Σημειωματάριο

"Ερημιά στην Καλλιθέα" ή οι εξόριστοι στο χρόνο

Στο Γυάλινο Κόσμο του Τένεσι Ουίλιαμς παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ. Ο νεαρός αφηγητής θυμάται το σπίτι του, τη μητέρα και την αδερφή του, τη Λώρα, που περνά τις μέρες της φροντίζοντας το γυάλινο θηριοτροφείο της και ζει σα να είναι κι η ίδια μέρος της μικρής εύθραυστης συλλογής της από γυάλινα ζώα. Ο Τομ ονειρεύεται ξένες πολιτείες, μακριά από την πίεση της μητέρας και τη φροντίδα της αδερφής του. Στο τέλος του έργου ο αφηγητής δραπετεύει βίαια από το πατρικό του σπίτι κι έπειτα επιστρέφει με τη μνήμη του στο ίδιο ακριβώς σημείο για να μας διηγηθεί τις ιστορίες που τον στοιχειώνουν. Το έργο αρχίζει και τελειώνει στο ίδιο σημείο, τη στιγμή που ο αφηγητής θυμάται για χάρη μας το παιδικό του σπίτι κοιτάζοντάς το από τη μοναδική απόσταση που δεν μπορεί να καλύψει όσο και αν τρέξει· το χρόνο.

“Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δύο τόπους. Μετά από λίγο καιρό μ’ έδιωξαν από τη δουλειά, γιατί έγραψα ένα ποίημα πάνω σ’ ένα κουτί παπουτσιών. Έφυγα από το Σαιν Λούις. Κατέβηκα για τελευταία φορά εκείνη τη σκάλα κινδύνου και από τότε ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου, προσπαθώντας με τη διαρκή κίνηση να βρω αυτό που είναι χαμένο στο χάος. Γι’ αυτό και ταξίδεψα πολύ. Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους. Θα μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε, κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι μουσικής που κάτι μου θύμιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί... Μπορεί να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα. Και να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια, μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τόξου. Και τότε να νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα... Αχ, Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σού είμαι πιο πιστός απ’ όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σ’ ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου - κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου...”

Για τον Said εξορία “είναι η αθεράπευτη ρήξη που επιβάλλεται βιαίως ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και έναν γενέθλιο τόπο, ανάμεσα στον εαυτό και την πραγματική πατρίδα”¹. Ως ξένος ορίζεται αυτός που έχει αποκοπεί από τη μήτρα της πατρίδας και βιώνει την απώλειά της καθημερινά, σ΄ έναν τόπο που δεν τον λογαριάζει ως πολίτη (ή κάποτε ως άνθρωπο) αλλά τον φιλοξενεί ή τον ανέχεται. Ανάμεσα στον ξένο και την αφετηρία του αναπτύσσονται δυνάμεις έλξης και απώθησης, με τον τόπο προέλευσης να είναι άλλοτε το άπιαστο ιδανικό και άλλοτε ένας οριστικά κλειστός λογαριασμός.

Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου²

Μπορεί όμως να συμβαίνει και το ανάποδο: υπάρχει δηλαδή και μία περίπτωση εξόριστου που δε μετατοπίστηκε ποτέ γεωγραφικά, ένας ξένος που δεν έχει φύγει ποτέ από τον τόπο του. Ο εντός των τειχών εξόριστος είναι – με τα λόγια της Kristeva – ένας ξένος στον εαυτό του. Σε αυτή την περίπτωση (έστω “η περίπτωση Καλλιθέα”) ο χώρος παραμένει ίδιος αλλά ο τόπος μεταλλάσσεται, ερήμην του υποκειμένου. Η πόλη, σαν ένα σώμα - άλλωστε μια πόλη μοιάζει συχνά με σώμα ανθρώπινο - αλλάζει σχήμα, μεταμορφώνεται. Τότε, ως ξένος ορίζεται όχι αυτός που φεύγει μακριά αλλά αυτός που μένει πίσω, προσκολλημένος σε ένα χρόνο παρελθοντικό, τετελεσμένο. Στην Καλλιθέα, νομίζω πως έχουμε μια τέτοια νέου τύπου εξορία: Ο τόπος εγκαταλείπει το υποκείμενο και όχι το αντίστροφο. Βέβαια, η εξορία αυτή (όπως και κάθε εξορία) διαμορφώνεται από συνθήκες πολιτικές και κοινωνικές. Είναι, με έναν τρόπο, η ίδια ξενιτιά αυτού που μένει πίσω από ανάγκη ή από επιλογή τη στιγμή που φίλοι του εγκαταλείπουν ένας ένας (άλλοι για δουλειά, άλλοι για σπουδές – όλοι “θα τα πούμε μέσα στο καλοκαίρι”). Είναι η ξενιτιά που αρμόζει σε μια χώρα που ερημώνει, σε μια πόλη που ρημάζει μέσα στην απραξία, πάντα σαν ένα σώμα ανθρώπινο.

Στην πραγματικότητα, η εξορία δεν αφορά αποκλειστικά στη βίαιη αποκοπή από τον τόπο αλλά και από το χρόνο.  Άλλωστε, ακόμα και για τον τυπικό ξένο ο χρόνος έχει σπάσει με τρόπο ανεπανόρθωτο. Εκτός από την επιβεβλημένη ταυτότητα του 'Αλλου (απέναντι σε μια κοινωνία υποδοχής οργανωμένη ερήμην του), ο ξένος αντιμετωπίζει και την πληγή της απουσίας: της δικής του απουσίας από το χρόνο που άφησε πίσω, τη ζωή που συνεχίζεται χωρίς αυτόν. Έτσι, ο εξόριστος δεν υπάρχει πραγματικά σε κανένα χρόνο, παραμένει αόρατος στο σήμερα του εδώ αλλά και απών στο εκεί κι είναι πάντα λειψός στον παρελθοντικό χρόνο (της νοσταλγίας) ή το μελλοντικό (των προσδοκιών). Ο ξένος παλεύει με τη σιγουριά πως αυτό που ποθεί έχει οριστικά χαθεί.

“Γεμάτος ερωτική μελαγχολία για έναν χαμένο τόπο, είναι απαρηγόρητος κατά βάθος που εγκατέλειψε ένα χρόνο. Ο χαμένος παράδεισος είναι ένας αντικατοπτρισμός του παρελθόντος που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναβρεί”³.

Αυτό είναι που καθιστά τον πραγματικό νόστο του ξένου αδύνατο. Όπου και να βρεθεί, όσο και να τρέξει πίσω από το χαμένο χρόνο, η πατρίδα του δεν είναι πια παρά μια χίμαιρα.

Nα 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω!
Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! 4

Από αυτή την άποψη, είμαστε όλοι εξόριστοι στο χρόνο. Αποκομμένοι από την παιδική μας ηλικία, την πρώτη μας πραγματική πατρίδα, η ξενιτιά μας είναι η ίδια η νοσταλγία μας γι αυτή. 'Αλλωστε, ο άνθρωπος που επιχειρεί με ρεαλιστικούς όρους το ταξίδι στην παιδική του πόλη είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Η πόλη δεν είναι πια ίδια – ο ξένος δεν είναι πια ίδιος. Ο τόπος τον προδίδει· οι γεύσεις, οι δρόμοι, τα παλιά σημεία συνάντησης έχουν αλλάξει. Ο ξένος προσπαθεί επίμονα όσο και μάταια να ξαναζήσει γεγονότα, να ξαναβρεί αισθήσεις της πόλης που θυμάται. Στην πραγματικότητα όμως, η πόλη αυτή δεν υπάρχει και ίσως να μην έχει υπάρξει ποτέ πουθενά αλλού εκτός από το χωροχρόνο της μνήμης του υποκειμένου. Αυτός που θυμάται κι εκείνος που αναλαμβάνει μια αφήγηση σε σχέση με την πρώτη του πατρίδα, καλείται να ανακατασκευάσει την πόλη του, να επιλέξει ανάμεσα στις μνήμες του σημεία και στιγμιότυπα αγαπημένα και να τα χρωματίσει απ' την αρχή με τη φαντασία του.

Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση οι λόφοι της παιδικής πόλης μοιάζουν πια με πεζούλια όπως στον ξενιτεμένο του Σεφέρη κι οι εικόνες που άλλοτε συγκινούσαν μοιάζουν με καρικατούρα. Ο ξένος (τώρα ο ενήλικoς) δε χωράει στα παιδικά του ρούχα αλλά τα νοσταλγεί και τα αναζητά – με το συνεχές, πεισματάρικο και (καταδικασμένο να μένει) ανικανοποίητο πάθος του ερωτευμένου. Κατά μία έννοια και ο έρωτας είναι ένας αδύνατος νόστος, η επιστροφή στον Άλλο. Αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση.

 

[1]  Αναστοχασμοί για την εξορία και άλλα δοκίμια λογοτεχνικής και πολιτισμικής θεωρίας,
Edward W. Said

[2]  Κάτι θα γίνει θα δεις, Χρήστος Οικονόμου

[3]  Ξένοι στον εαυτό μας, Julia Kristeva

[4] από το Tο Φωτόδεντρο και η Δέκατη Tέταρτη Oμορφιά, Οδυσσέας Ελύτης

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Αγγελική Μούσιου