Της πάνε της Ελλάδας οι διακοπές, όπως πάνε σε μια μεσογειακή γυναίκα τα κατακόκκινα φορέματα. Τα σμαραγδένια νερά είναι τα μάτια της, η χρυσή άμμος τα μαλλιά της, τα πολύχρωμα βότσαλα τα σκουλαρίκια της, και ο κόκκινος ήλιος που ανατέλλει τα όμορφα χείλια της. Της πάνε της Ελλάδας οι διακοπές, γιατί ο χρόνος κυλάει αλλιώς πάνω σε κάποιο νησί στη μέση του Αιγαίου. Δεν κυλάει αργά, κυλάει αλλιώς. Και το ξημέρωμα, αχ το ξημέρωμα, δεν έρχεται για να ξυπνήσεις, μα για να σου πει «Αφού το είδες και αυτό τώρα, τράβα να κοιμηθείς, πάει η ώρα». Και συ μένεις με μια γλυκιά γεύση στο στόμα από έναν ήλιο αλμυρό που καθώς ανατέλλει σου χαϊδεύει τα μαλλιά όπως έκανε η μαμά σου όταν ήσουν μικρός πριν κοιμηθείς. Της πάνε της Ελλάδας οι διακοπές, γιατί όσο και αν καίει ο ήλιος της έχει έναν καταγάλανο ουρανό επί γης έτοιμο να σε δροσίσει. Και συ ενώ κολυμπάς ταξιδεύεις άθελα σου στη ζωή του κυρ Μπάμπη του ψαρά που τον έφαγε η θάλασσα και του κυρ Γιάννη του ναυτικού που σαν έφτασε στην Αφρική και αντίκρυσε τη γυναίκα με το καλάθι να ισορροπεί στο κεφάλι, δε γύρισε ποτέ πίσω. Και ας είσαι σε διακοπές, και ας ήρθες μονάχα για μια βδομάδα για να αδειάσεις το κεφάλι σου. Κάτι στη ζεστασιά του φωτός, καθώς ξεβαθαίνει σε κάνει να καταλαβαίνεις πως ο τόπος είναι οι άνθρωποι του. Αυτοί που έζησαν, αυτοί που πέρασαν, αυτοί που θα ζήσουν και αυτοι που θα περάσουν. Και κάπως έτσι θα σε βρει το απόγευμα αλατισμένο σα μπακαλιάρο να ανεβαίνεις κάποιο δρόμο που φλερτάρει με την κυκλικότητα και σα φίδι κουλουριασμένο αγκαλιάζει το βουνό που στην κορφή του είναι σκαρφαλωμένο κάποιο χωριό, είναι σκαρφαλωμένοι οι άνθρωποι αυτού του τόπου που σε φιλοξενεί. Και ξέρεις ποιό είναι το πιο περίεργο;Πως ενώ εσύ ανεβαίνεις, κι ας μην τοξέρεις, αυτοί σε περιμένουν να σε κεράσουν καρυδόπιτα κάτω από τον πλάτανο και να σου χαμογελάσουν κι ας μην σε ξέρουν, κι ας μη μιλάτε την ίδια γλώσσα, κι ας μην έχετε το ίδιο χρώμα, κι ας έρχεσαι μονάχα για διακοπές για μια εβδομάδα μέσα στο κατακαλόκαιρο, κι ας ξέρουν πως μαζί με τα κρύα θα τους βρει κι η μοναξιά γιατί θα ‘ναι πάντα αυτοί που μένουν κι εσύ πάντα αυτός που φεύγει.
Κι έτσι όπως γράφω αυτό το κείμενο τρυπώνουν στο μυαλό μου σκέψεις. Σκέψεις που δεν έχουν σχέση με το καλοκαίρι, μα που η παραζάλητης ζέστης του τις ζωγράφησε με τρεμάμενα χέρια στο κεφάλι μου και για λίγο ταξιδεύω μαζί με όλους αυτούς που φεύγουν για τον Καναδά, την Αμερική, τη Γερμανία, την Αγγλία μετανάστες των καιρών μας, για ένα καλύτερο μέλλον, για μια δουλειά. Κι ύστερα μπαίνω πάλι μαζί τους στο αεροπλάνο, κάπου κατά τον Ιούλιο για να γυρίσω μαζί τους πίσω στη γειτονιά που γεννήθηκαν. Για να πάμε διακοπές μαζί σε κάποιο νησί και να μας βρει το ξημέρωμα για να μας χαϊδέψει τα μαλλία. Κι από ‘κει που σκεφτόμουν πως της πάνε της Ελλάδας οι διακοπές, τώρα σκέφτομαι πόσο φοβάμαι τούτη την Ελλάδα που σιγά σιγά μετατρέπεται σε καλοκαιρινό θέρετρο. Πόσο φοβάμαι μια Ελλάδα μόνο για διακοπές. Μια Ελλάδα δίχως φίλους και γνωστούς, μια Ελλάδα με άδειες πλατείες, ερημωμένα χωριά και μοναχικούς πλάτανους. Φοβάμαι μια Ελλάδα γεμάτη Skypeκαι ηλεκτρονικά «Σ’αγαπώ», «Τι κάνεις», «Μου λείπεις», «Ο μπαμπάς είναι καλά», «Να σας ζήσει», «Συλλυπητήρια», «Συγχαρητήρια», «Καλή ζωή». Γι’ αυτό αν είσαι ακόμα εδώ και δεν ταξιδεύεις σε κάποιο αεροπλάνο, να θυμάσαι πως ο τόπος είναι οι άνθρωποι του και για να παραμείνει έτσι δείξε αλληλεγγύη, αγάπα κάθε μέρα, αγωνίσου μαζί τους, μαζί μας. Στο τέλος μπορεί να νικήσουμε, μπορεί και όχι, αλλά να σου πω ένα μυστικό;Ότι και να γίνει, ο ήλιος πάντα θ’ανατέλλει.