Βιβλίο Συνεντεύξεις

Αντίποδες: συνέντευξη με τους Θοδωρή Δρίτσα και Κώστα Σπαθαράκη

από kaboomzine

Τον Κώστα Σπαθαράκη και τον Θοδωρή Δρίτσα μπορεί να τους γνωρίζατε από τη Λεύγα ή από επιμέλειες και μεταφράσεις όπως αυτή του βιβλίου του Λατούς για τον Καστοριάδη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Ήρθε όμως η ώρα να τους μάθετε και ως εκδότες. Οι εκδόσεις Αντίποδες έχουν ήδη βγάλει δύο εξαιρετικά βιβλία, που συζητήθηκαν και συζητιούνται πολύ. Πρόκειται το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και την Καρδιά Σκύλου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου. Και επειδή είναι πραγματικά εντυπωσιακή μια τέτοια ποιότητα και επιτυχία από το πρώτο κιόλας άνοιγμα, θελήσαμε να τους θέσουμε κάποιες ερωτήσεις.

Πώς και πότε ξεκίνησαν οι Αντίποδες; Πώς λειτουργούν; Πώς παίρνει κανείς την απόφαση  να μπει στον χώρο των εκδόσεων σε μια περίοδο που κολοσσοί του Τύπου, με όλα τα μέσα που διαθέτουν για επιθετικό μάρκετινγκ, οικονομία κλίμακας κλπ, δεινοπαθούν, ιδίως αν σκοπεύει να βιοποριστεί μέσα από αυτή του τη δραστηριότητα;

Κώστας Σπαθαράκης: Οι Αντίποδες βρίσκονται ακόμα στην εκκίνηση. Τα πρώτα δύο βιβλία μας κυκλοφόρησαν στις αρχές Δεκεμβρίου, και στα τέλη Μαρτίου θα ακολουθήσουν τα τρία επόμενα. Καθώς συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια ως μεταφραστές και επιμελητές, έχουμε αναπτύξει αυτοματισμούς και ενιαία λογική για τα ζητήματα του βιβλίου. Επομένως ήταν εύκολο να λάβουμε αποφάσεις από κοινού και να δουλέψουμε μαζί πάνω σε κοινές ιδέες. Πρέπει πάντως να πω ότι και η εμπειρία της έκδοσης της Λεύγας, υπήρξε εδώ καθοριστική. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, δεν είναι βέβαιο ότι οι μεγάλοι και ιστορικοί εκδοτικοί οίκοι έχουν περισσότερη δυνατότητα οικονομίας, καθώς η κλίμακα στο χώρο του βιβλίου δεν ορίζεται πάντα από το μέγεθος της επένδυσης αλλά από το εύρος του αναγνωστικού κοινού. Ένας μικρός οίκος όπως εμείς μπορεί να αξιοποιήσει άλλα πλεονεκτήματα. Σε ό,τι αφορά τον βιοπορισμό, αν καταφέρουμε να βγάζουμε την αμοιβή μας ως διορθωτές και επιμελητές για τα βιβλία που εκδίδουμε, θα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι.

Γιατί διαλέξατε το όνομα Αντίποδες; 

«Αντίποδες ονομάζονται όσοι κατοικούσιν εις τα δύο αντικείμενα άκρα μιας δαιμέτρου της Γης, και δια τούτο έχουσιν εστραμμένους ο εις προς τον άλλον τους πόδας των. Ούτοι κατοικούσιν εις αντίθετα ημισφαίρια, αντιθέτους μεσημβρινούς και παραλλήλους κύκλους, και έχουσιν ίσα μεν, αλλ' ετερώνυμα γεωγραφικά πλάτη. Προσέτι απέχουσιν απ' αλλήλων 180'=2700 γεωγρ. μίλ.· διότι το τόξον, το οποίον μετρεί την απ' αλλήλων απόστασιν, είναι ημιπεριφέρεια μεγίστου κύκλου. Έχουσι δε αντιθέτους τους καιρούς του ενιαυτού, τας ώρας του ημερονυκτίου, και τας ημέρας, καθώς φαίνεται από τους ημίσεις μεσημβρινούς των. Εάν λοιπόν ούτοι έχωσιν έαρ και μεσημέριον, οι αντίποδές των έχουσι φθινόπωρον και μεονύκτιον, εάν δε έχωσι την μεγίστην ημέραν, οι αντίποδες αυτών έχουσι την ελαχίστην.» (από τη Γεωγραφία μαθηματική, φυσική και πολιτική, συνταχθείσα υπό Ν. Χορτάκη, καθηγητού του εν Αθήναις Γυμνασίου, εκ της Τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1839, σ. 71)

Τι θέλετε να προσφέρετε στο αναγνωστικό κοινό; Έχετε κάποια εξειδίκευση ως προς το περιεχόμενο των βιβλίων που εκδίδετε;

Θοδωρής Δρίτσας: Το σχέδιό μας είναι να ανατρέψουμε ακριβώς αυτή τη λογική της εξειδίκευσης, γι’ αυτό και δεν θα ταξινομήσουμε τα βιβλία μας σε χωριστές σειρές. Φανταζόμαστε πάντα έναν αναγνώστη που θα ενδιαφέρεται για όλους μας τους τίτλους, και που θα θέλει να παρακολουθεί όλες μας τις επιλογές. Αυτό υπήρξε άλλωστε, κατά τη γνώμη μου, και το μοντέλο όλων των επιτυχημένων εκδοτικών παραδειγμάτων του παρελθόντος. Αυτήν την ενότητα προσπαθούμε να τονίσουμε και με την ενιαία αισθητική των εξωφύλλων και της τυπογραφίας.

Κ.Σ.: Θα δώσουμε έμφαση στην ελληνική λογοτεχνία και σε συγκεκριμένα ξένα βιβλία στην καλή μετάφραση των οποίων δίνουμε ιδιαίτερο βάρος, αλλά θέλουμε σταδιακά να εντάξουμε στο πρόγραμμά μας και κείμενα θεωρίας και ιστορίας. Το αν αυτές οι επιλογές θα συγκροτήσουν τελικά μια ενιαία εικόνα είναι κάτι που θα κριθεί στην πορεία.

Ακούγοντας τις εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης για αλλαγή κατεύθυνσης στην κρατική πολιτική όσον αφορά το βιβλίο και ευρύτερα τον πολιτισμό, ποια είναι τα μέτρα που εσείς πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να ληφθούν για να αναβαθμιστεί ο χώρος του βιβλίου;

Θ.Δ.: Υπάρχουν πολλά επιμέρους ζητήματα για τα οποία θα μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε και να διαφωνούμε με τις ώρες. Το βασικότερο όμως είναι πώς θα προαχθεί η ζωντανή και διαρκής σχέση με το βιβλίο, πώς δηλαδή θα διευρυνθεί και θα αναβαθμιστεί όχι ο χώρος του βιβλίου αλλά ο χώρος των αναγνωστών. Αυτό με έναν τρόπο μόνο μπορεί να γίνει: με ανοιχτές, πλούσιες, λαϊκές βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα. Οι βιβλιοθήκες αυτές δεν πρέπει να απευθύνονται μόνο στους ανθρώπους που έχουν ήδη επαφή με το βιβλίο, αλλά να δίνουν τη δυνατότητα και σε άλλους να παρακολουθούν την εκδοτική κίνηση, είτε μέσω της οργάνωσης εκδηλώσεων είτε μέσω της συνύπαρξης με άλλες δραστηριότητες.

Ποια είναι η γνώμη σας για την Ενιαία Τιμή Βιβλίου;

Κ.Σ.: Θα έλεγε κανείς ότι η κατάργηση της ενιαίας τιμής ρίχνει την τιμή του βιβλίου μειώνοντας το περιθώριο κέρδους του βιβλιοπώλη, και μέσω της αύξησης της κυκλοφορίας αυξάνει τα έσοδα του εκδότη. Στην πραγματικότητα όμως η βασική της συνέπεια είναι η καταστροφή των μικρών και των περιφερειακών βιβλιοπωλείων που επιβιώνουν μόνο ως χαρτοπωλεία κ.λπ., χάνουν την επαφή με το ποιοτικό βιβλίο και προσανατολίζονται μόνο στα μπεστ-σέλλερ. Έτσι περιορίζονται πάρα πολύ τα σημεία πώλησης: ένα καλό καινούργιο βιβλίο δεν μπορεί να βρει το κοινό του. Πρέπει να όμως να πούμε ότι το βιβλίο οφείλει να είναι φτηνό, ώστε να είναι προσβάσιμο σε όλους τους αναγνώστες.

Ποιο είναι το βιβλίο που δεν έχει ακόμη εκδοθεί στα ελληνικά και πιστεύετε ότι πρέπει;

Κ.Σ.: Μα τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν εκδοθεί αμέτρητα εξαιρετικά βιβλία και η ελληνική βιβλιοπαραγωγή παρακολουθεί πια από πολύ κοντά όσα γράφονται στο εξωτερικό. Πόσα από αυτά διαβάστηκαν και συζητήθηκαν επαρκώς; Το ερώτημα είναι ποια κείμενα είναι απαραίτητα στη σημερινή δημόσια συζήτηση και ποιες τάσεις της σύγχρονης ξένης λογοτεχνίας γνωρίζουμε λιγότερο.

Ισχύει κατά τη γνώμη σας αυτό που λέγεται, ότι δηλαδή θα ζήσουμε κάποτε το τέλος του βιβλίου, την υποκατάστασή του από ηλεκτρονικά μέσα;

Θ.Δ.: Μπορεί, και εμείς προσωπικά δεν έχουμε κανένα φετιχισμό με το χαρτί. Ένα καινούργιο κομπιούτερ μυρίζει εξίσου ωραία με ένα φρεσκοτυπωμένο βιβλίο. Για την ώρα όμως το έντυπο βιβλίο παραμένει το πιο ορθολογικό, όμορφο και οικονομικό μέσο ανάγνωσης.

Κ.Σ.:  Πάντως τα τελευταία χρόνια η τάση που παρατηρούνταν την προηγούμενη δεκαετία μάλλον αντιστρέφεται και η άνοδος του ψηφιακού βιβλίου μοιάζει να έχει ανακοπεί. Το εξαιρετικό βιβλίο του Άντονυ Γκράφτον Το έντυπο σε κρίση (ΜΙΕΤ 2013) συζητά πολύ νηφάλια όλο το ζήτημα και αποτιμά κριτικά την επίδραση που είχε το διαδίκτυο και οι υπολογιστές στο χώρο του βιβλίου, τονίζοντας τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και τη διεύρυνση του κοινού.

Πώς φαντάζεστε τους Αντίποδες σε 10 χρόνια;

Κ.Σ.: Θα είμαστε ευχαριστημένοι αν τα βιβλία μας έχουν συμβάλει, έστω και λίγο, στη δημόσια συζήτηση και αν έχουν προσφέρει χώρο έκφρασης και ένα πλαίσιο που να την αναδεικνύει.

Επιμέλεια για το kaboom: Γιάννης Κτενάς

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine