Εσωτερική διαδρομή
Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησα να χάνω την πίστη μου….. Ίσως να την έχασα όταν είδα τους γονείς μου να δολοφονούνται μπροστά μου…. Ίσως να την έχασα όταν συνειδητοποίησα πως ο δολοφόνος των γονιών δεν βρέθηκε ποτέ ενώπιον της δικαιοσύνης… Ίσως όμως και να μην την έχασα ποτέ… Αν την είχα χάσει στα αλήθεια τότε για ποιο λόγο πολεμάω όλα αυτά τα χρόνια…
Ίσως να φταίει λίγο και η Σελίνα…. Βρισκόμασταν στις αντίθετες πλευρές μια ζωή… Παίζαμε πάντα τη γάτα και το ποντίκι…. Βασικά στην δική μας περίπτωση ήταν περισσότερο η γάτα και η νυχτερίδα…
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα μπροστά μου νυχτερίδες… Περπατούσα στην έπαυλη… Ήταν αμέσως μετά την κηδεία των γονιών μου… Μου έδιναν όλοι συλλυπητήρια… Δεν ξέρω αν τα χρειαζόμουν στα αλήθεια… Εκεί που περπατούσα, βρέθηκα ξαφνικά στα ερείπια της παλιάς έπαυλης… Αυτή η έκταση γης ανήκε στην οικογένεια μου για γενιές ολόκληρες… Κάθε γενιά έχτιζε κάτι καινούριο και γκρέμιζε κάτι παλιό… Κάθε γενιά όλο και πιο ματαιόδοξη από την προηγούμενη… Χτίζαμε αγάλματα και ζητούσαμε από ζωγράφους να ζωγραφίσουν οικογενειακά πορτραίτα για να μας θυμίζουν τις εποχές που το σώμα μας δεν υπέφερε τόσο… Εποχές που τα γηρατειά ακόμα δεν είχαν αφήσει τα σημάδια της φθοράς στα κορμιά και στα πρόσωπα μας… Προσπάθησα να σκαρφαλώσω στο πηγάδι της παλιάς έπαυλης, μη γνωρίζοντας πως τα υλικά φθείρονται με το πέρασμα του χρόνου.. όπως ακριβώς και τα ανθρώπινα σώματα… Ξαφνικά η κλειστή οροφή του πηγαδιού υποχώρησε
Θυμάμαι να πέφτω στο σκοτάδι… στο κενό… Ήταν αλλόκοτο συναίσθημα.. Να πέφτεις στο τίποτα και να ξέρεις πως δεν θα εμφανιστεί κανένα χέρι για να σε σώσει από την πτώση… Προσγειώθηκα στα μαλακά.. Άμμος και σπασμένα κλαδιά.. Βρισκόμουν σε μία σπηλιά.. Από αμηχανία φώναξα αν υπήρχε κανείς εκεί. Ήταν λάθος. Η φωνή μου ξύπνησε δεκάδες νυχτερίδες που είχαν βρει καταφύγιο στο σκοτάδι της σπηλιάς. Θυμάμαι να τις βλέπω να πετάνε προς το μέρος μου. Θυμάμαι να τις κοιτάω σαστισμένος. Αλλά δεν θυμάμαι να νιώθω φόβο. Θυμάμαι να νιώθω ανακούφιση τελικά. Θυμάμαι να νιώθω ανακούφιση γιατί όντως βρισκόταν κάποιος εκεί και δεν ήμουν μόνος. Οι νυχτερίδες με προσπέρασαν και πέταξαν προς την κορυφή του πηγαδιού, εκεί απ’ όπου είχα πέσει και είχε ανοίξει μια τρύπα
(Αφέντη Μπρούς, ξυπνήστε……)
Θυμάμαι και την πρώτη φορά που επιχείρησα να σταματήσω μια ληστεία. Ήμουν νέος ακόμα και άπειρος. Είχα μόλις ολοκληρώσει την εκπαίδευση μου αλλά δεν είχα βρεθεί σε κατάσταση όπου όντως απειλούνταν η ζωή μου. Τότε δεν φορούσα ακόμα μάσκα.
(Αφέντη Μπρούς, ξυπνήστε…..)
Θυμάμαι και την πρώτη φορά που τραυματίστηκα θανάσιμα. Σε μια μάχη με τον Μπέϊν… Τον είχα ξαναπολεμήσει πολλές φορές πριν… Αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς πήγε λάθος εκείνη την φορά. Με σήκωσε ψηλά και μετά, απότομα, με κοπάνησε με δύναμη πάνω στο γόνατο του, σπάζοντας μου την μέση. Θυμάμαι πως το συναίσθημα που ένιωσα ενώ με κατέβαζε προς το γόνατο του ήταν το ίδιο με το συναίσθημα που είχα νιώσει μικρός όταν έπεφτα από εκείνο το πηγάδι. Ένιωθα πως έπεφτα πάλι στο κενό, αβοήθητος….. μόνος…..
(Αφέντη Μπρούς, ξυπνήστε….)
Γιατί τα σκέφτομαι όλα αυτά τώρα…. Μου πήρε πολύ καιρό να τα ξεχάσω… Γιατί επιστρέφουν πάλι αυτές οι αναμνήσεις…
Αφέντη Μπρους, ΞΥΠΝΗΣΤΕ….
-Ξύπνησα, ξύπνησα.. είμαι ξύπνιος τώρα, τι συμβαίνει Άλφρεντ?
-Ο διοικητής Γκόρντον έδωσε το σήμα, αφέντη Μπρους. Φαίνεται πως η Γκόθαμ χρειάζεται τον σκοτεινό ιππότη. Σας χρειάζεται…
-Αν η Γκόθαμ με χρειάζεται τότε πρέπει να ανταποκριθώ στο κάλεσμα. Αν η Γκόθαμ με χρειάζεται πρέπει να ανακτήσω τη πίστη μου.
-Πάω να ετοιμάσω τον εξοπλισμό σας, Αφέντη Μπρους..
- Ναι, πήγαινε Άλφρεντ…
Καμιά φορά ξεχνάω πως ο Μπρους Γουέϊν είναι αυτός που πρέπει να ανακτήσει την πίστη του και όχι ο Μπατμαν. Γιατί εν τέλει δεν είμαστε το ίδιο άτομο. Είμαστε απλώς δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Δύο άνθρωποι που κατοικούν στο ίδιο σώμα. Ο Μπρους Γουέϊν είναι άνθρωπος.. Και όπως όλοι οι άνθρωποι, φθείρεται.. Τα σημάδια του χρόνου μένουν πάνω του ανεξίτηλα. Όχι όμως και πάνω στον Μπατμαν. Κανείς δεν μπορεί να δει τα σημάδια του χρόνου πάνω στον Μπατμαν γιατί τα κρύβει η μάσκα. Η μάσκα του. Η μάσκα μου.