Βιβλίο

Κώστας Σβόλης: Το δικαίωμα των νεκρών (προδημοσίευση)

από kaboomzine

Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, σηκώθηκε απαλά από το κρεβάτι για να μην ξυπνήσει τη Βάσω και τον Μπελαφόντε που κοιμότανε στο κλουβί του. Έβαλε καφέ στο μπρίκι κι άναψε τσιγάρο. Βάλθηκε να ψάχνει τις ατέλειες στα κίτρινα πλακάκια της κουζίνας, το σπίτι της έμοιαζε πιο πολύ με σπίτι πρωτοετούς φοιτητή παρά με σπίτι γυναίκας που είχε πατήσει τα τριάντα. Ακόμα κι αυτό το γουόκ στο οποίο παρίστανε ότι μαγειρεύει, ανακατεύοντας απλώς αταίριαστα πράγματα μεταξύ τους, ήταν τόσο εργένικο. Τι του έβρισκε και τραβιότανε μαζί του; Ίσως να ήταν από εκείνους τους λίγους άντρες που άντεχαν να την περιμένουν μέχρι να σχολάσει χωρίς να έχει γίνει κοτόπουλο από το αλκοόλ. Ίσως πάλι επειδή έλεγε τις πιο αστείες ιστορίες την ώρα που ξημέρωνε, ή ήξερε να βάζει το Νiva της μπροστά χωρίς κλειδιά, πράγμα που τη γλίτωνε από το να τα ψάχνει απελπισμένα μέσα στην πιο ακατάστατη τσάντα του κόσμου, αυτό ήταν σίγουρα ένας καλός λόγος. Βέβαια κι αυτός δεν ήταν ο άνθρωπος που θα μπορούσες να στηριχτείς πάνω του, χανόταν και εμφανιζότανε στα ξαφνικά, άμα έβλεπε ότι δεν τον έπαιρνε γλίστραγε πάλι σαν ίσκιος, για να εμφανιστεί μετά από καιρό και να παραγγείλει μια πέρδικα. Δεν του κάκιωνε, ούτε τον ρωτούσε πού ήταν, απλά πέταγε ένα «όλα καλά;» και του χαμογελούσε γλυκά. Τρία χρόνια κράταγε αυτή η ιστορία, από τότε που τη γνώρισε σ’ ένα μαγαζί που έπαιζε με μια άσχετη μπάντα, οι θαμώνες ήταν κάτι τελειωμένοι μεταλάδες και η μουσική που παίζανε άθλια, μα το μεροκάματο έπεφτε κάθε σαββατόβραδο και αυτός χάζευε τη Βάσω πίσω από την μπάρα για να μη βαριέται.

Το πρώτο φως βγήκε, το μικρό κομμάτι τ’ ουρανού που φαινόταν από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας ρόδισε, δεν έπρεπε να την μπλέξει σ’ αυτή την υπόθεση. Άφησε την κούπα στον νεροχύτη και άναψε ένα ακόμα τσιγάρο. Τι σκατά έκανε στη ζωή του; Όλα είχαν σκορπίσει γύρω του, τα καλύτερα παιδιά είχαν κουραστεί κι είχαν γυρίσει σπίτι. Στο δικό του σπίτι δεν τον περίμενε τίποτα πέρα από άψυχα πράγματα κι ένα παγωμένο κρεβάτι. Αν πραγματικά είχε λίγο μυαλό θα έπρεπε να πάει να ξαπλώσει δίπλα στη Βάσω και το πρωί να τη ρωτήσει αν θέλει να ζήσουνε μαζί. Να δεχόταν την πρόταση που του είχαν κάνει για μόνιμη εκπομπή στο ραδιόφωνο και τις Κυριακές να έτρωγε με τα σόγια αντί να κάθεται να κοιτάει το νοτισμένο ταβάνι του σπιτιού του, να ακούει γραντζουνισμένους δίσκους και να τρώει τηγανιτά αυγά. Ζούσε μέσα σε μια ψευδαίσθηση, ξόρκιζε την πραγματικότητα με τα ξενύχτια, τα χανγκόβερ και τις ερωτικές αρπαχτές. Απεχθανόταν τη μιζέρια των μικροαστών, αλλά τη δικιά του έκανε πως δεν τη βλέπει, την έκρυβε πίσω από τον σωρό με τα άδεια μπουκάλια μπίρας που πάντα ξέχναγε να επιστρέψει. Υπήρχαν μέρες που το τηλέφωνό του δεν χτύπαγε καθόλου, αν δεν έβγαινε για τσιγάρα ή για κανένα ποτό δεν θα είχε μιλήσει σε άνθρωπο. Οι φίλοι μετατρέπονταν σε γνωστούς, χανόντουσαν κάπου ανάμεσα σε γραφείο και σπίτι ενώ αυτός έμενε ακόμα κολλημένος στα σκαμπό και τις μπάρες της νύχτας. Κι η νιότη του είχε γκριζάρει και είχε ξεθωριάσει, η γοητεία του μετατρεπόταν σε γραφικότητα και ο τσιγαρόβηχας γινόταν όλο και πιο έντονος. Ο άγριος με το πέτσινο ήταν χεσμένος πάνω του, την αλήθεια πρέπει να τη λέμε, είπε στον εαυτό του καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του όσο πιο ήσυχα μπορούσε.

Ένας ήλιος με δόντια είχε ανέβει ήδη ψηλά, τυλίχτηκε όσο πιο σφιχτά μπορούσε μέσα στο τζάκετ του και τράβηξε για το καφενείο στη στοά της Πανεπιστημίου όπου είχε ραντεβού με τον Πέτρο. Προχωρούσε χωρίς να μπορεί να βγάλει από το μυαλό του τις πρωινές του ανησυχίες, προσπερνώντας τα κουφάρια των χριστουγεννιάτικων δέντρων δίπλα στους κάδους σκουπιδιών. Η διάθεσή του ήταν χάλια και ίσως το μόνο που ήθελε να κάνει να ήταν να το βάλει στα πόδια οδηγώντας ένα αμάξι σε κάποιον επαρχιακό δρόμο με στροφιλίκια και ακούγοντας το «Runaway» του Del Shannon ή το «Route 66» του Chuck Berry.

Έσπρωξε την τζαμένια πόρτα του καφενείου, το ραδιόφωνο τον επανέφερε στην πραγματικότητα, χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε ότι δεν χρειαζόταν να πληρώσει τέλη αυτοκινήτου και πλησίασε το τραπέζι που ήδη καθόταν ο δημοσιογράφος απορροφημένος στο λάπτοπ του. Έσυρε την καρέκλα για να καθίσει με περισσότερη δύναμη από όση χρειαζόταν, έτσι για να κάνει αισθητή την παρουσία του.

«Α!!! Ήρθες; Νομίζω πως ο Ανέστης δεν είναι ο μόνος.»

«Ο μόνος τι;»

«Ο μόνος που σκοτώθηκε κατ’ εντολή του αγαπητού Αγραπίδη...»

«Όπα! Το πάμε από την αρχή, κάτσε όμως να πάρω έναν καφέ γιατί ο πρώτος δεν ήταν αρκετός.» Σήκωσε το χέρι του προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του καφετζή. Ο Πέτρος άρχισε να του ξεφουρνίζει μια απίστευτη ιστορία πριν καλά καλά τραβήξει την πρώτη ρουφηξιά απ’ το χοντρό φλιτζάνι.

«Ο Αγραπίδης ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στα πολιτικά του ξαδερφάκια για το ποιος κάνει κουμάντο. Χωρίς όμως το μήνυμα να πάει παραέξω. Επέλεξε έναν στόχο χαμηλού προφίλ, τον οποίο θα μπορούσε να καμουφλάρει πίσω από τα διάφορα ξεκαθαρίσματα της νύχτας που σκάνε κατά καιρούς. Ο άνθρωπος που διάλεξε ήταν γνωστός με το όνομα Άμποτ, κατά κόσμο Θανάσης Σπίνος. Πορτιέρης σε διάφορα μαγαζιά και κατά καιρούς μπλεγμένος με κυκλώματα που πουλούσαν προστασία σε διάφορα κέντρα, αλλά και σε νταβατζηλίκια. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο “αρχηγός” της Λόγχης την αόρατη ασφάλειά του.»

«Τι είναι πάλι αυτό;»

«Ο “αρχηγός” θέλει ένα μάτι να προσέχει τον ίδιο αλλά και να παρακολουθεί τους δικούς του, το οποίο όμως να είναι έξω από την οργάνωση, να το ξέρει μόνο ο ίδιος και να τον ενημερώνει εκτός της τυπικής ιεραρχίας της οργάνωσης. Αναθέτει αυτή τη δουλειά στον Άμποτ και κάποια τσιράκια του. Δεν βασίστηκε στην εξυπνάδα του Σπίνου, για την οποία άλλωστε δεν φημιζόταν, αλλά στην απόλυτη εχεμύθειά του και στο ότι θα μπορούσε να κινείται περιφερειακά χωρίς να προκαλεί υποψίες. Δεν είχε ως τότε καμία ανάμειξη στα πολιτικά, αλλά ήξερε πολλά από τα πρωτοπαλίκαρα της Λόγχης, από τα γυμναστήρια και άλλες βρομοδουλειές.»

«Πολύ έξυπνο, ήταν κοντά χωρίς να κινεί υποψίες, γιατί όμως ο “αρχηγός” της Λόγχης χρειαζότανε τέτοια προστασία;»

«Μην είσαι ανόητος, δεν εμπιστευότανε τους δικούς του, όχι απόλυτα τουλάχιστον, δεν ήθελε κανένα απ’ τα πρωτοπαλίκαρά του να ισχυροποιηθεί τόσο ώστε να μπορεί να τον αμφισβητήσει. Έπρεπε να τους έχει στο χέρι, δεν είναι άλλωστε και λίγες οι φήμες ότι τους είχε δώσει όλους στην κυπ».

«Ναι, είχαν ακουστεί διάφορα γι’ αυτό».

«Όταν πριν από ένα εξάμηνο ο Άμποτ βρέθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο σ’ έναν δασικό δρόμο κοντά στο Καπανδρίτι, τα μονόστηλα των εφημερίδων απέδωσαν τον φόνο σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Είναι αλήθεια ότι είχε προηγηθεί και μια συμπλοκή με κάτι Ρωσοπόντιους σ’ ένα κωλάδικο στη Συγγρού, μάντεψε για ποιον δούλευαν οι Ρωσοπόντιοι;»

«Για τον Ουκρανό;»

«Μπράβο! Είσαι έξυπνο αγόρι.»

«Έλα, ρε μαλάκα, δεν παίζουν αυτά... ούτε ταινία να ήταν».

«Δεν ξέρω, σκέφτομαι μήπως γράψω κανένα μυθιστόρημα, η δημοσιογραφία πεθαίνει. Όμως σου έχω και συνέχεια.»

«Δηλαδή;»

«Ο “αρχηγός” παίρνει το μήνυμα και αρχίζει να τα μαζεύει, γίνεται πιο προσεκτικός, βάζει νερό στο κρασί του και δένει τη γραβάτα του πιο σφιχτά. Γίνονται και κάποιες δικαστικές έρευνες για τις επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου, βγαίνουν κάποιοι στον τάκο με κακουργήματα, το καράβι βάζει νερά.»

«Και πώς τα ανακάλυψες όλ’ αυτά;»

«Δεν τελείωσα, σου έχω κι άλλα, οι εισαγγελείς που τρέξανε τους Λογχίτες είχαν οικονομικά πάρε δώσε με τον Αγραπίδη. Ο οποίος εκτός όλων των άλλων ασχολείται συστηματικά με αγοραπωλησίες ακινήτων. Τους πούλησε λοιπόν κάτι ωραία φιλετάκια σε καταπληκτικές τιμές, τους έφτιαξε κανονικά λέμε. Τι σκέφτεσαι;» Ο Πέτρος παρατηρούσε με απορία τον φίλο του που έκανε μασάζ στο τριχωτό της κεφαλής του με τα δυο του χέρια

«Αυτός ο Άμποτ εμένα κάτι μου λέει, κάτι μου λέει από παλιά... Γαμώ το, δεν μπορώ να θυμηθώ με τίποτα, έχω κολλήσει...»

«Δεν νομίζω πως έχει και καμιά σημασία, δεν είναι παρά ένας σωρός από θαμμένα κόκαλα. Πρέπει να φύγω όμως, δουλεύω και σε μια εφημερίδα, ξέρεις.»

«Σε μια κωλοφυλλάδα θες να πεις, πρώτα όμως πες μου πώς τα έμαθες όλ’ αυτά.»

«Δημοσιογραφική έρευνα το λέμε... Βασικά ξεκίνησα από το τέλος προς την αρχή. Μου είχε κάνει εντύπωση που η τρίτη εξουσία βγήκε ξαφνικά από τον λήθαργό της και άρχισε να στριμώχνει, έστω και λίγο, τα φασιστάκια. Ξεκίνησα λοιπόν να τους ξεψαχνίζω, όσο για τον Σπίνο, η υποψία μου για την εμπλοκή του Αγραπίδη στη δολοφονία του δεν είναι παρά μια θεωρία...»

Ο Λεό τον κοίταξε καχύποπτα, κατάλαβε ότι κάποια πράγματα ο δημοσιογράφος θα τα κράταγε για τον εαυτό του. Τον άφησε να φύγει πρώτος και μετά από κανένα πεντάλεπτο βγήκε κι αυτός από το καφενείο. Δεν είχε συγκεκριμένο προορισμό, απλά περπάταγε προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Πριν χωθεί σε μια στοά κάπου ανάμεσα στην Πανεπιστημίου και την Σταδίου του ήρθε μπροστά στα μάτια του η σκατόφατσα του Άμποτ, ο πορτιέρης στο Pshyco, εκείνο το βράδυ που είχε γίνει ρινγκ ανάμεσα στα ροκαμπίλια και τους σκινάδες, μπορεί να έχουν περάσει και είκοσι πέντε χρόνια, ίσως και παραπάνω. Είχε εκτιμήσει αφάνταστα τις μπαγκέτες που εκείνη την εποχή κουβάλαγε σχεδόν πάντα μαζί του, πέρα από ήχους έχουν την ικανότητα να παράγουν φοβερά επιφωνήματα πόνου, ω ναι! Είχε φύγει από κει μέσα μ’ ένα σκίσιμο στο δεξί του φρύδι, ακόμα το κουβαλάει, και αρκετούς μώλωπες σε όλο του το σώμα, τουλάχιστον δεν είχε σπάσει κανένα πλευρό όπως ο κολλητός του, το Κουρέλι. Υπήρχε κάποιος που ίσως ήξερε κάτι παραπάνω για την πορεία του Άμποτ, δεν είχε παρά να τραβήξει για το Μοναστηράκι και να χωθεί στο υπόγειο δισκάδικο, αν ήταν τυχερός θα μάθαινε κάτι περισσότερο, στη χειρότερη θα άκουγε Cramps μετά από πολύ καιρό.

Ο Κ. Σβόλης

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Κώστα Σβόλη με τίτλο Το δικαίωμα των Νεκρών θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις των συναδέλφων μέσα στις επόμενες βδομάδες. Το πρώτο του μυθιστόρημα (Μαζί τους) κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις. 

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

kaboomzine