Σημειωματάριο

Η αστεία 25η Μαρτίου: Τα γκάλοπ, οι παρελάσεις και ο Μακρυγιάννης‏

Συνήθως κάπως έτσι διεξάγονται τα γκάλοπ: Ο δημοσιογράφος με το μικρόφωνο στο χέρι βγαίνει στους δρόμους και αρχίζει να κάνει την ερώτηση που θα σφυγμομετρήσει την εθνική περηφάνεια: «Τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου;» Οι απαντήσεις ποικίλουν και σε κάθε περίπτωση αφήνουν έναν προβληματισμό ερμηνείας του φαινομένου "Νεοέλληνας". Απαντήσεις όπως: "Την ανεξαρτησία των προγόνων μας απ' τους βρωμότουρκους που νόμιζαν πως ο Έλληνας είναι ραγιάς για πάντα, άντε μην τα πάρω τώρα μπλα μπλα", ή και, "Tο νταμπλ του Θρύλου πέρσι, να δούμε θα το κάνει και φέτος;" δεν μπορούμε να μην τις συμπεριλάβουμε στην προβληματική της ερώτησής μας, καθώς προϋπόθεση για το γκάλοπ θεωρήθηκε η κατανόηση της φράσης «τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου» από τους ερωτηθέντες που με μεγάλο ζήλο πήραν μέρος στην έρευνα του καναλιού, δίνοντας τις περισσότερες φορές αλλοπρόσαλλες απαντήσεις.

Εικόνες οικείες. Κάθε χρόνο η επικοινωνιακότητα ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος βγαίνει απ' τα στενά ενδιαφέροντα των ακαδημαϊκών ιστορικών και περνάει μέσω των ΜΜΕ σε όλους μας. Μπορεί να νιώθουμε άβολα ή και ντροπή όταν ακούμε τις περίεργες φωνές διαφόρων συμπολιτών μας να εξαπολύουν μύδρους κατά της κυβέρνησης άσχετους με την ερώτηση, ή ρατσιστικά σχόλια για τρίτους, ωστόσο, αυτό δεν είναι ένα μέρος της κοινωνίας που δέχεται να παίξει με τους όρους του γκάλοπ και να αρθρώσει δημόσιο λόγο; Υπάρχει μια αμοιβαία σχέση ζήτησης και αγοράς ανάμεσα σε αυτούς τους παράλογους διαλόγους, τους ολότελα άσχετους και ασύνδετους μεταξύ τους. Ο δημοσιογράφος κάτι θέλει να ακούσει, το οτιδήποτε. Ο ερωτηθείς κάτι θέλει να πει, το οτιδήποτε. Και έτσι γίνεται ένα γκάλοπ!

Βέβαια, όταν δεν ξέρεις κάτι, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην απαντήσεις σε μια ερώτηση που σε ρωτάνε σχετικά, όχι αντιθέτως να παίρνεις περήφανο ύφος μπροστά στην κάμερα και να λες ό, τι πιο χαζό σου έρχεται, γιατί τότε θα εκτεθείς.  Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει στην ερώτηση κάτι τέτοιο: "Λυπάμαι, δεν έχω χρόνο, έχω κάποια σοβαρά meeting με Σαουδάραβες εμπόρους", και να εξαφανιστεί απ' το πλάνο, αφήνοντας την εντύπωση ενός ανερχόμενου Κροίσου που βοηθάει τη χώρα του με επενδύσεις εκατομμυρίων. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και πλούσιος και πατριώτης.

Έλλειψη παιδείας ή στοιχειώδους λογικής; Ίσως κάμποσο και απ' τα δύο, ωστόσο, το δεύτερο είναι σοβαρότερο. Όταν λείπει το δεύτερο, όλα είναι μάταια. Πάει και το πρώτο, πάνε και όσα ακολουθούν, πάνε όλα. Σε μια χώρα γεμάτη ξερόλες τι θέλεις να μάθεις; Για το προσφυγικό μιλάς; Θα ακούσεις την υπέρτατη ανάλυση δέκα ΟΗΕ μαζί. Για γεωπολιτική μιλάς; Τύφλα να 'χει το State Department. Για Ιστορία; Τον κακό τους τον φλάσκο οι εβραιομασώνοι καθηγητές των πανεπιστημίων και οι λοιποί γραφιάδες. Ένα σπάνιο φαινόμενο υπερανάπτυξης εγκεφάλων συμβαίνει στην Ελλάδα από πεφωτισμένους συνωμοσιολόγους που διατυμπανίζουν την αλήθεια.

Τα ΜΜΕ δημιουργούν έναν συναισθηματικά φορτισμένο λόγο που κυμαίνεται ανάμεσα στην κολακεία του τηλεθεατή και στην κριτική αποχαύνωσή του. Τα ΜΜΕ διαμορφώνουν τον τρόπο που βλέπουμε τα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα. Σχετικά πρόσφατα, ένας νεαρός καραφλός δημοσιογράφος κάποιου μεγάλου καναλιού βγήκε στην εκπομπή του πριν λίγο καιρό και παραθέτοντας τα λόγια ενός λαογράφου, είπε για τον Διονύσιο Σολωμό πως ήταν νόθος γιός ενός κόντε, αλκοολικός, ομοφυλόφιλος και Εβραϊκής καταγωγής. Η δημόσια κοινή γνώμη, ή μάλλον, αυτή του τηλεθεατή-παρατηρητή, πήρε φωτιά από τις τοποθετήσεις αυτές. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση είναι πως δεν υπήρξαν φιλολογικά αντεπιχειρήματα ή τοποθετήσεις πάνω σε ένα καθαρά ιστορικό-φιλολογικό ζήτημα. Κάποιος δηλαδή να παρέμβει και να πει πως ο Σολωμός ήταν όντως νόθος γιος του κόντε Σολωμού με την υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη (αναγνωρισμένο τέκνο παρ' όλα αυτά), πως ήταν από κάποιο σημείο και μετά γνωστός ο αλκοολισμός του, πως τα περί της ομοφυλοφιλίας του αποτελούν παραπληροφόρηση. Όσο για την εβραϊκή του ταυτότητα, αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά στην τελική, ούτε μας αφορά. Εμμέσως πλην σαφώς, αυτοί οι χαρακτηρισμοί (που, νοούμενοι ως τάχα προσβλητικοί, είναι ρατσιστικοί) θέλουν να μειώσουν τη λογοτεχνική αξία του ποιητή με βάση εξωλογοτεχνικά κριτήρια. Εμείς τον ποιητή κοιτάμε.

Έγινε αυτό το γεγονός και αμέσως άλλα ΜΜΕ και πρόσωπα της τηλεόρασης βιάστηκαν να πάρουν θέση απέναντι του καναλιού, και όχι της συγκεκριμένης εκπομπής, γιατί πιστεύουν ότι το "Κακό" έχει τις ρίζες του πιο βαθιά. Από το ίδιο κανάλι που μεταδίδεται η εκπομπή του νέου δημοσιογράφου πριν μερικά χρόνια μεταδιδόταν μία άλλη, που είχε ως σκοπό της αξιολόγηση διαφόρων ελληνικών προσωπικοτήτων ανά τους αιώνες και την αριθμητική τους θέση- αξιολόγηση στην "Ιστορία". Τότε όμως, κανένα άλλο κανάλι δεν έκανε παρεμβάσεις για την αυθαίρετη κρίση του τηλεοπτικού πάνελ, των τηλεοπτικών ψηφοφόρων και ούτω καθεξής. Όλοι θεώρησαν πως είχε κάθε δικαίωμα να εκθειάζει ιστορικά πρόσωπα και να διαμορφώνει απόψεις αυθεντίας. Το κανάλι έγινε μια αυθεντία, μόνο και μόνο επειδή είχε ένα μεγάλο τηλεοπτικό κοινό. Η διαφορά μεταξύ της συμπεριφοράς του τηλεθεατή  τότε και τώρα έγκειται στο γεγονός πως τότε δεν λεγόταν τίποτα δυσάρεστο για τις ιστορικές προσωπικότητες, ενώ τώρα κάποιος τόλμησε να πει κάτι κακό εναντίον του κατεξοχήν  "εθνικού" ποιητή, του Σολωμού. Αν αυτά λέγονταν για τον Καρούζο δεν θα υπήρχε καμία αντίδραση.

Η ίδια φρενίτιδα αναφορικά με οτιδήποτε "εθνικό" κυριαρχεί κάθε φορά που κάτι συζητείται στα ΜΜΕ. Για παράδειγμα, οι παρελάσεις. Ξεχνάμε μάλλον πολύ γρήγορα και εύκολα πως οι παρελάσεις γίνονται για έναν βασικό σκοπό πολιτικής, ο οποίος είναι, να εξαπατηθούν τα άλλα κράτη όσον αφορά τη γνώση της στρατιωτικής δύναμης αυτής της χώρας. Όλοι ξέρουν πως η εικόνα της οργανωμένης και πανίσχυρης στρατιωτικής παρέλασης δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα του στρατού. Αν ήταν έτσι, οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων και ο αρμόδιος υπουργός θα κατηγορούνταν για εθνική προδοσία ( γιατί το να αποκαλύπτεις και να δίνεις τα αληθινά στοιχεία και τους αριθμούς των όπλων θεωρείται πράξη κατασκοπείας, αυτές είναι άκρως απόρρητες πληροφορίες). Επομένως, μία παρέλαση είναι μία σειρά εικόνων, αυτή που θέλουμε οι άλλοι να πιστέψουν για εμάς. Παρεμπιπτόντως, δεν έχει σημασία αν ο Μεταξάς καθιέρωσε τη συστηματικότητα των παρελάσεων με ένα συγκεκριμένο τυπικό. Και στην αρχαιότητα οι στρατοί έκαναν παρελάσεις νικών, θριάμβους. Οι παρελάσεις δεν είναι εξ ορισμού φασιστικές, απλά είναι αυτό που θέλουμε να πείσουμε τους άλλους ότι είμαστε.

Αν κάποιος πει πως οι παρελάσεις είναι ένα ψέμα, δεν θα έχει και πολύ άδικο, αν μ' αυτό εννοεί πως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Θα έχει υπαινιχθεί έτσι τη σημασία αυτού του στρατιωτικού τελετουργικού. Προσωπικά ξέρω πως οι παρελάσεις είναι μια μορφή θεάματος, η υπερβολή της πειθαρχοφάνειας. Και επειδή το ξέρω, τις απολαμβάνω. Μπορεί να βγω και να τις χαζέψω τρώγοντας ένα σάντουιτς. Έτσι όπως ξέρω ότι στην παράσταση που θα δω το βράδυ στο θέατρο δε θα πεθάνει στ' αλήθεια ο πρωταγωνιστής μπροστά στα μάτια μου, αλλά είναι ο ρόλος του αυτός, υποκρίνεται. Έτσι και με τις παρελάσεις, δεν τις θεωρώ επικίνδυνες και φασιστικές, τις θεωρώ ψεύτικες και διασκεδαστικές. Ξέρω πως αυτό που βλέπω δεν ισχύει. Είναι show.

Διαβάζω αυτές τις μέρες τα "Απομνημονεύματα" του στρατηγού Μακρυγιάννη. Απ' την αρχή ως το τέλος, με την εισαγωγή του Γιάννη Βλαχογιάννη. Παλιά έκδοση, καλή έκδοση, σπάνιας επιμέλειας και σχολιασμού. Μέρες που είναι, πέρα απ' το να σχολιάζουμε τα κακώς κείμενα της πραγματικότητας, ας κάνουμε τη χάρη στον εαυτό μας και ας ρίξουμε μια ματιά στα υπέροχα γραπτά του στρατηγού Μακρυγιάννη που μας άφησε παρακαταθήκη. Αν και αγράμματος μέχρι το μέσον της ζωής του, και ύστερα, στα τριάντα κάτι χρόνια του τυπικά αλφάβητος, έγραψε ένα απ' τα ωραιότερα κείμενα στην ιστορία του νεοελληνικού λόγου. Τα διαβάζω και αισθάνομαι μπλεγμένος σε ένα κουβάρι αστυνομικής πλοκής. Με την ίδια αγωνία, με πρόσωπα που εναλλάσσονται πότε στο φως και πότε στη σκοτάδι, με μια μπλεγμένη ιστορία.

Παραθέτω μερικά αποσπάσματα :

«Πασσάδες και μπέηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! Ο μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φρατζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε τουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται, τον γελάνε εκείνοι που τον περιτριγυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη όπου θα χαθεί το βασίλειόν μας. Πλερώνουμε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήσει κανένας το μυστικόν, να μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμεις. Δι' αυτό πλερώνομε και παλουκώνουμε και σκοτώνομε και αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε.»

«Η πληγή του χεριού μου πήγαινε κακά, πρίσ' κε το χέρι μου και γίνη τούμπανο. Γύρευαν να μου το κόψουνε εις το νώμον οι γιατροί, όπου μόχαν βάλη εις τ' Ανάπλι να με γιατρέψουν. Τριάντα οχτώ μερόνυχτα δεν έκλεισα μάτι. Μ' ετοίμασαν εις θάνατον, έφερε όλα τα σύνεργα ο γιατρός να μου το κόψη. Πήρα το γιαταγάνι και γκρεμίστη κάτου από τη σκάλα και γλύτωσε, ειδέ θα τον πάστρευα. Και σηκώθηκα και πήγα εις την Αθήνα εις τον γιατρό, και με γιάτρεψε. Όμως σακατεύτηκα εξ αιτίας εκείνων των γιατρών του Αναπλιού, βήκαν τα κόκκαλα αδίκως. Κι αν δεν πήγαινα εις την Αθήνα, ήμουν χαμένος.»

«Ο Κυβερνήτης έκαμεν με τους πληρεξούσιους όσα του ήταν αναγκαία, τους αγόρασε- και ήταν και δικοί του. Τότε έκαμε και μιαν γερουσίαν όλο από αυτούς τους αγορασμένους, και κυβερνιώμαστε με τέτοια δικαιοσύνη. Άρχισαν ο κόσμος να ξυπνούν και να καταλαβαίνουν ότι δεν είναι ο Αγιάννης, είναι ο Καποδίστριας. Τότε βγαίναν τ' αγαθά του αιστήματα έξω αυτεινού και της συντροφιάς του. Ορκίζονται να είναι υπέρ της Ρουσσίας. Και όσοι μπαίνουν εις αυτό είναι πιστοί. Οι άλλοι κακοί πατριώτες και κατατρέχονται. Και γιομίζει η συντροφιά τους από τοιούτους συντρόφους. Οι μεγάλοι άντρες, όταν βρίσκωνται, είναι πολύτιμο τζιβαϊρκόν, τότε σώνουν έθνη. Όμως να είναι κατά το όνομα και τα έργα. Ο Κυβερνήτης δεν θέλει να ακούγη από τους Έλληνες σωτήρα και δεύτερον Θεόν τους, θέλει να είναι δούλος μιας δύναμης, να της κάμει δούλεψη- να χύση ένα φλυτζάνι γλυκό νερό να γλυκάνει τη θάλασσα.»

«Είπα σε πολλά μέρη, λέγω και τώρα, εγώ τάγραψα αυτά όλα κι' όποιος απ' όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι' όχι αλήθεια, έχει τον ελεύτερον να γράψη κι' αναντίον μου ό, τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος. Όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφευμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν. Όμως δεν έχει κανένας το δικαίωμα να γράψη ούτε υπέρ μου ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι όλα μου τ' αποδεικτικά και τα χαρτιά μου- και τότε ας γράψη ό, τι ο Θεός τον φωτίση. Κι' όταν τα διαβάση, τότε ας κάμη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κι εγώ έκαμα λάθη και κάνω, άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφονται και τα καλά μας και τα κακά μας.»

[Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Jan Verhas, Η παρέλαση των σχολείων στα 1878 (1880)]

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Π.Βρεττάκος