"(...)Μια Κυριακή, που λες, τα ’λεγα όλα τούτα στον Αργύρη, περσσότερο για να τα πω, γιατί όπως και τις άλλες φορές ούτε ήξερα αν με άκουγε, έτσ’ που δεν αποκρινόταν σχεδόν ποτές τ’. Του λέω του λέω, λοιπόν, και πώς μου ’ρχεται και τον ρωτάω αν στη δικιά τ’ τη δουλειά ζητάγανε κάναν άνθρωπο. Ούτε που ’ξερα πού δούλευε, τον είχα ρωτήξει δηλαδής μια φορά, αλλά δεν είχα λάβει απάντησ’, κι έτσι δεν το ξανασυζητήσαμε. Που λες, ναι, δεν ξέρω πώς μου ’ρθε, γιατί σου λέω δεν είχα καν ιδέα, αλλά τον ρώτηξα και να σου πω την αλήθεια περίμενα να μου πει κάνα «όλο ρωτάς», να ρουφήξει μετά μια το κονιάκ, όπως το ’χε συνήθειο, και να κόψ’ την κουβέντα κει. Δεν μπορείς εσύ να την κάνεις τη δικιά μ’ τη δουλειά. Ξέρεις τι δουλειά κάνω; λέει έξαφνα. Τόσο να πούμε που τα ’χασα γιατί δεν το περίμενα. Σου λέω νόμζα ότι δεν έδινε σημασία ντιπ. Με ξαναρωτάει, ξέρεις; Όχι, του λέω γω, σάμπως μου ’χεις πει ποτές; Νοκέρης είμαι στο Γιούνιον. Τον κοιτάω γω σα χαζός. Έχεις σφάξει ποτές γουρούνι; μου λέει. Τσουκ, του κάνω γω, αλλά έχω δει. Και το λοιπόν; Άμα θυμάσαι προτού να σφάξεις το γουρούνι πρέπει να το χτυπήσεις στο κεφάλι. Με τη βαρειά, με την τσάπα, δεν έχει σημασία. Πάντως πρέπει να το ζαλίσεις προτού του κόψεις το λιαιμό με το μαχαίρι, γιατί ειδάλλως δεν το κάνεις ζάφτι, μπορεί να σε σκοτώσει κιόλας. Αυτή τη δουλειά κάνω δω, αλλά με μοσχάρια. Οι Αμερκάνοι δεν τα ’κάνουν όπως μεις που τα καρφώνουμε με το σουβλί σ’ αυτήν την τρύπα ανάμεσο στο κεφάλι και το ραχοκόκαλο για να παραλυθούν. Τα κάνουν όπως τα γουρούνια. Με τη βαρειά κατευτείαν στο κούτελο, στο δοξαπατρί. Σταμάτησε δυο δεύτερα. Καταλαβαίνεις; μου λέει. Ξανά εγώ τσουκ. Αυτή τη δουλειά την κάνω γω. Είναι κάποιοι που προγκάνε τα μοσχάρια απ’ αυτά τα σα μαντριά που τα ’χουνε και τα φυλάνε έξω απ’ τα σφαγεία και τα οδηγάνε και τα φέρνουν και μπαίνουν ένα ένα ανάμεσο σε φράχτες που ίσα τα χωράνε. Έτσ’ να μην μπορούνε να κουνηθούνε ντιπ, να τρεχάξουνε να φύγουνε. Κολλάνε τα μεριά τους στους τοίχους, πώς να σ’ το πω. Ε, εκεί απάν’ στον τοίχο του φράχτ’ έχει ένα σαν πλατύσκαλο και στέκουμαι γω και παραφυλάω και μόλις βρω ευκαιρία, έτσ’ δα μια στιγμή όσο να πάψει λίγο το μοσκάρι να κουνάει το κεφάλι τ’, του κοπανάω μια με τη βαρειά ανάμεσο στα μάτια. Έγειρε πάν’ απ’ το τραπέζι κι άπλωσε τα δυο τα δάχτυλά τ’ στο μέτωπό μ’, έτσ’ δα λίγο, ίσα να μ’ ακουμπήσει, να, σαν όπως όταν σφραγίζει ο παπάς το μωρό στη βάφτιση. Δω το χτυπάω και το ξαπλώνω, μου λέει. Αυτό θα πει νοκέρης. (...)"
Δ. Παπαμάρκος, Γκιακ, σελ 109-111
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, γεννημένος το 1983 στη Μαλεσσίνα Λοκρίδας, μόλις εξέδωσε το τέταρτο βιβλίο του, από τις νεοπαγείς εκδόσεις Αντίποδες. Πρόκειται ίσως για το καλύτερό του βιβλίο. Το εξαιρετικά δουλεμένο ύφος του, που μας είχε εντυπωσιάσει ήδη από τη Μεταποίηση, φτάνει εδώ σε νέα επίπεδα, γίνεται ακόμη πιο συμπαγές και πυκνό- διαβάζουμε έναν συγγραφέα με τη βαθειά σημασία του όρου. Το kaboom μίλησε μαζί του για τη νέα του συλλογή, το Γκιακ.
Επεξεργάζεσαι με μαεστρία το στοιχείο της προφορικής λαϊκότητας. Τι σε γοητεύει σε αυτόν τον λόγο, τι συναντάς εκεί, ποια είναι η βιωματική σχέση σου μαζί του;
Η αλήθεια είναι πως για πολλά χρόνια το γεγονός ότι μεγάλωσα μέσα σε αυτό το γλωσσικό περιβάλλον, αποτέλεσμα μίας άτυπης συμβίωσης με τους παππούδες μου, με εμπόδιζε να εκτιμήσω την έντονη λογοτεχνικότητα του τοπικού ιδιώματος σε αντίθεση για παράδειγμα με αυτό που μου συνέβη όταν ήρθα σε επαφή με άλλες διαλέκτους και την ποιητική τους δυναμική, έτσι όπως για παράδειγμα αυτή εκφράζεται στην στιχουργική του παραδοσιακού και λαϊκού τραγουδιού. Με άλλα λόγια, η καθημερινή τριβή με τα ακούσματα του τόπου μου –διάλεκτο, αλλά και παραδοσιακό τραγούδι– μου είχε προκαλέσει μία ιδιότυπη συγκινησιακή ανοσία λόγω της εξοικείωσης. Αυτό άλλαξε θέλω να πιστεύω όχι μόνο εξαιτίας της μακρόχρονης απουσίας μου από τον τόπο μου, αλλά και λόγω μία εσωτερικής διαδικασίας ωρίμανσης η οποία μου επέτρεψε την επαναθέαση του οικείου ως ξένου. Όταν συνέβη αυτό, και σε συνδυασμό με τις αφηγηματικές ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετηθούν κατά την συγγραφή του «Γκιακ», ανακάλυψα ότι αυτή η γλώσσα όχι μονάχα δεν παρουσιάζει ελλείμματα ως λογοτεχνικό εκφραστικό μέσο, αλλά ότι είναι κατά κάποιον τρόπο το δομικό στοιχείο αυτών των ιστοριών.
Στην παρούσα συλλογή περιέλαβες για πρώτη, νομίζω, φορά κι ένα έμμετρο αφήγημα, που μας χαρίζει και μια από τις πιο όμορφες φράσεις του βιβλίου, μια φράση που είναι καθαρός στίχος: "και μες στο νου της παίζουνε σκοποί του καλωσήρθες". Πώς και θέλησες να πειραματιστείς με αυτήν τη φόρμα;
Δεν ήταν τόσο πειραματισμός όσο κάτι που ήρθε αβίαστα όταν σχηματοποιήθηκε στο μυαλό μου η πλοκή του συγκεκριμένου αφηγήματος. Θεώρησα δηλαδή πως η καταλληλότερη φόρμα για μια ιστορία που αφορά την σύγκρουση μιας γυναίκας με τον Χάρο ως πρόσωπο δεν μπορεί παρά να είναι ο δεκαπεντασύλλαβος. Ίσως και τα ακούσματά μου και η επαφή με το δημοτικό τραγούδι, χωνεμένα μέσα στα χρόνια, να με παρακίνησαν μάλλον αντανακλαστικά σε αυτήν την επιλογή. Επιπλέον, το συγκεκριμένο αφήγημα που τέμνει στη μέση μία συλλογή διηγημάτων όπου οι πρωταγωνιστές είναι όλοι άντρες, οι οποίοι ναι μεν συγκρούονται με τις παραδοσιακές δομές της κοινωνίας όπου ζουν, αλλά όχι πάντοτε επιτυχημένα, επέτασσε η θεματική του διαφοροποίηση να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη μορφική. Σε αντίθεση δηλαδή με τα διηγήματα, σε αυτό το αφήγημα κεντρικός χαρακτήρας είναι μία γυναίκα, η οποία επιπλέον όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον Χάροντα δεν ηττάται.
Πολλά από τα πρόσωπα των διηγημάτων έχουν έρθει αντιμέτωποι με το γκιaκ, το αίμα, όχι στη θεωρία αλλά στην πράξη, το είδαν να κυλάει μπροστά τους ή το έχυσαν οι ίδιοι. Πώς τους ορίζει αυτό; Πώς τους ορίζει το γεγονός ότι έχουν αντικρύσει τη βία πέρα από το νόημα, τη βία πέρα από το δίκαιο και το άδικο, το κακό που, όπως πολύ όμορφα λέει η Άρεντ, δεν είναι τροπικότητα του καλού, τη βία καθεαυτή;
Οι ήρωες των διηγημάτων έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με το γκιακ, αλλά όχι μόνο με την κυριολεξία του ως αίμα ή ως βίαιο έγκλημα. Η εμπλοκή τους με το γκιακ είναι εμπλοκή με τη βία –άλλωστε όλοι τους είναι πρώην στρατιώτες–, αλλά και εμπλοκή και σύγκρουση με αυτό που συμβολίζει το γκιακ. Το πλαίσιο δηλαδή των παραδοσιακών κανόνων το οποίο ενώ κάποτε όριζε το περιβάλλον δράσης τους, έχει καταντήσει πια κάτι ανοίκειο. Παράλληλα, η θέασή τους λοξοδρομεί επηρεασμένη από το βίωμα του πολέμου κι αυτή τους την υπερέκθεση στη βία. Ωστόσο, το γκιακ συνεχίζει να τους ορίζει μιας και τους αναγκάζει σε μία αναθεώρηση της ταυτότητάς τους, συνειδητή ή μη δεν έχει και πολύ σημασία, κι έτσι βίαια τους συστήνει στον θαυμαστό καινούριο κόσμο της νεωτερικότητας. Τελικά όμως το αίτημα που όλοι τους ανεξαιρέτως προτάσσουν μέσα από αυτήν την αναμέτρηση με το γκιακ θα μπορούσε να συνοψισθεί άριστα με τους στίχους του Ν. Γκάτσου στον «Ευαίσθητο Ληστή»: Μα τώρα που έφτασε η στιγμή / να κλείσουν οι λογαριασμοί / ποιος τάχα θα μπορέσει / να δει πως είχα μια καρδιά / σαν της αγάπης τα παιδιά / και να με συγχωρέσει;
Η συγκάλυψη της βίας είναι φυσικά βασικότατο χαρακτηριστικό και των σημερινών δυτικών κοινωνιών. Για να το πούμε με τα λόγια του Αργύρη, του νόκερ, του βασικού προσώπου ενός από τα πιο δυνατά σου διηγήματα, "Και να την ξέρει ο άλλος την αλήθεια, όταν την βλέπει, γυρνάει τα μάτια αλλού", "Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει ο άλλος". Έτσι και σήμερα οι νομοταγείς πολίτες απωθούν τους βασανισμούς των μεταναστών και των κρατουμένων, η αμερικανική κοινωνία στρογγυλοκάθεται πάνω στο Γκουαντάναμο, πολλοί διατείνονται ότι λατρεύουν τα ζώα αλλά τρώνε κρέας κανονικότατα…
Η υποκρισία ως δομικό στοιχείο της νεωτερικής κοινωνικής συγκρότησης είναι πράγματι ένα πολύ κεντρικό στοιχείο του βιβλίου. Πυρήνας της είναι η συγκάλυψη, αντί της εξάλειψης πρακτικών, που αποδίδονται σε προνεωτερικές και άρα αξιωματικά λιγότερο “πολιτισμένες” συγκριτικά κοινωνίες. Οι ήρωες των διηγημάτων, άνθρωποι που βρίσκονται ακριβώς στο μεταίχμιο αυτής της μετάβασης βιώνουν άμεσα τις συνέπειες αυτού του διαζυγίου λόγου και πράξεων. Για παράδειγμα ο Αργύρης του «Νόκερ», θύμα αυτής της υποκρισίας, σχολιάζει αυτό το ιδιότυπο Newspeak του μοντερνισμού λέγοντας «απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν’ έτσ’ στ’ αυτιά πιο ωραίο», ενώ ο ήρωας αντίστοιχα του «Ντο τ’ α πρες» δεν δέχεται να υποταχτεί σε αυτήν την υποκριτική συνδιαλλαγή. Το στοιχείο όμως της υποκρισίας δεν είναι το μόνο. Συμπληρώνεται από το ότι η παραδοσιακή κοινωνική και ηθική συγκρότηση, το γκιακ, δεν μπορεί να καλύψει τις ακραίες καταστάσεις, τις καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, που βρίσκονται αναγκαστικά έξω από την εμβέλειά του.
Δεν μπορούμε να κλείσουμε χωρίς να αναφερθούμε στην εξαιρετική δουλειά της έκδοσης- πραγματικά χαίρεσαι να κρατάς το βιβλίο στο χέρι, να κοιτάς το εξώφυλλο. Παρόλο που είχες ήδη εκδώσει τρία βιβλία, τα δύο τελευταία στον Κέδρο, αποφάσισες να βγάλεις το τέταρτο στις νεοσυσταθείσες εκδόσεις Αντίποδες. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;
Σ’ ευχαριστώ που θέτεις αυτό το ερώτημα, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να ξεκαθαρίσω πως η επιλογή μου αυτή δεν είναι έκφραση δυσαρέσκειας προς τον «Κέδρο», τον εκδοτικό οίκο που με φιλοξενούσε έως τώρα. Το αντίθετο, παραμένω ευγνώμων για την έμπρακτη εμπιστοσύνη που μου έδειξε ένας ιστορικός οίκος όπως ο «Κέδρος» όταν δημοσίευε το πρώτο μου βιβλίο στα δεκαεφτά μου, ούτε και μπορώ να παραγνωρίσω την στήριξη των ανθρώπων του όλα αυτά τα χρόνια . Για μένα ο Κέδρος δεν ήταν ούτε και είναι ένα «μαγαζί» με το οποίο έπαψα να συνεργάζομαι. Οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους εκεί είναι πρώτιστα προσωπικές κι έπειτα οτιδήποτε άλλο. Και αυτό είναι κάτι που βρίσκει κανείς σπάνια σε κάθε χώρο, όχι μονάχα τον εκδοτικό.
Αυτός είναι και ο λόγος που οδηγήθηκα στους «αντίποδες». Τυχαίνει να είμαι χρόνια φίλος με τα παιδιά από τους “αντίποδες”, τον Κωστή Σπαθαράκη και τον Θοδωρή Δρίτσα, οπότε όταν μου ξεφούρνισαν την πρόθεσή τους να ξεκινήσουν με τον εκδοτικό και μου ζήτησαν το –ανολοκλήρωτο σε αυτή τη φάση– βιβλίο μου δεν μπορούσα παρά να πω «ναι». Εκτιμώ απεριόριστα το αναγνωστικό τους κριτήριο, οπότε η επιλογή του Γκιακ ως το πρώτο τους βιβλίο ελληνικής λογοτεχνίας ένιωθα να με τιμά στα όρια της αμηχανίας. Αλλά δεν ήταν μονάχα η εμπιστοσύνη που τους είχα ως αναγνώστες, αλλά κι η εμπιστοσύνη στην δυνατότητα πραγμάτωσης του φιλόδοξου εκδοτικού τους οράματος –τόσο λογοτεχνικού όσο και αισθητικού– που με οδήγησε στους «αντίποδες». Για να είμαι όμως απολύτως ειλικρινής, μάλλον περισσότερο βάρυνε στην επιλογή μου ο ενθουσιασμός και η βαθειά χαρά που μου έδωσε το γεγονός ότι δύο καλοί μου φίλοι –κι άνθρωποι λίγο πολύ στην ηλικία μου– είχαν τον τσαμπουκά να πάνε κόντρα στην «τρομοκρατία» της εποχής και να μπουν κατευθείαν στα βαθιά νερά μόνο και μόνο για να κάνουν αυτό που γούσταραν εδώ και καιρό. Και χωρίς διάθεση να παινέψω το σπίτι μου, το έκαναν αρνούμενοι στους εαυτούς τους και στο εγχείρημα το μαξιλαράκι των μικρών φιλοδοξιών του ερασιτέχνη. Μ’ άλλα λόγια ακόμα και να μην μου το είχαν ζητήσει, θα το είχα ζητήσει ο ίδιος να γίνω μέλος της οικογένειας των «αντιπόδων».
Τις ερωτήσεις έκανε για λογαριασμό του kaboom ο Γιάννης Κτενάς.