπαρκτη, εφ’ όσον δεν την βλέπουν, εφ’ όσον η «βιτρίνα» τους τούς έχει μαγέψει, και όσο προχωράει σε ιδιωτικές έρευνες, συνειδητοποιεί πως συμβαίνει κάτι φρικτό στο χωριό σε τόσο μεγάλη κλίμακα, που δεν το χωράει ανθρώπου νους... Δεν μπορεί όμως να μιλήσει εύκολα και τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ επίκινδυνα για τον ίδιο και για αυτούς που εμπιστεύεται, επειδή αρχίζει να απειλείται ανοιχτά και κλειστά από διάφορα μέλη της κοινότητας.

Το μυθιστόρημα έχει χαρακτηριστικά μυστηρίου και ψυχολογικού θρίλερ. Οι περιγραφές είναι πάρα πολύ ζωντανές και δίνουν την εντύπωση κινηματογραφικής αναπαράστασης. Ίσως γιατί ο κινηματογράφος αντιγράφει τη ζωή και ορισμένες φορές η ζωή τον κινηματογράφο, αυτό είναι πολύ καλό γιατί έτσι οι σελίδες διαβάζονται απνευστί. Στο πλαίσιο όμως των χαρακτήρων, που αναπτύσσονται σε προχωρημένο επιπέδο, γίνεται και μια φιλοσοφικού τύπου αναζήτηση της αλήθειας. Αναζήτηση της αλήθειας και των μέσων περιγραφής της βέβαια. Γιατί και η αλήθεια, και η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να την εκφράσουμε είναι πανδύσκολο ζητούμενο. Επομένως, η αγωνία της αλήθειας συναγωνίζεται εντός των προταγωνιστών με την αγωνία της περιγραφής της πραγματικότητας και του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, καθώς επίσης και των φόβων τους.

Είναι πολύ έντονο το τέλος και δεν χρειάζεται κάποιος να πει περισσότερα σε μια εισαγωγική περιγραφή. Πάντως αυτό είναι ένα μυθιστόρημα-εξερευνητική προσπάθεια για τις κοινωνίες/βιτρίνες, εκείνες που είναι επικίνδυνα χαμένες στην απομόνωση των σκέψεων και των δράσεών τους.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Π.Βρεττάκος