Ανάλυση

Ενάντια στο αυτονόητο της αξιολόγησης

Σκέψεις για μια έννοια και μια πρακτική που δεν υπήρχε από πάντα

Στο εισαγωγικό σημείωμα του τελευταίου μας τεύχους, τον Δεκέμβριο του 2019, γράφαμε ότι, παρά τις διάφορες τάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της, και οι οποίες εκτείνονται από τη λαϊκή δεξιά μέχρι την ακροδεξιά και το φιλελεύθερο κέντρο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά κύριο λόγο ως μια δεξιά, αλλά ως μια κατεξοχήν νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση· ως φορέας του πνεύματος του νεοφιλελευθερισμού.

Παρά το θόλωμα των νερών που προκάλεσαν και προκαλούν οι –εν πολλοίς δικαιολογημένες– απαγορεύσεις στο πλαίσιο της πανδημίας και οι –εντελώς αδικαιολόγητες– δράσεις διάφορων κωλόπαιδων που έχει προσλάβει ο ανεκδιήγητος Χρυσοχοΐδης για να επιτίθενται σε άκυρο κόσμο προκειμένου να τον τρομοκρατήσουν, δεν λείπουν τα κεντρικά κυβερνητικά στελέχη που φροντίζουν κάθε τόσο να μας υπενθυμίζουν ότι, παρόλη την καταστολή, την ωμή βία και την οικογενειοκρατία, ή, ορθότερα, μέσω αυτών, εκείνο που πρέπει να πρυτανεύσει δεν είναι ούτε η χούντα ούτε το κλασικό πελατειακό κράτος της δεξιάς, αλλά ο νεοφιλελευθερισμός, τόσο ως μοντέλο διάρθρωσης του κράτους και των θεσμών, όσο και ως γενικευμένη νοοτροπία και μορφή ζωής.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός μάς έδωσε πρόσφατα, μιλώντας για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, ένα κρυστάλλινο θραύσμα νεοφιλελεύθερης αλήθειας: «η ατμόσφαιρα ισότητας και ανοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή ενός τόπου, τον καθιστά ελκυστικό για στελέχη από όλον τον κόσμο. Πλουτίζει τη ζωή του. Και αντιστρέφει τις ροπές από προβλήματα όπως το brain drain, που τόσο απασχολεί την Ελλάδα και την επιχειρηματικότητά της. Με λίγα λόγια, η διαφορετικότητα στην κοινωνία και στην εργασία αποτελεί προστιθέμενη αξία». Ας μετρήσουμε τους όρους-τοτέμ σε αυτές τις πέντε αράδες: «στελέχη», «πλουτίζει», «προστιθέμενη αξία» και, αλίμονο, «επιχειρηματικότητα». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ισότητα και ο σεβασμός στη ζωή του άλλου ερμηνεύονται εκ νέου προκειμένου να γίνουν πηγή επιχειρηματικής καινοτομίας και οικονομικής αξίας.

Ξεχωριστό ρόλο στο πλαίσιο αυτής της νεοφιλελεύθερης επέλασης διαδραματίζει και μία από τις πιο αντιπαθείς φιγούρες του τρέχοντος κυβερνητικού σχήματος, η Νίκη Κεραμέως, η οποία καλείται να εφαρμόσει τα σχέδια της κυβέρνησης στο στρατηγικής σημασίας μέτωπο της εκπαίδευσης. Το χιουμοριστικό site Το βατράχι είχε συλλάβει από νωρίς την ουσία του ζητήματος, γράφοντας πετυχημένα: «Υπουργείο Παιδείας: Στον μαθητή με την καλύτερη επιχειρηματική ιδέα θα δίνεται η σημαία από το 2020». Συνειδητά ψευδής είδηση που ωστόσο συμπυκνώνει τη βαθύτερη αλήθεια των εν εξελίξει εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Δεν θα σταθούμε εδώ στην υποβάθμιση των καλλιτεχνικών μαθημάτων, που ήδη έχει σχολιαστεί πολύ – αν και κατά τη γνώμη μας ανεπαρκώς, καθώς το θέμα θα ήταν να αναδειχτεί ταυτόχρονα η κυβερνητική λογική, που θέλει το σχολείο αμειγώς εργαλειακό, αλλά και το γεγονός ότι οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές πινελιές εντός του υπάρχοντος θεσμικού συστήματος ούτως ή άλλως πολύ σπάνια ωφελούν. Πιο συχνά κάνουν τους ανθρώπους να μισήσουν την τέχνη και το διάβασμα, παρά να το αγαπήσουν. Κι όπου δεν εξελίσσονται έτσι τα πράγματα, αυτό συμβαίνει όχι λόγω της ύπαρξης του σχετικού μαθήματος, αλλά λόγω του ταλέντου και του πάθους ενός καθηγητή που υπερβαίνει ή και παραβιάζει ευθέως τις υπουργικές εγκυκλίους – προσωπικά είχα την τύχη να γνωρίσω αρκετούς και αρκετές τέτοιες.

Ούτε πάλι θα σταθούμε στη για γέλια και για κλάματα ιδέα της πιλοτικής ένταξης στο σχολικό πρόγραμμα «εργαστηρίων δεξιοτήτων» από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Εννοείται πως, στο πλαίσιο του θεματικού κύκλου «Δημιουργώ και καινοτομώ», οι μαθητές θα κληθούν να εξασκήσουν τη «δημιουργική σκέψη» τους, να «πάρουν πρωτοβουλίες», να «χτίσουν νέες ιδέες» και να «δώσουν νέες λύσεις», καλούμενοι να εξοικειωθούν με μια σειρά αντικειμένων όπως η «νεανική επιχειρηματικότητα», οι «νέες τεχνολογίες» και, σε ειδικό εργαστήριο, η «ρομποτική» – αφού είναι σε όλους σαφές ότι η πρωτόγνωρη διάχυση παθολογιών όπως η διάσπαση προσοχής οφείλεται στη μικρή εξοικείωση των παιδιών με την τεχνολογία.

Αντίθετα, θα επιμείνουμε σε μια πτυχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που, ενώ σχετίζεται με όλα αυτά, φαίνεται να απολαμβάνει ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής και να μην προβληματοποιείται όσο θα έπρεπε. Ο λόγος για τη γενικευμένη αξιολόγηση που προωθεί η υπουργός. Με τα λόγια της ίδιας στο 8ο αναπτυξιακό συνέδριο που έλαβε χώρα στην Πάτρα: «δεν μπορώ να κατανοήσω κανέναν χώρο εργασίας που δεν έχει αξιολόγηση, διότι είναι ίσως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να βελτιωθεί η απόδοση του οποιουδήποτε συστήματος, και εν προκειμένω του εκπαιδευτικού συστήματος».

Πρόσθεσε άλλωστε ότι «δεν υπάρχει σύστημα το οποίο να μπορεί να προοδεύσει, αν δεν αξιολογείται» και φρόντισε να μας δώσει μια χαρούμενη εικόνα από το μέλλον στο οποίο θα λαμβάνει χώρα η αξιολόγηση του καθενός από όλους και όλων από τον καθένα: «αξιολόγηση, αυτοαξιολόγηση και εξωτερική αξιολόγηση. [...] Άρα, αξιολόγηση από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς που θέτουν στόχους και βάσει του νομοθετήματος, το οποίο ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, αυτοί οι στόχοι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται και να εξετάζονται τουλάχιστον ανά δίμηνο. Όμως υπάρχει ένα δεύτερο πολύ σημαντικό κομμάτι, που έχει να κάνει με την εξωτερική αξιολόγηση από την αρχή πιστοποίησης ποιότητας των σχολείων, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια εκπαίδευση, από στελέχη εκπαίδευσης και από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής».

Αν είχαμε περισσότερο χώρο, θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε εκτενείς παραλληλισμούς με το «Nosedive», το ζοφερό επεισόδιο του Black Mirror όπου μια ολόκληρη κοινωνία βιώνει τον κόσμο ως μια διαρκή αλληλοαξιολόγηση με αστεράκια τύπου Uber ή να δείξουμε πώς οι περίφημες «πιστοποιήσεις ποιότητας», οι «βέλτιστες πρακτικές» οι διαρκώς αναθεωρούμενοι στόχοι αποτελούν βασικούς πυλώνες αυτού που, ακολουθώντας την Béatrice Hibou, ονομάζουμε νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατία.[1]

Στο παρόν σημείωμα, όμως, θα θέλαμε να επιχειρήσουμε κάτι πολύ πιο ταπεινό: να αναιρέσουμε ένα σύνηθες επιχείρημα που φυσικοποιεί την έννοια και την πρακτική της αξιολόγησης, παρουσιάζοντάς την ως κάτι αυτονόητο, ως μια διαδικασία που υπήρχε ανέκαθεν, συμβάλλοντας στην ευζωία των κοινωνιών. Όπως λέγεται τόσο συχνά, αν πάω σε ένα εστιατόριο και δεν είναι καθαρό, δεν θα ξαναπάω και θα πω και στους φίλους μου να μην πηγαίνουν. Συνεπώς, το αξιολογώ. Πώς λοιπόν γίνεται κάποιος να αντιτίθεται στη λογική της αξιολόγησης, αν δεν διέπεται από συντεχνιακά και συμφεροντολογικά κίνητρα;

Για να απαντήσουμε, θα πιαστούμε από μια παρατήρηση των –μελετητών του χώρου και φίλων του αυστριακού ιστορικού και δημόσιου διανοούμενου Ivan Illich– Sajay Samuel και Jean Robert στο κείμενό τους «Car-free or not: The Danger of Designed Spaces».[2] Ασκώντας κριτική στην έννοια του design, μας προειδοποιούν για τον κίνδυνο του να «επινοούμε παραδόσεις για εντελώς σύγχρονα και [μάλιστα] αρκετά πρόσφατα φαινόμενα». Πράγματι, η οιονεί φυσική τάση της σκέψης μας είναι να θεωρήσουμε ότι, αφού με μία έννοια ανέκαθεν οι άνθρωποι σχεδίαζαν τη ζωή και τα σπίτια τους, ο τεχνικός, εξορθολογισμένος, θεσμικός και αλγοριθμικός σχεδιασμός του δημόσιου χώρου που κυριαρχεί στις μέρες μας είναι απλά η πιο πρόσφατη μορφή ενός αιώνιου και πανταχού παρόντος φαινομένου.

Εντούτοις, ο Samuel και ο Robert μάς υπενθυμίζουν ότι, προβαίνοντας σε αυτόν τον ευλογοφανή συλλογισμό, συγκαλύπτουμε τις τεράστιες και πολύ σημαντικές διαφορές ποιότητας και ουσίας που υπάρχουν ανάμεσα στην κατασκευή ενός δρόμου από σκλάβους στην αρχαία Αίγυπτο, τη χάραξη ενός μονοπατιού μέσω της χρήσης στο πλαίσιο μιας αγροτικής κοινότητας και τη σύμπραξη του δημοσίου και μιας μεγάλης κατασκευαστικής εταιρείας που προσλαμβάνει ειδικούς στον τομέα της οδοποιίας για να χαράξουν τα σχέδια μιας νέας περιφερειακής οδού υψηλής τεχνολογίας.

Μένοντας στη μάλλον τετριμμένη διαπίστωση σύμφωνα με την οποία «όλοι δρόμους φτιάχνουν», παραγνωρίζουμε πλήρως τις ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις και ανθρωπολογικές ποιότητες που προϋποτίθενται για την εκπόνηση του εκάστοτε έργου, αλλά και αναπτύσσονται μέσω αυτού. Δεν είναι μόνο ότι η έννοια του δρόμου εντάσσεται σε διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους, καθένας από τους οποίους χαρακτηρίζεται από τις δικές του βαθύτερες προκείμενες· την ίδια στιγμή, η ίδια η υλικότητα του δρόμου, όπως και οι πράξεις και οι συναντήσεις που αυτός καθιστά δυνατές ή αδύνατες, είναι σε κάθε περίπτωση διαφορετικές.

Μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτό το ενδιαφέρον σχήμα και σε πολλά ακόμη πεδία. Ενώ από μια άποψη «πάντα ταξίδευαν οι άνθρωποι», ο τουρισμός διαφέρει από το Grand Tour των ευγενών του 17ου αιώνα, κι αυτό με τη σειρά του από τη μετακίνηση των προσκυνητών προς τους ιερούς τόπους, μια συνήθεια που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μουσουλμανική και όχι μόνο παράδοση. Παρότι είναι βέβαια αληθές ότι «πάντα έπαιζαν τα παιδιά», η διάχυτη κοινωνικότητα της αλάνας είναι εντελώς άλλης φύσης από την περιχαρακωμένη της παιδικής χαράς κι από τη σκηνοθετημένη και αλγοριθμική των escape rooms. Κι ούτω καθεξής.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα της αξιολόγησης, μπορούμε πλέον να πούμε ότι, παρότι φυσικά σε κάθε κοινωνία υπάρχουν τρόποι για να διακρίνεται ο καλός από τον κακό, ο επιδέξιος από τον ατζαμή, ο έντιμος από τον σκάρτο, η λογική και η πρακτική της αξιολόγησης, όπως τη στοιχειοθετεί η σημερινή κυβέρνηση, δεν αποτελεί την αθώα, πλέον σύγχρονη μορφή ενός καθολικού φαινομένου, αλλά την υλοποίηση ενός πολύ συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος. Kάθε άλλο παρά ουδέτερη, ενσαρκώνει και παροντοποιεί υλικά τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τον κόσμο, τη ζωή και τη διάρθρωση της κοινωνίας· πολύ μακριά από το να απεικονίζει απλώς μια προϋπάρχουσα και αντικειμενική πραγματικότητα την οποία συναντά, συμμετέχει ενεργητικά στην αναδημιουργία της πραγματικότητας, τοποθετώντας την οικονομία και τις μεθόδους της στο κέντρο ολοένα και περισσότερων κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Γενικολογώντας, τα πράγματα αποτιμώνται σε όλους τους πολιτισμούς, όμως τα κριτήρια –και οι πρακτικές– βάσει των οποίων αξιολογούνται μπορούν να απέχουν παρασάγγας. Οφείλουμε λοιπόν να πάρουμε αποστάσεις από έναν ορισμένο διανοητικό φορμαλισμό που μας καλεί να δούμε στην πρόταση του εστιατορίου από έναν φίλο και στη βαθμολόγηση του ίδιου εστιατορίου με αστεράκια στο TripAdvisor μια κοινή διαδικασία. Οι δύο πράξεις διαφέρουν βαθύτατα ως προς τις σχέσεις που δημιουργούν, ως προς τον συγκεκριμένο ή αφηρημένο χαρακτήρα τους, ως προς τους τρόπους με τους οποίους τόσο ο κρινόμενος όσο και ο αποδέκτης της συμβουλής μπορούν να αλληλεπιδράσουν μαζί της. Στον βαθμό δε που η μία από τις δύο αυτές διακριτές πράξεις ηγεμονεύει απόλυτα ή σχετικά σε μια κοινωνία, διαμορφώνει διαφορετικά στυλ ζωής, διαφορετικές υλικές συνθήκες, ανθρώπινες δεξιότητες, πολιτικές και οικονομικές λογικές.

Οι αξίες, οι σημασίες και οι πολιτικές κατευθύνσεις που παίρνουν σάρκα και οστά στις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης αξιολόγησης είναι μάλλον σαφείς. Όπως προσφυώς γράφει η Isabelle Bruno, η συγκεκριμένη δέσμη πρακτικών «[υ]ποστηλώνει σχέσεις εξουσίας που είναι βασισμένες σε στοιχεία, αποπροσωποποιημένες και διαμεσολαβημένες από γυμνά γεγονότα και, υποτίθεται, αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Και αυτό το είδος εξουσίας είναι ακόμη πιο αποτελεσματικό, μιας και δεν βασίζεται ούτε στον εξαναγκασμό ούτε στον νόμο. Η υπακοή σε αυτό εξασφαλίζεται μέσα από την προθυμία και τα κίνητρα, παρά μέσα από τον περιορισμό και τις τιμωρίες. Το διακύβευμα πια δεν είναι το να κάνεις τα πράγματα καλά ή να τα βελτιώνεις, αλλά το να είσαι πάντα ο καλύτερος. Η ισχύς της συγκριτικής αξιολόγησης έγκειται σε αυτή την προσανατολισμένη προς τον ανταγωνισμό ορθολογικότητα, που καθιστά δυνατή μια ατέρμονη κούρσα προς την κορυφή. Συχνά αποκαλείται “μια κούρσα δίχως γραμμή τερματισμού”».[3]

Βασισμένη σε μια λογική ποσοτικοποίησης και ρητής σκοποθεσίας που, όπως μπορεί να καταλάβει ο καθένας αν επιχειρήσει εν είδει νοητικού πειράματος να αποτυπώσει την ολότητα της εργασίας του σε bullets και αυστηρά μετρήσιμους στόχους, βιάζει βάναυσα το πραγματικό, η αξιολόγηση την οποία προωθεί η κυβέρνηση μετρά λιγότερο την αξιοσύνη και περισσότερο τη δυνατότητα να κατασκευάζει –ή να αντιλαμβάνεται– κανείς τον εαυτό του σαν νεοφιλελεύθερο επιχειρηματικό υποκείμενο: να αυξάνει την αποδοτικότητα, να εκπληρώνει tasks, να εντοπίζει παντού ευκαιρίες και περιθώρια κέρδους, να δημιουργεί ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και να κυνηγά προστιθέμενες αξίες. Κι όλα αυτά, ανεξάρτητα από το αν μιλάμε για μια επιχείρηση, μια δημόσια υπηρεσία, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, ένα πανεπιστήμιο. «Καθένας είναι εν δυνάμει ανταγωνιστής, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει καθόλου οικονομικός ανταγωνισμός με την αυστηρή έννοια του όρου, αρκεί να υπάρχει ένας οργανισμός που να μπορεί να αναλυθεί σε επιμέρους διαδικασίες».[4]

Αν λοιπόν εναντιωνόμαστε πολιτικά και αξιακά στην επιβολή και την ηγεμονία της λογικής της αξιολόγησης, αυτό συμβαίνει όχι επειδή είμαστε τεμπέληδες, βολεμένοι ή ανίκανοι, αλλά επειδή αρνούμαστε να δούμε τα νεοφιλελεύθερα εργαλεία ως ουδέτερα· όχι επειδή αμφισβητούμε την –ούτως ή άλλως, δεδομένη και στην πράξη πάντα καλυπτόμενη με ποικίλους τρόπους– ανάγκη των ανθρώπων να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό, αλλά επειδή πολεμάμε την ιδιαίτερη σύλληψη του καλού και του κακού που υπάρχει στη βάση των υπό συζήτηση πρακτικών και την ιδιαίτερη ενσάρκωση αυτής της σύλληψης στις προτεινόμενες αξιολογητικές μεθόδους.

Ολοκληρώνοντας, λίγα λόγια για την αποτελεσματικότητα των μεθόδων αξιολόγησης που προωθεί η κυβέρνηση, τόσο στην εκπαίδευση όσο και αλλού. Από τη μεριά μας, μπορούμε να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό την αγανάκτηση και τη δυσπιστία πολλών ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα απέναντι στην πλειονότητα των δημόσιων υπηρεσιών. Κάποιος που θα υποστήριζε ότι δεν έχει υποστεί αναίτιες ταλαιπωρίες προσπαθώντας να κάνει τις καθημερινές δουλειές του είτε θα έλεγε ψέματα είτε δεν θα είχε βγει ποτέ στη γύρα. Νομίζουμε λοιπόν ότι η αναγνώριση αυτού του φαινομένου επιβάλλεται όχι μόνο από τη διανοητική εντιμότητα, αλλά και από την πολιτική υπευθυνότητα. Μια πολιτική που θα υποτιμούσε συστηματικά αυτή την κοινή εμπειρία, θεωρώντας την τετριμμένη και ασήμαντη, θα ήταν εγγενώς ελιτίστικη: ο κουτός λαός ασχολείται με τις δουλίτσες του και δεν νοιάζεται για τα μεγαλεπήβολα πολιτικά μας οράματα.

Μένοντας μακριά από τέτοιου τύπου λογικές, μπορούμε και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι υποσχέσεις του Μητσοτάκη για εξορθολογισμό του κράτους, πάταξη της γραφειοκρατίας, αξιολόγηση και αξιοκρατία, όσο φαιδρό κι αν είναι να αρθρώνονται από τον αρχηγό μιας παράταξης με παράδοση στη διαφθορά, ο οποίος είναι την ίδια στιγμή απόγονος ενός μεγάλου πολιτικού τζακιού, δεν επιβάλλονται δια της βίας, αλλά βρίσκουν πάτημα και νομιμοποίηση στην κοινωνία λόγω της απτής πραγματικότητας μιας κοινής πείρας. Ακριβώς όμως σε αυτή την πρακτική βάση, θα θέλαμε να διατυπώσουμε ορισμένους προβληματισμούς περί της αποτελεσματικότητας της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης ως προς τις ίδιες της τις διακηρύξεις· να θέσουμε τις βάσεις μιας «εσωτερικής κριτικής», που εκκινά από τις αξίες που υποτίθεται ότι θεραπεύει η νεοφιλελεύθερη διαχείριση.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να μιλάει για ώρα για διάφορα εξωφρενικά, αν και στην πραγματικότητα αρκετά συνηθισμένα γεγονότα, όπως η πρόσφατη αξίωση αποζημίωσης ύψους 175 εκατομμυρίων ευρώ εκ μέρους της εταιρείας που διαχειρίζεται 14 ελληνικά αεροδρόμια, λόγω της μειωμένης κίνησης στην περίοδο της πανδημίας.[5] (Τι είδους ιδιωτικοποίηση και ιδιωτική πρωτοβουλία είναι αυτή που επιβαρύνει τους πολίτες με έξοδα κολοσσών που ζορίστηκαν από μια απρόβλεπτη συγκυρία; Δεν υποτίθεται ότι ο νεοφιλελευθερισμός ομνύει στην έννοια της οικονομικής υπευθυνότητας και της ανάληψης ρίσκων και μας απαλλάσσει από τα αχρείαστα βάρη των μη επικερδών δημόσιων υπηρεσιών;)

Ας μείνουμε όμως συγκεκριμένα στο ζήτημα της αξιολόγησης. Μπορούμε κάλλιστα να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσον οι προτεινόμενες πρακτικές προάγουν πράγματι την ποιότητα, με βάση δύο παραδείγματα.[6] Το πρώτο προέρχεται από τον χώρο του πανεπιστημίου. Καθώς οι –πράγματι, πολύ συχνά υπαρκτές– προσωπικές και πολιτικές εύνοιες εντός της ακαδημίας τίθενται από τους νεοφιλελεύθερους στο στόχαστρο, η λογική της αξιολόγησης προκρίνει αυστηρά ποσοτικά και μετρήσιμα κριτήρια για την επιλογή και την εξέλιξη του διδακτικού προσωπικού: αριθμός δημοσιεύσεων και αλληλοαναφορών, διδακτικές μονάδες μαθήματος, ώρες προετοιμασίας, στόχοι που εκπληρώνει η διδασκαλία...

Πέρα από το ότι αυτά τα φαινομενικά αντικειμενικά κριτήρια κάθε άλλο παρά αποκλείουν την αναπόφευκτη ανάμειξη των προσωπικών σχέσεων στην ανάδειξη των διδασκόντων και πέρα από το ότι δεν εξαλείφουν, προφανώς, την αυθαιρεσία –ας σκεφτούμε εδώ τη μέτρηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των στόχων που εκπληρώνει η διδασκαλία της καντιανής φιλοσοφίας σε αντιπαραβολή με εκείνη της εγελιανής, το ενδεχόμενο της ακριβούς ποσοτικής αποτύπωσης των ωρών που απαιτούνται για την προετοιμασία μιας διάλεξης ή μιας διατριβής, τη σύγκριση μεταξύ ενός έργου αναφοράς 400 σελίδων και 10 άρθρων στα οποία πληθώρα μελετητών παραπέμπει πολύ συχνά χωρίς να τα διαβάζει ολόκληρα ή για να σημειώσει ότι είναι απαράδεκτα, κι άλλα τέτοια κωμικοτραγικά σενάρια–, αποτελεί πλέον κοινή γνώση ότι στην πράξη επιφορτίζουν τους διδάσκοντες με κάθε λογής άσχετα και χρονοβόρα καθήκοντα, που τους αποτρέπουν από το να κάνουν καλά την πραγματική δουλειά τους, δηλαδή να μελετούν και να διδάσκουν.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η Antonia Birnbaum, που εργάζεται στο γαλλικό πανεπιστήμιο, αναφέρεται «στο σύμπτωμα για το οποίο πολύ συχνά παραπονιούνται όλοι οι πανεπιστημιακοί του κυρίαρχου κόσμου, από τη Μελβούρνη ώς το Παρίσι, από το Βερολίνο ώς το Λονδίνο. Έχουν κατάθλιψη. Γιατί; Επειδή είναι τόσο απασχολημένοι με κάτι άλλο από την εργασία της έρευνας και της διδασκαλίας ώστε δεν έχουν χρόνο να κάνουν την εργασία αυτή. Κολοφώνας του κωμικού: ορισμένοι παραπονιούνται ακόμη και ότι δεν έχουν πλέον χρόνο να διαβάσουν».[7]

Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από τον χώρο των περιοδικών εκδόσεων. Προσπαθώντας να εξαλείψουν την υποτιθέμενη αυθαιρεσία των προσωπικών προτιμήσεων, διάφορα έγκριτα περιοδικά του εξωτερικού εφαρμόζουν ένα σύστημα «τυφλής αξιολόγησης», στο οποίο δύο κριτές διαβάζουν το προτεινόμενο προς δημοσίευση άρθρο χωρίς να γνωρίζουν ποιος το έχει γράψει και γνωμοδοτούν. Εδώ και ορισμένα χρόνια όμως, αυτή η πρακτική, που, ενώ ξεκίνησε από τον χώρο των φυσικών επιστημών, διαχέεται πλέον και προς τα κοινωνικοπολιτικά και φιλοσοφικά έντυπα, δεν σταματά εκεί. Εντασσόμενα στα συστήματα της γενικευμένης αξιολόγησης, τα περιοδικά ανταγωνίζονται για το ποιο θα έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στον ακαδημαϊκό χώρο. Έτσι, με βάση ένα scoring system, μια δημοσίευση στο τάδε περιοδικό ανταμείβει τον συγγραφέα της με x πόντους, ενώ μια δημοσίευση στο δείνα περιοδικό με y πόντους – ανάλογα με τον συντελεστή βαρύτητας του κάθε εντύπου.

Τι πιο αντικειμενικό, σωστά; Κι όμως, ο πιο βαθύς ανορθολογισμός έχει πάντα τον τρόπο του να τρυπώνει εκεί που (υποτίθεται ότι) πρυτανεύει ο τέλειος εξορθολογισμός. Καθώς μεγαλύτερο συντελεστή αποκτούν τα περιοδικά με το μεγαλύτερο ποσοστό απόρριψης προτεινόμενων άρθρων –αφού, θεωρητικά, όσο πιο δύσκολο είναι να δημοσιεύσει κανείς σε ένα έντυπο, τόσο πιο ποιοτικό είναι το περιεχόμενό του–, στην πράξη πολλές διευθύνσεις εφαρμόζουν συστηματικά την τακτική της απόρριψης καλών κειμένων προκειμένου να αυξηθεί τεχνητά το περίφημο rejection rate τους. Έτσι, θα αποκτήσουν μεγαλύτερο συντελεστή βαρύτητας, με ό,τι προνόμια αυτό συνεπάγεται – επιδοτήσεις και καλύτερη χρηματοδότηση, κύρος των μελών της συντακτικής επιτροπής κ.λπ.

Μια πρακτική που ξεκίνησε ως τυποποίηση και εγγύηση της ποιότητας κατέληξε, όπως πολύ συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, σε στρατηγικό παιχνίδι δύναμης που δεν έχει μεγάλη σχέση με τους αρχικούς στόχους του εγχειρήματος. Κι αν μας επιτρέπεται μια σύγκριση, θα θέλαμε πολύ να συναντήσουμε κάποιον που, με το χέρι στην καρδιά, θα μας πει ότι τα εν λόγω ανταγωνιστικά και αξιολογημένα πολιτικά περιοδικά είναι καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα από έντυπα όπως το Πανοπτικόν και το Έρμα, που βασίζονται στις προσωπικές σχέσεις, σε ομάδες και παρέες που γνωρίζονται πολύ καλά και αναπτύσσουν τη σκέψη και τους προβληματισμούς τους μέσα από κοινές συζητήσεις και εμπειρίες.

Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει καθόλου ότι το Έρμα και το Πανοπτικόν διαλέγουν τα κείμενά τους στην τύχη ή χωρίς διάκριση του καλού από το κακό και από το λιγότερο καλό. Σημαίνει ότι έχουν μιαν άλλη αντίληψη για το τι συγκροτεί αυτά τα μεγέθη, όπως και άλλες μεθόδους για να πραγματώνουν αυτή την αντίληψη. Όπως φαίνεται, αυτή η αντίληψη κι αυτές οι μέθοδοι πολύ συχνά είναι όχι μόνο πιο ανθρώπινες, αλλά και πιο αποτελεσματικές από τις αντίστοιχες νεοφιλελεύθερες. Ας κλείσουμε προσπαθώντας να φανταστούμε πώς αυτό το παράδειγμα θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλους θεσμούς και περιοχές της σύγχρονης ζωής.


[1] Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση του σκεπτικού της Hibou και διάφορων σχετικών προβληματισμών, βλ. Γιώργος Περτσάς, «Στον θαυμαστό κόσμο της νεοφιλελεύθερης γραφειοκρατίας», Kaboom 3, 2017, σ. 89-111. Το PDF του τεύχους είναι διαθέσιμο για ελεύθερο κατέβασμα εδώ.

[2] Όπως φανερώνει και ο τίτλος του, το κείμενο, το οποίο υπάρχει διαθέσιμο εδώ, είναι ιδιαίτερα σχετικό και με ένα άλλο ζήτημα της τρέχουσας πολιτικής: τον «μεγάλο περίπατο».

[3] Isabelle Bruno, «Συγκριτική αξιολόγηση», στο Τέσσερις έννοιες του παρόντος, επιμ.-μτφρ. Γ. Περτσάς, Σ. Ρέγκας, Αθήνα: Two Ply Books, 2017, σ. 58-59.

[4] Στο ίδιο, σ. 58.

[5] Φυσικά, ο παραλογισμός αφορά κι άλλους «διαύλους μεταφοράς» –άλλη μία μη ουδέτερη έννοια– εκτός από τους εναέριους. Για τις αντίστοιχες αποζημιώσεις που αξιώνουν οι ιδιωτικές εταιρείες που εκμεταλλεύονται τα διόδια, βλ. εδώ.

[6] Από τη μεριά της, η προαναφερθείσα Isabelle Bruno, υποχρεωτική συνομιλήτρια στο συγκεκριμένο ζήτημα, έχει δώσει ανάλογα παραδείγματα για τη διαβρωτική επίδραση των πρακτικών αξιολόγησης στο γαλλικό δημόσιο. Βλ. το άρθρο της με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αξιολόγηση: ένα όπλο καταστροφής». Κρατάμε εδώ, για τους ενδιαφερόμενους, δύο ενδεικτικές παραγράφους: «Υποχρεωμένοι να επιδιώκουν ελάχιστα συνεκτικούς στόχους, και πάντοτε ασταθείς, οι υπάλληλοι υποφέρουν από την έλλειψη σαφήνειας και σταθερότητας στη δραστηριότητά τους. Μιλούν συχνά για “απώλεια νοήματος”. Όσο για τους χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών, διαπίστωσαν ότι το υποτιθέμενο “καλύτερο κράτος” στην πραγματικότητα σήμαινε πτώση της ποιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Λόγου χάρη, παρατηρήθηκε μια έκρηξη στον αριθμό των προσωρινών κρατήσεων σε αστυνομικά τμήματα για άτομα που προηγουμένως δεν είχαν ανακριθεί. Και η “ταξινόμηση” στις εισόδους των επειγόντων στα νοσοκομεία, η οποία παρουσιάστηκε ως εγγύηση της γρηγορότερης φροντίδας των ασθενών, προκάλεσε την αύξηση του ποσοστού επανεισαγωγής στο νοσοκομείο, σημάδι ανεπάρκειας των υπηρεσιών. Οι υπάλληλοι που αξιολογούνταν με ποσοτικά κριτήρια έμαθαν να “κάνουν νούμερα”, δηλαδή να παρουσιάζουν τα αποτελέσματά τους με τον πιο κολακευτικό για εκείνους τρόπο. Οι αστυνομικοί προχώρησαν σε εύκολες συλλήψεις, που όμως δεν είχαν πραγματική συμβολή στη μείωση της εγκληματικότητας· οι γιατροί παραμέρισαν τις πιο σύνθετες παθολογικές περιπτώσεις για να αντιμετωπίσουν τα πιο απλά περιστατικά· οι ερευνητές κατατεμάχισαν τα άρθρα τους ώστε να δημοσιεύουν τρία αντί για ένα, πιο συνεκτικό» (δική μας υπογράμμιση).

[7] Antonia Birnbaum, «Προς τι ακόμη το πανεπιστήμιο;», μτφρ. Β. Ιακώβου, Kaboom 4, 2018, σ. 297.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς