Ανάλυση

Εφαρμόστηκαν τελικά οι αρχές της ποινικής δικαιοσύνης στην περίπτωση της Ηριάννας και του Περικλή;

Τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες ενός σκηνικού πόλωσης και συνεχών αντεγκλήσεων μεταξύ εκπροσώπων της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, σκηνικό το οποίο ερείδεται κατά κύριο λόγο στην ύπαρξη ή μη πολιτικού (ίσως και ιδεολογικού) υποβάθρου στην έκδοση αποφάσεων της δικαιοσύνης επί μιας σειράς σημαντικών για την κοινωνία και την κοινή γνώμη υποθέσεων.

Σε βασικό πόλο της αντιπαράθεσης αυτής έχει εξελιχθεί τις μέρες που διανύουμε η από 1/6/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία η Ηριάννα Β.Λ. και ο Περικλής Μ. καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης 13 ετών (κατόπιν συγχωνεύσεως) για το αδίκημα της συμμετοχής στην οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», χωρίς μάλιστα την αναγνώριση κάποιου ελαφρυντικού ή τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεσή τους.

Δεδομένου ότι η συζήτηση για την εν λόγω απόφαση επικεντρώνεται στην (προφανή κατ’ εμέ) πολιτική της διάσταση, σκόπιμος είναι ο προσωρινός παραμερισμός αυτής και η εξέτασή της με μία καθαρά νομική ματιά, ιδίως υπό το πρίσμα των κανόνων του ποινικού δικονομικού δικαίου που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης κάθε ποινικής απόφασης, προκειμένου να δημιουργηθεί πεδίο και νομικής κριτικής επί του ανωτέρω δικαστικού πορίσματος.

Αυτό που θα πρέπει πρωτίστως να διευκρινιστεί είναι ότι ο ποινικός δικαστής για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης δεν (πρέπει να) ακολουθεί την οδό της στυγνής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στους κείμενους ποινικούς κανόνες, αλλά αντιθέτως δεσμεύεται και τρόπον τινά καθοδηγείται στο έργο του από συγκεκριμένες θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής ποινικής δικονομίας, οι οποίες διέπουν καθοριστικά όλα τα στάδια της ποινικής δικαιοσύνης, επιτελώντας συνάμα ερμηνευτικό ρόλο όταν και όπου χρειάζεται.

Η πρώτη και σπουδαιότερη απ’ αυτές είναι η «αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας». Πέραν της πρόδηλης πρώτης ανάγνωσης, το αληθές νόημα της έννοιας «ουσιαστική αλήθεια» γίνεται ευκολότερα αντιληπτό αν αντιπαρατεθεί με την έννοια της «τυπικής αλήθειας», η οποία διέπει σε σημαντικό βαθμό την πολιτική (αστική) δίκη, όπου και κυριαρχεί η πρωτοβουλία των διαδίκων για την έναρξη, πρόοδο και κατάργηση της δίκης καθώς και για τη συλλογή του αποδεικτικού υλικού, με το δικαστήριο να δεσμεύεται στην τελική του κρίση από τις γενόμενες ενέργειες και προτάσεις των διαδίκων. Σε μια τέτοια διαδικασία επομένως, είναι πιθανόν η απόφαση του δικαστηρίου να αποτυπώνει απλώς την εικόνα όσων παρουσιάστηκαν ενώπιόν του και όχι την αληθή εικόνα των πραγμάτων. Εξ’ ου άλλωστε και η δυνατότητα σχηματισμού δικανικής πεποίθησης και δια της πιθανολόγησης σε συγκεκριμένες διαδικασίες των πολιτικών δικαστηρίων.

Τουναντίον σε μία ποινική δίκη οι έννοιες «τυπική αλήθεια» και «πιθανολόγηση» οφείλουν να είναι άγνωστες, από τη στιγμή που το σύνολο των ποινικών διαδικασίων κινείται σε διαφορετική κατευθύνση. Λόγω ακριβώς της βαρύνουσας σημασίας των ποινικών υποθέσεων για την κοινωνία και το άτομο, θεμελιώδες μέλημα της ποινικής δικαιοσύνης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και μόνο, γι’ αυτό και η κίνηση και πρόοδός της επαφίεται αποκλειστικά στους δημόσιους φορείς της ποινικής λειτουργίας (εισαγγελέας, ανακριτής, δικαστικά συμβούλια, δικαστήριο) δίχως την παραμικρή δέσμευση και εξάρτηση του έργου τους απο τη διάθεση των εκάστοτε διαδίκων. Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη;

Την απάντηση μας δίνει ενδεικτικά το άρθρο 351§1 εδ. β’ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι το δικαστήριο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να φροντίζει με δική του επιμέλεια να διασαφηνιστούν όσο το δυνατόν πληρέστερα τα σχετικά με την πράξη και όλα όσα αφορούν την κατηγορία ή την υπεράσπιση, να διαλυθεί κάθε σύγχυση και να προκύψει βέβαιη πεποίθηση για τη δικαζόμενη κατηγορία, στηριγμένη σε βάσιμες αποδείξεις.

Στη διάταξη αυτή αποτυπώνεται εύστοχα το πνεύμα και ο βασικός σκοπός μιας ποινικής δίκης και καθίσταται αναντίρρητο ότι για την ποινική καταδίκη δεν αρκεί η πιθανολόγηση, πολλώ δε μάλλον η εικασία, αλλά αντιθέτως απαιτείται η βέβαιη πεποίθηση και η βάσιμη απόδειξη της πλήρωσης όλων των υποστάσεων του υπό κρίση εγκλήματος, σε σημείο που η ευθύνη και ενοχή του κατηγορουμένου να μην δύναται να αμφισβητηθεί.

Για τον λόγο αυτό στην ποινική δίκη ο μόνος που καλείται να αποδείξει είναι ο ποινικός δικαστής (judex probat). Ο κατηγορούμενος δεν φέρει κανένα βάρος απόδειξης της αθωότητάς του, η οποία τεκμαίρεται άνευ ετέρου, με τον ποινικό δικαστή να είναι υποχρεωμένος  να τον καταδικάσει, μόνον εφόσον ο ίδιος αποδείξει τη βέβαιη και αδιάσειστη ενοχή του. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι οι επαρκείς (ή αποχρώσες) ενδείξεις, μολονότι κατά την προδικασία αρκούν είτε για την κίνηση της ποινικής δίωξης είτε για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, στην επ’ ακροατηρίω δίκη δεν είναι αρκετές να οδηγήσουν στην ποινική καταδίκη. Απαιτείται δηλαδή, ένας μεγαλύτερος βαθμός απόδειξης και (βάσιμης) πειθούς του δικαστή ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, γεγόνος απόλυτα εύλογο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση ο παραπεμπόμενος στο ακροατήριο κατηγορούμενος θα καθίστατο αυτομάτως ένοχος, μεταλλάσσοντας έτσι καίρια τη φύση και τον χαρακτήρα της ποινικής δίκης.

Άμεσα συναπτόμενο με τα ανωτέρω είναι και το –ευρέως γνωστό– «τεκμήριο αθωότητας» του κατηγορουμένου, βασική πτυχή του οποίου είναι η αρχή «in dubio pro reo», ήτοι η λειτουργία της αμφιβολίας υπέρ του κατηγορουμένου. Δηλαδή, κατά το ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο ο κατηγορούμενος όχι μόνο λογίζεται και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώος μέχρι και την αμετάκλητη καταδίκη του, αλλά επιπλέον οποιαδήποτε αμφιβολία προκύψει είτε ως προς την πλήρωση της (αντικειμενικής) υπόστασης του αδικήματος είτε ως προς τον καταλογισμό του, είτε ακόμη ως προς τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης, λειτουργεί πάντοτε υπέρ του και καταλήγει δίχως άλλο στην απαλλαγή του.

Συνεπώς, στο μεγίστης νομικής (αλλά και κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής) σημασίας δίλημμα περί του αν είναι προτιμότερη η καταδίκη του αθώου ή η αθώωση του ενόχου, το ποινικό δικονομικό μας σύστημα κινείται άνευ αμφιβολίας προς την κατεύθυνση του δεύτερου, αναδεικνύοντας έτσι την ανθρωποκεντρική του προσέγγιση και την αποδοκιμασία του απέναντι στον ποινικό εκείνο κολασμό που αποσκοπεί μονάχα στην τέρψη των κάθε μορφής κοινωνικών ενστίκτων.

Στα πλαίσια των ανωτέρω γεννιέται αυτόματα η αμφιβολία κατά πόσο οι δικαστές της Ηριάννας Β.Λ. και Περικλή Μ. σχημάτισαν πράγματι μία βέβαιη, βάσιμη και άνευ αμφιβολιών δικανική πεποίθηση που τους ανάγκασε να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση και να επιβάλουν ποινή κάθειρξης  δεκατριών ετών σε έκαστο αυτών. Ως προς τη μεν Ηριάννα, η κίνηση της ποινικής δίωξης, η επιβολή των περιοριστικών όρων κατά το στάδιο της προδικασίας και η παραπομπή της στο ακροατήριο με βούλευμα, στηρίχθηκαν στην ανίχνευση μερικού δείγματος γενετικού υλικού της σε γεμιστήρα (εκτός όπλου), ο οποίος εντοπίστηκε εντός κιβωτίου με οπλισμό στις 18 Νοεμβρίου 2011 στην Πολυτεχνειούπολη, κατόπιν ειδοποίησης από έναν βοηθό τεχνίτη ανελκυστήρων, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος αντιλήφθηκε αργά τη νύχτα την προσπάθεια απόκρυψης του κιβωτίου και ενημέρωσε την αστυνομία.

Κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, που έλαβε χώρα την 1η Ιουνίου 2017, ουδείς μάρτυρας κατηγορίας εμφανίστηκε για να στοιχειοθετήσει τα φερόμενα ως τελεσθέντα αδικήματα και ουδέν έτερο ενοχοποιητικό στοιχείο προέκυψε. Μάλιστα, δεν παρέστη για να καταθέσει ούτε ο ανακαλύψας το κιβώτιο μάρτυρας -–εντός του οποίου ευρέθη το κινητό αντικείμενο με το γενετικό υλικό της Ηριάννας– καθώς έγινε γνωστό ότι ύστερα από την προανακριτική του κατάθεση εξαφανίστηκε,  με την αστυνομία να δηλώνει αδυναμία εντοπισμού του.

Συχγρόνως, η πλευρά της υπεράσπισης, πέραν των μαρτύρων που παρουσίασε στο δικαστήριο, προσκόμισε την τεχνική έκθεση του δικαστικού πραγματογνώμονα και γνωστού γενετιστή, κ. Γεώργιου Φιτσιάλου, ο οποίος αμφισβήτησε έντονα την αξιοπιστία του εν λόγω δείγματος, καταγγέλλοντας πληθώρα λαθών, παρατυπιών και αποκλίσεων από την ενδεδειγμένη διαδικασία ανάλυσης γενετικού υλικού εγκληματολογικού χαρακτήρα. Πρωτίστως, ο κ. Φιτσιάλος δεν μπόρεσε να προβεί ο ίδιος σε έλεγχο ταυτοποίησης του ανιχνευθέντος γενετικού υλικού, καθώς η αστυνομία τον ενημέρωσε ότι το δείγμα εξαντλήθηκε, με συνέπεια να παραβιαστεί κατάφωρα η θεμελιώδης αρχή της ισότητας όπλων και δικαιώματων, που μεταξύ άλλων κατοχυρώνει και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ελέγχει τα έγγραφα και τα πορίσματα των εισαγγελικών ερευνών.

Περαιτέρω, αφού επεξεργάστηκε τα σχετικά έγγραφα και τη διαδικασία έλεγχου και ταυτοποίησης του δείγματος από την πλευρά των εισαγγελικών οργάνων, διαπίστωσε ουσιώδεις παραβάσεις, όπως η χρήση χαμηλής ποσότητας και ποιότητας γενετικού υλικού που αναμενόμενα απέδωσε ένα μη πλήρες γενετικό προφίλ αλλά και η μη λήψη υπόψιν στη στατιστική ανάλυση του συνόλου των γενετικών δεικτών, κάτι που αν είχε λάβει χώρα θα απέκλειε αυτόματα την ταυτοποίηση με το γενετικό προφίλ της Ηριάννας, όπως σχετικώς σημειώνει ο κ. Φιτσιάλος.

Το δικαστήριο επομένως, καλούμενο να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής, είχε να συνυπολογίσει τις εξής πολύ σημαντικές παραμέτρους:

  • Την ύπαρξη ενός και μόνο ενοχοποιητικού στοιχείου, το οποίο αφορούσε ένα μερικό (μη πλήρες) γενετικό υλικό.
  • Την ανίχνευση του γενετικού υλικού σε γεμιστήρα εκτός όπλου, για το οποίο σημειωτέον δεν υφίσταται απόδειξη ότι συνδέεται με τη συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση.
  • Την έντονη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του μοναδικού αποδεικτικού στοιχείου από την τεχνική έκθεση του ειδικού επιστήμονα-γενετιστή κ. Φιτσιάλου, σε συνδυασμό με την αδυναμία επανελέγχου του δείγματος λόγω της επικαλούμενης από την αστυνομία εξάντλησής του.

Παραδόξως όμως, στο Δικαστήριο δεν δημιουργήθηκαν εύλογες αμφιβολίες ούτε αναφορικά με την απουσία πλήρους στοιχειοθέτησης της κατηγορίας (μία μονάχα ένδειξη, κανένας μάρτυρας κατηγορίας, εξαφάνιση του μάρτυρα που ανακάλυψε τον επίμαχο οπλισμό), ούτε σχετικά με την ιδιαιτερότητα της μη ταυτοποίησης με την οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» του σχετιζόμενου με τον επίμαχο γεμιστήρα όπλου αλλά ούτε και από την έκθεση του τεχνικού συμβούλου-γενετιστή, ο οποίος όχι μόνο εξήγησε ποια σφάλματα επί της διαδικασίας οδήγησαν στην ανίχνευση ενός μη πλήρους γενετικού προφίλ αλλά περαιτέρω διαπίστωσε συγκεκριμένες παρατυπίες που καθιστούν επισφαλή την εγκυρότητα του σχετικού πορίσματος. Το δικαστήριο έκρινε ότι –υπό τα συγκεκριμένα δεδομένα– σχηματίστηκε βέβαιη δικανική πεποίθηση περί της ενοχής της Ηριάννας και την καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης δεκατριών ετών.

Με παρόμοιο σκεπτικό κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στην ίδια ποινή κάθειρξης και ο Περικλής Μ., με το δικό του γενετικό υλικό να εντοπίζεται στην εσωτερική επιφάνεια του εξωφύλλου ενός βιβλίου, που ευρέθη εντός ακινήτου σχετιζόμενου με κατηγορούμενους για συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Εν προκειμένω, η αμφισβήτηση για το σχηματισμό βέβαιης δικανικής πεποίθησης καθίσταται έτι εντονότερη από τη στιγμή που το ενοχοποιητικό –κατά το δικαστήριο– αποτύπωμα εντοπίστηκε σε ένα κινητό αντικείμενο, μη εγκληματικού χαρακτήρα, προοορισμένο από τη φύση του να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι. Μάλιστα, αν δεχτούμε ότι το δαχτυλικό αποτύπωμα σε ένα κατά τεκμήριο εγκληματικά ουδέτερο αντικείμενο, όπως το βιβλίο, είναι ικανό να αποτελέσει βάσιμη απόδειξη περί της συμμετοχής ενός προσώπου σε μία τρομοκρατική οργάνωση, τότε αυτομάτως δημιουργείται μία κοινωνία οιονεί κατηγορουμένων, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να βρέθουν ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών, φαλκιδεύοντας έτσι τις αρχές και τα θεμέλια της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η επιλογή των δικαστών να καταδικάσουν την Ηριάννα Β.Λ και τον Περικλή Μ., χρησιμοποιώντας ως βασικό (επί της ουσίας μοναδικό) αποδεικτικό στοιχείο, ενδείξεις μέσω δαχτυλικών αποτυπωμάτων, δεν συνιστά δικονομική υπέρβαση και δεν πρέπει να κριθεί ως τέτοια. Οι ενδείξεις (με τη νομική έννοια του όρου) αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δύνανται να οδηγήσουν (ακόμη και αυτοτελώς) στο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Η κριτική αντιθέτως έγκειται στο πως οι συγκεκριμένες –αντικειμενικά προβληματικές– ενδείξεις που είχαν στα χέρια τους οι δικαστές, τους δημιούργησαν την απαιτούμενη βεβαιότητα, ότι πράγματι οι Περικλής Μ. και Ηριάννα Β.Λ. ήταν μέλη της οργάνωσης «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς».

Συνυπολογίζοντας μάλιστα, ότι το δικαστήριο (προφανώς αντιλαμβάνομενο την ανεπαρκή –για διαφορετικούς λόγους– απόδειξη που παρείχαν τα επίμαχα δείγματα DNA αλλά και την έλλειψη απτών πραγματικών περιστατικών, ικανών να στοιχειοθετήσουν την υπό κρίση κατηγορία) θεώρησε ως έτερο αποδεικτικό στοιχείο της ενοχής των κατηγορουμένων, τις προσωπικές-φιλικές τους σχέσεις με άτομα είτε σχετιζόμενα με την οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» είτε ανήκοντα στον ευρύτερο αναρχικό χώρο, επιτείνεται ακόμη περισσότερο η αμφιβολία για τη βασιμότητα της σχηματισθείσας δικανικής πεποίθησης. Το οικογενειακό, φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον ασφαλώς συνεκτιμάται από το δικαστήριο στην προσπάθειά του να διαγνώσει το χαρακτήρα και το προφίλ του κατηγορούμενου, είναι όμως αυτονόητο ότι δεν δύναται να αποτελέσει βασικό πυλώνα απόδειξης περί της ενοχής, καθώς διαφορετικά θα καταλήγαμε σε ένα δίκαιο εικασιών και υποθέσεων, δεδομένα προβληματικό και επικίνδυνο.

Κλείνοντας έτσι τον σχολιασμό επί του σκέλους της ενοχής, είναι αναμενόμενο ότι η απόφαση των ποινικών δικαστών να καταδικάσουν την Ηριάννα Β.Λ. και τον Περικλή Μ., παρά την πρόδηλη αδυναμία των περιεχόμενων στη δικογραφία αποδεικτικών μέσων να οδηγήσουν στο σχηματισμό βέβαιης και βάσιμης δικανικής πεποίθησης, δημιουργεί προβληματισμό για τα κριτήρια απονομής δικαιοσύνης και συγχρόνως πυροδοτεί συζητήσεις και έριδες που αναμφίβολα βλάπτουν το κύρος και την αξιοπιστία της. Όσο αυστηρό και αν είναι το πλαίσιο που εισάγει ο αντιτρομοκρατικός νόμος (π.χ ποινικοποίηση προπαρασκευαστικών ενεργειών, επιμήκυνση χρόνου παραγραφής κ.α) δεν νοείται υπό την επιρροή αυτού (αλλά και της περιρρέουσας πολιτικής ατμόσφαιρας) οι ποινικοί δικαστές να προβαίνουν σε εκπτώσεις επί θεμελιωδών δικονομικών αρχών, δημιουργώντας έτσι την ανησυχητική εντύπωση ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις αφενός τους αρκεί η πιθανόλογηση ή η μερικώς βάσιμη απόδειξη για την κήρυξη της ενοχής, αφετέρου τους είναι αδιάφορη η εκ του νόμου τεκμαίρομενη αθωότητα του κατηγορουμένου.

Πέραν όμως του σκεπτικού και των κριτηρίων των ποινικών δικαστών για την κήρυξη της ενοχής, άξια κριτικής είναι και η επιλογή τόσο του δικάσαντος δικαστηρίου όσο και του Πενταμελούς Εφετείου Αναστολών, το οποίο στις 17/7/2017  εξέτασε το σχετικό αυτοτελές αίτημα, να μην χορηγήσουν ανασταλτικό αποτέλεσμα στην ασκηθείσα έφεση των κατηγορουμένων. Το πρώτο σκέλος της συγκεκριμένης απόφασης έγκειται στην πρόβλεψη των ποινικών δικαστών ότι ενδεχόμενη αναστολή της επιβληθείσας ποινής θα καθιστούσε ιδιαίτερα πιθανή την τέλεση νέων αδικημάτων εκ μέρους Ηριάννας Β.Λ. και Περικλή Μ., λαμβανόμενων υπόψη και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πράξης για την οποία καταδικάστηκαν. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου, μολονότι κινείται εντός των πλαισίων του νόμου, δεν τεκμηριώνεται επαρκώς.

Τούτο διότι, ακόμη και αν προσπαθήσουμε να εισέλθουμε στον τρόπο σκέψης των δικαστών, δεχόμενοι ότι η επίμαχη πράξη της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση διαθέτει πράγματι τα ιδιαιτέρα εκείνα χαρακτηριστικά που ο νομοθέτης θεωρεί ως κρίσιμα για την πιθανότητα τέλεσης νέων αδικημάτων, η τελική κρίση περί της πιθανότητας αυτής δεν μπορεί να είναι αποσυνδεδεμένη από τα προσωπικά χαρακτηριστικά και το προφίλ του εκάστοτε κατηγορούμενου, διότι διαφορετικά η καθεαυτή φύση του αδικήματος θα συνεπαγόταν άνευ ετέρου τη μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος. Έτσι εν προκειμένω, δημιουργεί τεράστιες απορίες η επιλογή του δικαστηρίου να μην συνυπολογίσει την απαρέγκλιτη τήρηση των περιοριστικών όρων για περισσότερο από τέσσερα χρόνια, τη μη εμπλοκή των κατηγορουμένων σε άλλες εγκληματικές πράξεις τόσο προ της υπό κρίση κατηγορίας όσο και κατά το ενδιάμεσο διάστημα αλλά και το γεγονός ότι απέναντι τους βρέθηκαν δύο άνθρωποι με κατά τεκμήριο μη εγκληματικό προφίλ, ιδιαιτέρως δε η Ηριάννα, μία κοπέλα 29 ετών, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και με προϋπηρεσία παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσίων σε πρόσφυγες και ξένους φοιτητές.

Το έτερο σκέλος της απόφασης αφορούσε την ύπαρξη ή μη υπέρμετρης και ανεπανόρθωτης βλάβης στους αιτούντες από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής. Όσον αφορά την Ηριάννα Β.Λ., η απόρριψη του σχετικού αιτήματός της, που βασίστηκε στη στέρηση των ακαδημαϊκών της καθηκόντων και στην εν γένει βλάβη της ακαδημαϊκής της πορείας από την παραμονή της στη φυλακή, έχει νομικό έρεισμα και δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε παράνομη, διότι η έννοια του «υπέρμετρου» και του «ανεπανόρθωτου» αφορά κατά κύριο λόγο αγαθά, όπως η υγεία και η (οικονομική) επιβίωση του στενού οικογενειακού πυρήνα. Από την άλλη όμως, οι ποινικοί δικαστές, ιδίως δε αυτοί του Πενταμελούς Εφετείου Αναστολών που εξέτασε το αυτοτελώς υποβληθέν αίτημα, αντιλαμβανόμενοι την εξάντληση της αυστηρότητας της δικαστικής κρίσης (περί της ενοχής) στο πρόσωπό της αλλά και τη σοβαρή πιθανότητα ευδοκίμησης της έφεσής της, θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν ελαφρώς διασταλτικά τη συγκεκριμένη προϋπόθεση του νόμου και να της χορηγήσουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, δίνοντάς της έτσι το δικαίωμα να δικαστεί ελεύθερη στο δεύτερο βαθμό.

Από την άλλη, στην περίπτωση του Περικλή Μ. η μη αναστολή εκτέλεσης της ποινής του, παρά την ύπαρξη αυτοάνοσου νοσήματος στο πρόσωπό του, διαγνωσθέντος ήδη από το έτος 2010, συνιστά μία ακατανοήτη επιλογή που δεν ανταποκρίνεται στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου, καθώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πράγματι είναι ύποπτος τέλεσης νεών αδικημάτων, η σχετική διατάξη καθιστά ξεκάθαρο ότι σε περίπτωση υπέρμετρης και ανεπανόρθωτης βλάβης (κατεξοχήν περιπτώσεις τα σοβαρά προβλήματα υγείας), το ανασταλτικό αποτέλεσμα χορηγείται υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση.

Συμπερασματικά, δεν θα πρέπει να σταθούμε μόνο στην εύλογη απαισιοδοξία και στη δίκαιη αγανάκτηση. Η προβληματική στοιχειοθέτηση του κατηγορητηρίου και η πλήρωση στο πρόσωπο Ηριάννας και Περικλή των προϋποθέσεων που θέτει το γράμμα και το πνεύμα του νόμου για τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεσή τους, δημιουργούν τη βάσιμη ελπίδα και πεποίθηση ότι δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν ξανά από τους επόμενους δικαστές που θα κληθούν να κρίνουν επ’ αυτών. Έτσι, πλάι στον θυμό και την αγανάκτηση πρέπει να σταθεί η αισιοδοξία και η πίστη πως εν τέλει θα αποδοθεί δικαιοσύνη και οι άνθρωποι αυτοί θα πάρουν πίσω τις ζωές τους.

 

Ο Κώστας Δημητρόπουλος είναι δικηγόρος.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Κώστας Δημητρόπουλος