Το κείμενο που δημοσιεύεται παρακάτω είναι αυτό της εισήγησης που έγινε στη βιβλιοπαρουσίαση του μυθιστορήματος του Κώστα Σβόλη Το δικαίωμα των νεκρών (Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2018). Η βιβλιοπαρουσίαση έγινε στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα την Παρασκευή 30 Μάρτη του 2018.
Οι άνθρωποι, άμα είναι τυχεροί –που θα έλεγε και ο Ρολάν Μπαρτ–, συναντιούνται στις ρωγμές του χρόνου κι εκεί πια έχουν επιλογές: μπορούν να πραγματώσουν την πιθανότητα της συμφιλίωσης με αυτό που υπήρξαν, να ακουμπήσουν πάνω στις μνήμες τους, να βρουν γλώσσα και να μιλήσουν με κάποιους από εκείνους που συναντούν ή να προσπεράσουν και να συνεχίσουν το μοναχικό τους δρόμο, ερωτευμένοι με αυτό που υπήρξαν, προδομένοι από αυτό που υπήρξαν, ακρωτηριασμένοι από τη βεβαιότητα ότι δεν μπορούν να υπάρξουν σε μια συνέχεια.
Θαρρώ ότι το συγκλονιστικό στην ιστορία που διάβασα είναι η προσήλωση ακριβώς στην πρώτη και δύσκολη επιλογή, που δεν ανακινεί το παρελθόν σαν αιώνιο στοίχειωμα και βασανιστικό εγκλωβισμό-προπομπό της ιδρυματοποίησης σε μια ζωή σταματημένη σ’ «εκείνη την κρίσιμη ώρα», αλλά το ανασύρει στην επιφάνεια για να δούμε από την αρχή τα πεπραγμένα μας με αγάπη για τις ήττες, με κατανόηση για τις υπερβολές. Το παρελθόν μας γίνεται η φωνή που πρώτα θα τιμήσει ό,τι υπήρξαμε, μετά θα το περιθάλψει και τέλος θα μας ζητήσει να το εξελίξουμε. Δεν απαιτεί να μετατραπούμε σε κάτι καλύτερο, αξιολογικά ανώτερο, αλλά σε μορφές που θα θυμούνται το πριν, θα περικλείουν το τώρα και θα αφήνουν το ενδεχόμενο της επόμενης κίνησης ανοιχτό. Σαν σκαριά, περισσότερο ή λιγότερο ταλαιπωρημένα, μπορεί και να σαλπάρουμε για την ανοιχτή θάλασσα αφήνοντας πίσω μας τη σιγουριά των στάσιμων νερών, την ασφάλεια της συνήθειας, τη διάβρωση της ζώσας συνθήκης από την έντιμη συνθηκολόγηση της φθοράς και του πρόωρου –όχι χρονικά ή ηλικιακά αλλά– υπαρξιακά μαρασμού.
Κάπως έτσι, τα κεντρικά πρόσωπα του Δικαιώματος αφήνουν τις κορυφές μοναχικών ζωών και κατηφορίζουν στα ριζά των εαυτών τους καθώς συναντιούνται απρόσμενα με εκείνους που την ύπαρξή τους δε γνώριζαν. Κι ακόμα μια ιδιαιτερότητα αυτών των διαδρομών είναι πως ξεκινάνε με αφορμή τη διαθήκη «δικαίωσης» που φτάνει στα χέρια τους από το νεκρό Ανέστη: πρόκειται για έναν άνθρωπο που, όσο ζούσε, για την πλειοψηφία τους δε σήμαινε κάτι παραπάνω από μια αμυδρή γνωριμία. Τέσσερα, λοιπόν, από αυτά τα πρόσωπα (ο Λεό, ο Βασίλης, ο Σωτήρης και η Αλίκη) βρίσκονται με ένα γράμμα, διαφορετικό για το καθένα τους, με το οποίο ο Ανέστης τούς δίνει εκείνα τα στοιχεία που υποδεικνύουν ότι κάποιοι έχουν ικανούς λόγους ώστε να τον βγάλουν απ’ τη μέση και τα προϊδεάζει προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν τον ενδεχόμενο θάνατό του σαν κάτι άλλο από δολοφονία.
Για κάθε πρόσωπο, η κίνηση εντός της ιστορίας έχει διαφορετικό νόημα, οι επιπτώσεις που αυτή πυροδοτεί είναι άλλες. Οι ανάγκες τους, άλλωστε, καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα συναρτημένες από γενιές, μνήμες, βιώματα, ανεπάρκειες, κενά, αστοχίες, ματαιώσεις, εμμονές, αναζητήσεις. Γύρω τους θα σμίξουν σε άμεση ή έμμεση συνάντηση (και θα επηρεαστούν καθοριστικά οι ζωές τους) ο γέρος παλαιοπώλης, ο Πέτρος (ο δημοσιογράφος), η Βάσω, ο μπαρμπα-Νίκος, η Μυρτώ. Θα ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό ανεύρεσης στοιχείων και προσώπων σε ζικ ζακ διαδρομές από την ορεινή Αιτωλοακαρνανία μέχρι την Αθήνα, κι από τη Μπολόνια μέχρι τη Σύρα. Θα βρεθούν οι δολοφόνοι και θα αποκαλυφθούν. Ένα απ’ αυτά που ξανασκέφτεσαι όταν τελειώσεις το βιβλίο, περάσει λίγος καιρός και μιλήσεις γι’ αυτό με τους δικούς σου ανθρώπους κι έπειτα πάλι με τον εαυτό σου, είναι τι σήμανε για τον καθένα χωριστά αυτή η εμπλοκή, τι λογαριασμούς έκλεισε ανάλογα με τα χρέη που ο καθένας είχε στη ζωή του «πριν το βιβλίο». Για το Σωτήρη, το θέμα μπορεί να ήταν να ξαναπιάσει το νήμα όχι από κει που το άφησε, αλλά ακριβώς από τη στιγμή που σταμάτησε να το γνέθει κι αφέθηκε να παρασυρθεί στη συνήθεια, στην αδράνεια, στη σιγουριά μιας μίζερης ρουτίνας που δεν επιτρέπει ξαφνιάσματα, ανοίγματα, ρίσκα, χαρά. Για το Λεό, να ακολουθήσει τη ροπή που τον χαρακτήριζε πάντα, να μπλέκει σε περιπέτειες και να τραβιέται σε ιστορίες που περιστέλλουν την αυτοκαταστροφή και το ναρκισσισμό του, δίχως ωστόσο να τον γλυτώνουν απ’ αυτά. Για το Βασίλη, να επιστρέψει σε αξιακά και σχεσιακά περιβάλλοντα παρόμοια μ’ εκείνα που κάποτε σημαδεύτηκαν από την ήττα κι άφησαν χώρο στον αναχωρητισμό και τη συναισθηματική συρρίκνωση. Για την πιτσιρίκα την Αλίκη, να αναμετρηθεί η ζωή που εντέλλεται να ζήσει, με την επικινδυνότητα, το ρίσκο και την άγρια χαρά εκείνης που η ίδια θα φτιάξει μέσα από ρήξεις και δεσμούς καινούριους. Για τον παλαιοπώλη, να βάλει άξιο τέλος σε μια ζωή αξιοβίωτη αλλά και τόσο οδυνηρή, που την έκρυψε καλά καλά στη μονήρη καθημερινότητα ενός ιδιόρρυθμου, άρρωστου γέρου. Για τη Βάσω, να παλέψει μέχρις εσχάτων με τα «προγνωστικά» του ανεκπλήρωτου, έχοντας δοκιμάσει στο έπακρο τη μέθη της αδρεναλίνης και την ηδονή από την υποσχετική δύναμη της ευκαιρίας που η ίδια δημιούργησε για την εαυτή της. Για τον Πέτρο, το δημοσιογράφο, να δώσει επιτέλους –ξεπερνώντας αυτήν τη φορά τα όρια του αυστηρού επαγγελματισμού και μπαίνοντας στα νερά της καθαυτής πολιτικής πράξης– μια νικηφόρα μάχη με τους ορκισμένους πολιτικούς εχθρούς του ασκώντας μιαν ανορθόδοξη κι επικίνδυνη δημοσιογραφία όχι σαν μονάδα, αλλά σαν μέλος μιας αλλόκοτης παρέας συγκροτημένης ακριβώς γι’ αυτόν το σκοπό. Για το μπαρμπα-Νίκο, να τελειώσει τις μέρες του ακολουθώντας τις αρχές μιας ζωής που δε χώρεσε σε κομματικές γραμμές (όσο κι αν τις σεβάστηκε), υπήρξε τρυφερή και ρωμαλέα, ασυμφιλίωτη κατά βάθος με την ήττα, φιλοπερίεργη, μοναχική, μάλλον λυπημένη, κι ωστόσο διόλου θλιβερή ή άδεια. Για τη Μυρτώ, να διαχειριστεί μιαν επώδυνη ενηλικίωση όχι μόνο μέσω της ρήξης της με τις γονεϊκές προσδοκίες κι επιταγές, αλλά και μέσω της βίας που, στην πιο καθαρή εκδοχή της, άλλαξε ακόμα και τη φυσική της κατάσταση, χωρίς ωστόσο να της διαλύσει την παντοδυναμία της νεότητας ή να της συντρίψει την κατάφασή της στη ζωή.
Σ’ αυτό το καταπληκτικό σε δυναμική, αποχρώσεις, ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση τοπίο των ανθρώπινων συναντήσεων, όπως αναδύονται μέσα από το κείμενο, έχουν τη συμβολή τους κάποιες πολύ σημαντικές και συνάμα κοινότοπες –με την έννοια της μη επιτηδευμένης επιλογής ή πραγμάτευσης– υπαρξιακές θεματικές: είναι η διαχείριση του παρελθόντος σε συνδυασμό με αυτήν της συνέχειας. Κι εδώ το παρελθόν δεν αντιμετωπίζεται αόριστα ως βίωμα και μνήμη αλλά ως εκείνο το στοιχείο που συνέχει το όλον της ύπαρξης, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχει χαρίσει έναν προηγούμενο παράδεισο, απ’ τον οποίο τα πρόσωπα του Δικαιώματος ξέπεσαν, ή νομοτελειακά να τους υπόσχεται ένα υπέροχο μέλλον. Αυτό ακριβώς που δίνει καθολική υπόσταση στο παρελθόν τους είναι ότι στηρίζεται στο παρόν, αποκαλύπτεται σε χρόνο ενεστώτα και, καθώς φιλτράρεται μέσα από τις τωρινές επιλογές τους, ανοίγει ενδεχόμενους μέλλοντες χωρίς προδιαγεγραμμένες βεβαιότητες κι εξασφαλισμένες απολήξεις· με άλλα λόγια, λανθάνει ένα γενικό συμπέρασμα που αφορά κι εμάς, τους αναγνώστες: μπορούμε να γίνουμε αυτό που τώρα διαλέγουμε να είναι εκείνο που κάποτε υπήρξαμε. Μέσα σ’ αυτό το σοφό σχήμα αποκαθίσταται η συνέχειά μας όχι ως εχέγγυο ευτυχίας, αλλά ως προϋπόθεση ισορροπίας και δημιουργικότητας, ως επιτέλεση της κοινωνικής μας φύσης και συνάμα ως πραγμάτωση της υπέροχης μοναδικότητάς μας. Κι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον –όσο και τολμηρό– το γεγονός ότι η θεματική του παρελθόντος εμφανίζεται στο υπόστρωμα προσώπων που ηλικιακά ανήκουν σε όλο το γενεαλογικό φάσμα, με την υποδήλωση, επομένως, ότι δεν αποτελεί βάσανο-προνόμιο των «σοφών» γηρατειών αλλά διατρέχει όλο το διάστημα της ενσυνείδητης ζωής. Κι είναι απίστευτα τρυφερό που η διαχείρισή του γίνεται εντός της σχεσιακής εμπλοκής ανθρώπων από τόσες διαφορετικές γενιές, με συνέπεια την υπονόμευση των ηλικιακών διαχωρισμών και των στερεοτύπων που αναπαράγονται σε άλλες λογοτεχνικές προσεγγίσεις.
Κοντά στις θεματικές του παρελθόντος και της συνέχειας εμφανίζεται, αναπόφευκτα, και η θεματική του θανάτου. Στην ιστορία μας ο θάνατος ως γεγονός έρχεται σχεδόν με όλους τους πιθανούς τρόπους (κι αυτό έχει τη σημασία του): βίαια, είτε ως επιλογή –περισσότερο ή και καθόλου «ελεύθερη»– του υποκειμένου (η περίπτωση του παλαιοπώλη και του πρόσφυγα Φαρίντ) είτε ως επιλογή των δολοφόνων του (η περίπτωση του Ανέστη, της Άννας, του Μάνου και του οδηγού του φορτηγού). Σε μια περίπτωση, σ’ αυτήν του μπαρμπα-Νίκου, εκδηλώνεται ήρεμα ως η αναπόφευκτη κατάληξη κάθε έμβιου όντος. Υπάρχει επίσης και το βίαιο συναπάντημα με το θάνατο που ωστόσο εξοστρακίζεται σε περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό τραυματισμό (όπως η περίπτωση της Μυρτώς). Καμιά εκδοχή του δεν είναι παράδοξη ή παράταιρη, καμιά εκδοχή του δε στερείται ειδικού βάρους σε ό, τι αφορά όχι απλά την πλοκή, αλλά το υπαρξιακό υπόβαθρο της ιστορίας. Ο θάνατος που επιλέγει ο γέρος παλαιοπώλης ισοδυναμεί από τη μια μεριά με ένα τέλος «χρήσιμο» για την «κοινή υπόθεση», χαμογελά καταφατικά στη συνέχεια εκείνης της ζωής και εκείνων των αξιών που του χάρισαν την ευκαιρία της ύστατης πολιτικής και συντροφικής πράξης. Από την άλλη, ιδωμένος ως αυτοκτονία, εμπίπτει περισσότερο στο πεδίο ενός είδους ευθανασίας, της επιτέλεσης, με άλλα λόγια, του δικαιώματος σε έναν αξιοπρεπή και, στο βάθος του, τρυφερό τρόπο τερματισμού της ανθρώπινης ύπαρξης όταν αυτή φτάνει στα όριά της προοιωνίζοντας, μάλιστα, συνθήκες ευτελισμού και οδυνηρής μοναξιάς. Για τον Φαρίντ ο θάνατος είναι στην ουσία μονόδρομος, απόληξη της υπέρτατης πράξης θυσίας για όσους αγαπάμε, και ταυτόχρονα διαχείριση τέτοιων τραυματικών εμπειριών που σε άλλη περίπτωση θα στοίχειωναν τη ζωή μετατρέποντάς την σε εφιάλτη επαναλαμβανόμενο, σε μιαν ατέρμονη μάχη με τη θλίψη, τις ενοχές και την αυτοακύρωση. Και στο σημείο αυτό οι τρυφεροί και πληγωμένοι άνθρωποι κάνουν, κάποτε, χρήση του δικαιώματός τους να πουν «δεν αντέχω άλλο, ας το τελειώσω». Ο Ανέστης δολοφονείται γιατί αντιπροσωπεύει τον αιώνιο εχθρό του «Ζήτω ο θάνατος», αυτής της διαχρονικής, εμβληματικής προμετωπίδας των φασιστών: έχει γνώμη για το πώς θέλει να ζει, πραγματώνει την ηθικότητα που τον συγκροτεί, απολαμβάνει την κοινωνική του φύση, είναι φιλοπερίεργος, χαρούμενος, ανήσυχος, επινοητικός, βιώνει την καθημερινότητα με έναν φυσικό, αβίαστο πολιτικό τρόπο και, το πλέον ασυγχώρητο, δεν κοιτάει την πάρτη του. Η Άννα, πάλι, έχει ίσως τον πιο «άδικο» θάνατο: χωρίς καμιάν επίγνωση του πόσο οι πιο απλές και αυτονόητες προσωπικές επιλογές μας μπορούν να μπουν στο μικροσκόπιο μιας δολοφονικής μηχανής, πεθαίνει «προληπτικά», ως παράπλευρη απώλεια, στα πλαίσια της στρατηγικής που ακολουθεί ο Κύκλος. Στο απέναντι στρατόπεδο οι θάνατοι μπορούν με κυνισμό να ιδωθούν ως «εργατικά» ατυχήματα, ειδικά αυτός του οδηγού. Ο Μάνος ωστόσο, μέσα από μιαν ορισμένη οπτική, καταλήγει να πεθάνει επιβεβαιώνοντας απλώς το ρίσκο που ενέχει το να υπηρετείς πιστά και χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, ως δεξί χέρι, ένα αφεντικό-δολοφόνο. Βλέπει τη δουλειά του σαν μια δουλειά όπως όλες οι άλλες, δε δείχνει να εμφορείται από κάποια ιδεολογία ή αρχή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αυτό όμως δεν τον απαλλάσσει από το ενδεχόμενο να πληγεί και ο ίδιος την «επαγγελματική νόσο», το θάνατο. Ο μπαρμπα-Νίκος, στον αντίποδα όλων των υπόλοιπων προσώπων, έχει ένα ήσυχο, αθόρυβο τέλος. Φεύγει πλήρης ημερών που λένε, από γηρατειά, με το κατευόδιο από το Βασίλη και τους παλιούς του φίλους. Μ’ αυτούς, ως φαίνεται, διατηρεί μέχρι να κλείσει τα μάτια του σχέσεις εμπιστοσύνης, αγάπης, βαθιάς εκτίμησης και μικρών συνομωσιών. Σε τέτοιες εμπλέκονται και τα συγκεκριμένα παππούδια. Παραμένουν σε εγρήγορση, συμπράττουν και, ικανοποιώντας την τελευταία χάρη που τους ζήτησε, τιμούν όλα όσα υπήρξε γι’ αυτούς ο μπάρμπας. Μια πλούσια ζωή, με πολλά τραύματα και μοναχικότητα, με αποθέματα αγάπης και δοτικότητας, με αξιοπρέπεια, θάρρος και ισορροπία, τελειώνει έτσι σιωπηλά και σεμνά, χωρίς δραματικές εξάρσεις ή τυμπανοκρουσίες. Ένας ευτυχισμένος θάνατος για μια γενιά που προσπάθησε πολύ για όλα, και το πιο ενδιαφέρον και κοντινό σε μας κομμάτι της έμαθε να ζει με τα λάθη του δίχως μισαλλοδοξίες, διδακτισμούς και κυνισμό.
Μην ανησυχείτε πάντως: σ’ αυτό το βιβλίο οι άνθρωποι ερωτεύονται κιόλας· επίσης με διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι έρωτες σαρώνονται κυριολεκτικά από την Ιστορία. Γεννιούνται και μορφοποιούνται μέσα στους χώρους και στους χρόνους της από τους ανώνυμους δημιουργούς της, ακολουθούν τα λάθη, τις ήττες, τις επιλογές εκείνων. Τερματίζονται βίαια, πριν την ώρα τους, από τις παρανοήσεις και τους άτεγκτους κώδικες που διευκολύνουν οι ταραγμένοι καιροί. Παραμένουν, ωστόσο, με μιαν άφθαρτη δυναμική και μιαν απίστευτα θλιμμένη ομορφιά και επικαθορίζουν στο μαλακό υπογάστριο της μνήμης αυτούς που τους βίωσαν. Τέτοιου είδους έρωτες πεθαίνουν νέοι, κι επομένως έχουν ωραία πτώματα μιας και πάνω τους δεν πρόλαβαν να εγγραφούν ο χρόνος και η διαβρωτική τυραννία του αυτονόητου. Έτσι ερωτεύτηκαν ο γέρος και η Μαρία του. Ο έρωτας του Σωτήρη και της Ελένης είναι ιδιαίτερος, εμφανίζεται νωρίς νωρίς (σύμφωνα με τη βούληση του συγγραφέα στο κεφάλαιο «Η αρχή από το τέλος»), θαρρείς σχεδόν για να ξεχαστεί. Κι όμως, διατρέχει τη ζωή του, αποτελεί ένα βασικό ερμηνευτικό κλειδί της ιδιοσυγκρασίας, της μεταστροφής που συντελείται μέσα από τα γεγονότα στα οποία εμπλέκεται, συντελεί στο να δούμε τι και πώς υπήρξε, γιατί στο χρόνο εκκίνησης της ιστορίας είναι τόσο άχρωμος και με ποιους τρόπους, μέσα από τις πράξεις του, επαναδιεκδικεί και τελικά ανακτά τη σημασία της ύπαρξής του. Ο έρωτάς του είναι από τους δύσκολους: γεννήθηκε σε χρόνους, τόπους και κοινωνικά περιβάλλοντα που στερεοτυπικά ευνοούν την καψούρα, υπόκειται σε στερεότυπα και καταναγκασμούς, υπονομεύεται από αυτά, ενδεχομένως συνθλίβεται κιόλας. Ωστόσο, αν οι επιλογές του Σωτήρη στην ιστορία τού δίνουν συνολικά μιαν ακόμα ευκαιρία, αναπόφευκτα δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία και στο πεδίο του έρωτα αφήνοντας, κατά το αγαπημένο συνήθειο του αφηγητή, ανοιχτά ενδεχόμενα. Μας κάνει καλό πάντως να σκεφτόμαστε ότι μπορεί, αυτή τη φορά, και να τα καταφέρει. Ο Λεό όμως και η Βάσω ζουν –ομολογουμένως με κινηματογραφικό τρόπο– έναν αρχετυπικά καταραμένο έρωτα, που διατρέχει το χρόνο, τις συνθήκες, διαλύεται από τις ασυμβατότητες, αναδημιουργείται από τις αχόρταγες επιθυμίες, το δέσιμο, την έγνοια, τους ακατάλυτους κώδικες του χρόνου, τη βαθιά γνώση του ενός για τον άλλο. Κοιτάζονται σε ασυνέχειες, σε χρονικές ρωγμές, άτακτα, απροειδοποίητα, σε πλαίσια εκτός κανονικότητας. Αλλά κοιτάζει ό ένας την άβυσσο του άλλου και ξέρει, νοιώθει, υπάρχει πλάι του θριαμβευτικά και αναντικατάστατα. Η ευκαιρία του παρόντος χρόνου, να συνομολογηθεί η βαθιά ανάγκη του ενός για τον άλλο και να ενταχθεί σε μια λειτουργική σχέση, είναι μοναδική, δείχνει ελπιδοφόρα αλλά, υποκύπτοντας στα αυτοκαταστροφικά αντανακλαστικά της ηθικής ως έμπρακτη επιλογή από τη μεριά του Λεό, για μιαν ακόμα φορά συντρίβεται. Μοιάζει να είναι η τελευταία γιατί η Βάσω –εξουθενωμένη– αγγίζει κι αυτή με τη σειρά της όρια, αδυνατεί πλέον να κάνει εκείνο το άλμα προς τα εμπρός που θα μπορούσε να τον συμπαρασύρει και να φέρει τούμπα τις ζωές τους. Ένας καταραμένος έρωτας, τόσο μοναδικός και τόσο τρομακτικός συνάμα, που δύσκολα κάποιος από μας θα ευχόταν να ζήσει… Η Αλίκη και η Μυρτώ είναι, όπως συμβαίνει σε όλα τα πεδία (συγκριτικά με τα υπόλοιπα πρόσωπα του Δικαιώματος), στην αρχή και του έρωτα. Κι αυτός απλά συμβαίνει ανάμεσά τους, τρυφερά και αθώα, ισχυρά και κοσμογονικά, έτσι όπως ταιριάζει στις ανακατατάξεις μιας ζωής που είναι στα σκαριά, μιας ζωής που χτίζεται σελίδα τη σελίδα ωριμάζοντάς τες μέσα από δύσκολες επιλογές, χωρίς ωστόσο να τους αφυδατώνει τη λάμψη και την ορμή της νεανικής ηλικίας. Η επικοινωνία, η άνεση και η τρυφεράδα της πρώτης γνωριμίας, με καταλύτη την παρέα των συνωμοτών, γίνονται αβίαστα έρωτας, που μάλιστα ξεσπάει και αναγνωρίζεται ως τέτοιος όταν η Αλίκη νοιώθει να έχει απόλυτη ανάγκη την Μυρτώ. Αυτό, διόλου τυχαία ή αναίτια, συμβαίνει σ’ εκείνο ακριβώς το κρίσιμο σημείο εκκίνησης της χιονοστιβάδας που θα σαρώσει τις ζωές τους. Δοκιμάζεται όχι τόσο –ή όχι μόνο– από την αναμενόμενη κόντρα με τα συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής οικογένειας όσο από τα καταιγιστικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν. Κι ο έρωτας αυτός, τουλάχιστον, κρατάει θριαμβευτικά ως το τέλος του βιβλίου.
Η ανάγνωση του βιβλίου μέσα από το πρίσμα των διττών συναντήσεων, δομημένων πάνω σε ένα δυναμικό υπαρξιακό υπόστρωμα, υποβοηθείται με αριστοτεχνικό τρόπο από τις αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα, επιλογές που εμφανίζονται και στο Μαζί τους, αλλά εδώ φαίνεται ότι αναπροσαρμόζονται ώστε να διασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή λειτουργικότητα. Η κινηματογραφική γραφή –πέρα από την απόλαυση που προσφέρει– υποστηρίζει την κινητικότητα της ίδιας της ζωής, την κοινωνική και πολιτική ρευστότητα, υπογραμμίζει την πεποίθηση ότι μέχρι τέλους υπάρχουν κινήσεις που μπορούμε να κάνουμε, αποφάσεις που μπορούμε να πάρουμε, ανατροπές που μπορούμε να προκαλέσουμε, αντανακλά εκείνο το ιδιαίτερα προσωπικό ταξίδι κάθε ενσυνείδητου υποκειμένου. Διευρύνει τα όρια των επιλογών μας και καταδεικνύει τις συνδέσεις ανάμεσα σ’ αυτές, όσο ασήμαντες κι αν μοιάζουν, επισημαίνει τους πολλαπλούς πόλους γύρω από τους οποίους αρθρώνεται η ύπαρξή μας. Είναι ισχυρά τα μέσα της εικονοποιητικής δύναμης των λέξεων, της περιδίνησης σε τόπους και μέρη, των ήχων που απελευθερώνονται όταν στο σώμα του γραπτού κειμένου εισβάλλουν τα τραγούδια και η κουλτούρα τους, των λεπτομερειών με τις οποίες περιγράφονται τα πρόσωπα και η γλώσσα του σώματός τους. Τμήματα του βιβλίου θα τα απέδιδε η κάμερα με τα φυσικά χρώματα, άλλα με φίλτρα κι άλλα ασπρόμαυρα. Εδώ θα παίρναμε στα σοβαρά και τις υποδείξεις που μας κάνουν οι χρονικοί άξονες της αφήγησης, αυτό το παιχνίδι με το παρόν που στη στιγμή γίνεται παρελθόν ή μέλλον, το εύρημα ενός ύστερου μέλλοντος με το οποίο ανοίγει το βιβλίο, η παρείσφρηση (απώτατων) παρελθόντων μέσα στην αφήγηση. Αν οι εικόνες, οι ήχοι, οι πολλαπλές χρονικές στιβάδες αφορούν τα αφηγηματικά μέσα που ενεργοποιούν την απόδοση των συναντήσεων, μεγάλη σημασία επίσης έχει και η προταγματική επιλογή της συλλογικής διαχείρισης: μιλώντας με όρους νουάρ μυθιστορίας (στην οποία εντάσσεται ως είδος το Δικαίωμα) όλα ξεκινούν από την επιλογή του δολοφονημένου Ανέστη να δώσει μέσω γράμματος-διαθήκης την εντολή «δικαίωσής» του σε περισσότερα του ενός πρόσωπα, που στη συνέχεια αυξάνονται παίρνοντας τη μορφή του «συλλογικού» ντετέκτιβ. Αυτό το εύρημα δεν είναι απλοϊκά συμμορφούμενο με την πολιτική ορθότητα· για όσους γνωρίζουμε το συγγραφέα ή έχουμε επιλέξει τον «τόπο» του συλλογικού για να ζήσουμε τις ζωές μας, αποτελεί την πιο φυσική εκδοχή διαχείρισης κρίσιμων ζητημάτων είτε αυτά αφορούν στενά την ατομικότητά μας είτε την υπερβαίνουν. Με άλλα λόγια, είναι αυτονόητο πως για τη διερεύνηση ενός φόνου και την απόδοση δικαιοσύνης, στο βαθμό μάλιστα που πρόκειται για πολιτική δολοφονία, αν πρόκειται να κινηθούμε με οικεία και ίδια μέσα, δεν μπορεί παρά να ανατρέξουμε στο συλλογικό, και μάλιστα με όρους συμπληρωματικότητας δεξιοτήτων, φύλων, ηλικιών, κουλτούρας. Το ευτυχές στο βιβλίο –σε αντίθεση με αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο- είναι ότι το συλλογικό λειτουργεί και νικάει.
Στη συγκεκριμένη ιστορία σημειώνονται επίσης διαφόρων αποχρώσεων νίκες: κατά μία έννοια όλα τα πρόσωπα νικάνε στις αναμετρήσεις τους, ακόμα κι αν με το τέλος των γεγονότων βρίσκονται αντιμέτωπα με κορυφαίες απώλειες, όπως η Βάσω και ο Λεό. Γι’ αυτά τα δύο συγκεκριμένα μπορεί να ειπωθεί ότι τουλάχιστον τόλμησαν το ταξίδι, κι ας μη βρήκαν την (κοινή) Ιθάκη τους. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, όλοι κατήγαγαν υπαρξιακού τύπου νίκες, με κορυφαία αυτήν που σηματοδοτεί το αντάμωμα με τον ίδιο τον εαυτό τους μέσα από δύσκολες επιλογές και επώδυνες αναδιαπραγματεύσεις της προσωπικής τους διαδρομής. Υπάρχει, ωστόσο, και η υπέρτατη συλλογική νίκη, όσο κι αν είναι περιορισμένης ισχύος: έχουμε την ανεύρεση και αποκάλυψη των δολοφόνων του Ανέστη (και όχι μόνο) και το ανοιχτό ενδεχόμενο της –προς ώρας;– διάλυσης του φασιστικού Κύκλου. Επιτέλους νικάνε οι «καλοί», επιτέλους νικά ένα «εμείς» στο οποίο ο αναγνώστης ενστικτωδώς εντάσσεται (το βιβλίο μάλλον δε θα διαβαστεί από φασίστες). Με την έννοια αυτή, πρόκειται για κάθαρση στην πιο κλασική εκδοχή της που, με όρους αρχαίας τραγωδίας, εκπληρώνεται ακριβώς μέσα από την αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης του ηθικού/αξιακού κόσμου των προσώπων της ιστορίας. Με τα πρόσωπα αυτά ταυτιζόμαστε τόσο όσο απαιτείται, ώστε να παρακολουθήσουμε τις μάχες τους με επίγνωση των σκοτεινών πλευρών τους και μακριά από απλουστευτικές εξιδανικεύσεις. Κατά συνέπεια, αναπτύσσουμε μαζί τους ποικίλων βαθμών οικειότητα, διαφορετικής έντασης συναισθηματικούς δεσμούς. Η ψυχή και η διάνοιά μας έχει το ελεύθερο να ακουμπήσει εκεί όπου τα βιώματα και οι προσωπικές μας πορείες μάς κατευθύνουν. Όμοια μ’ αυτά, ασκούμε κι εμείς το αναφαίρετο δικαίωμα της επιλογής, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για μια ιστορία που, έτσι όπως αναπτύσσεται δυναμικά, μόνο δυναμικά/ενεργητικά μπορούμε να την παρακολουθήσουμε και να την απολαύσουμε. Στα δρώντα υποκείμενα συναντάμε σπαράγματα ανθρώπων από το δικό μας σύμπαν. Ακόμα κι αν δεν είναι ευθεία η αναγνώρισή τους, το ίδιο το υπόστρωμά τους μας δημιουργεί την αίσθηση ότι κάπου, κάπως τους έχουμε συναντήσει, πως δεν αποτελούν καθαρά αποκυήματα μυθοπλασίας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ή αλλιώς με όλα τα παραπάνω μέσα, έρχεται θριαμβευτικά ένα μπενγιαμινικών προδιαγραφών happy end: τα πρόσωπα της αφήγησης έχοντας στα χέρια τους τα γράμματα-διαθήκες, με τα οποία ο Ανέστης γυρεύει τη «δικαίωσή» του, πετυχαίνουν να εκδικηθούν το θάνατό του, εκδίκηση που διευρύνεται προς τα πίσω καθώς σ’ αυτήν παίρνουν μέρος και τα θαμμένα όπλα του αντάρτη μπαρμπα-Νίκου. Το ανακάτεμα των γενιών δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αθώο. Είναι αυτό που εξασφαλίζει την ιστορική συνέχεια των προσώπων και τα φτάνει πίσω στους μεγάλους ηττημένους του Εμφυλίου. Είναι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας, αρχικά ανάκατοι και δίχως τη συνείδηση του τι αποτελούν στην πραγματικότητα. Καταλήγουν, ωστόσο, μέσα από τις πράξεις τους να ενεργήσουν ως συνέχεια μιας μακράς σειράς –κατ’ επιλογή και όχι αναγκαστικά βιολογικών– προγόνων για λογαριασμό των οποίων εκδικούνται άμεσα ή έμμεσα τους απαράλλαχτους εχθρούς της ανθρωπινότητας. Στις σελίδες αχνοφαίνονται λυτρωτικά να παρακολουθούν την εξέλιξη της δικαίωσής τους εκείνοι που, μολονότι ηττήθηκαν, ωστόσο επιβίωσαν στη μνήμη ή (και) στις πράξεις των επιγόνων τους. Κι αυτήν τη δικαίωση απολαμβάνουμε ως αναγνώστες. Κάποιες από μας μια τέτοιαν ιστορία, μαζί με ανανεωμένο το αίτημα της εκδίκησης-δικαίωσης, θα θέλαμε να την κληροδοτήσουμε στις γενιές που θα μας ακολουθήσουν, με την ελπίδα ότι άνθρωποι θα συναντηθούν, ασυνέχειες θα αποκατασταθούν, τα σπαράγματα θα ενωθούν σε σύνολα, κι αυτοί στα θραύσματα του χρόνου θα γίνουν επιτέλους ολόκληροι και ευτυχείς…