Ο Bukowski έγραφε ποίηση σαν μανιακός. Εξέδωσε χιλιάδες ποιήματα όσο βρισκόταν εν ζωή, ενώ από το 1994 που πέθανε δεν έχουν πάψει να βγαίνουν ποιητικά κατάλοιπα, συνοδευόμενα μάλιστα από τα συναφή σκάνδαλα: ο επί εικοσιπενταετία εκδότης του στον οίκο Black Sparrow Press, John Martin, παρενέβη βάναυσα σχεδόν σε όλες τις μεταθανάτιες ποιητικές συλλογές. Η κίνηση αυτή του Martin ανακινεί ενδιαφέροντα προβλήματα. Στο Άγνωστο αριστούργημα, ο Balzac βάζει τον ιδιοφυή/τρελό Φρενχόφερ να διορθώνει κατά βούληση τους πίνακες του μαιτρ Porbus, με τον νεαρό πρωταγωνιστή Poussin να παρακολουθεί σοκαρισμένος. Ο ίδιος ο Porbus όχι μόνο επιτρέπει τις παρεμβάσεις, αλλά αναγνωρίζει ότι κάθε κίνηση του Frenhofer συνιστά βελτίωση για την οποία ο ίδιος θα ήταν ανίκανος. Παρότι παρουσιάζεται από την αρχή της ιστορίας ως φτασμένος ζωγράφος, η στάση του είναι αυτή ενός μάστορα, που αφήνεται στα χέρια του δασκάλου του, χωρίς φετιχιστική αίσθηση ιδιοκτησίας για το δικό του έργο, οπότε και για το έργο εν γένει. Αυτή όμως η στάση προϋποθέτει όχι μόνο άνοιγμα στον κόσμο και γνώση του αντικειμένου, αλλά και αποδοχή της σωματικότητάς του με ό,τι αυτή συνεπάγεται: οι παρεμβάσεις του Frenhofer σχετίζονται με σώματα (πινελιές), όχι με ιδέες (αναπαραστάσεις, αφηγήσεις και σύμβολα). Όποιος διερευνήσει τις επιμέλειες του Martin έστω και λίγο, παρατηρεί ότι συχνά οι δικές του παρεμβάσεις σχετίζονται με ιδέες: προσπαθεί να αποσαφηνίσει το τι θέλει να πει ο ποιητής, το νόημα του κειμένου. Όμως το νόημα είναι μια μυστήρια κατηγορία, για την οποία είναι απαραίτητο να τεθεί μια βασική αρχή: το νόημα σχετίζεται εξίσου με την ιδεατότητα και με τη σωματικότητα.
Η επιλογή των έξι ποιημάτων είναι λίγο έως πολύ τυχαία, είναι απλώς ποιήματα που μου αρέσουν, αλλά και που τα θεωρώ ενδεικτικά. Πέρα από τη γνωστή μπουκοφσκική θεματολογία, τι χαρακτηρίζει την ποίηση αυτού του τόσο τυπικά αμερικανού δημιουργού; Από τη μία η μεγάλη απλότητα της γλώσσας σε συνδυασμό με ένα συναίσθημα που έρχεται από το βάθος των ίδιων των πραγμάτων, χωρίς ωραιοποίηση και μνησικακία, χωρίς τίποτα παρά μόνο την τρυφερότητα και την ευαισθησία που παραμονεύουν πίσω από όλη τη βία στην επιφάνεια. Κι από την άλλη, η εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού, το βασικό στοιχείο της ποίησης του Bukowski. Τυπικό παράδειγμα το the blackbirds are rough today: το ποίημα ξετυλίγεται με τόση φυσικότητα που οι ερωτήσεις “why do we go on with our minds and pockets full of dust” και “why I am on fire like old dry garbage.” συγκρούονται με έναν αναγνώστη που έχει ήδη αναπτύξει ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στοιχεία αυτής της ρυθμικής δεινότητας αποτελούν η χρήση της στίξης, κυρίως των τελειών· οι μονολεκτικοί στίχοι, μια τεχνική που επανέρχεται διαρκώς· οι έντονες αντιθέσεις μεταξύ στροφών και περιόδων.
Ο Bukowski κουβαλάει σε κάποιον βαθμό τον χαρακτηρισμό του εφηβικού αναγνώσματος, όπως και τον βραχνά της τεράστιας δημοφιλίας. Δεν πρέπει όμως να τον αντιμετωπίσει κανείς στενόμυαλα. Αν και το έργο του είναι ενίοτε άνισο τόσο από ποίημα σε ποίημα, συλλογή σε συλλογή ή στο εσωτερικό κάποιων ποιημάτων (τυπικό παράδειγμα η άγαρμπη νομίζω προτελευταία στροφή του blackbirds), πρόκειται για έναν ποιητή με τόσο αισθηματικό όγκο και τόσο οργανική σχέση με τη γραφή, που όχι μόνο είναι ικανός να συγκινήσει μέσα από το τετριμμένο και το καθημερινό, μα έχει επιπλέον να διδάξει πολλά για το γράψιμο, υπενθυμίζοντας ότι κάποιες φορές, το μόνο που απομένει είναι η δουλειά.
~
πάντα μ’ αγαπούσαν οι τρελοί
πάντα μ’ αγαπούσαν οι τρελοί
κι οι προβληματικοί.
σε όλο το δημοτικό
το γυμνάσιο
το λύκειο
τα πρώτα έτη
οι ανεπιθύμητοι
κολλούσαν πάνω
μου.
τύποι με ένα χέρι
τύποι με τικ
τύποι με προβλήματα ομιλίας
τύποι με μια λευκή μεμβράνη
στο ένα μάτι,
δειλοί
μισάνθρωποι
φονιάδες
ματάκηδες
και κλέφτες.
και σ’ όλα τα
εργοστάσια κι όταν
αλήτευα
πάντα τραβούσα τους
ανεπιθύμητους. με έβρισκαν
αμέσως και κολλούσαν
πάνω μου. ακόμα
το κάνουν.
τώρα σ’ αυτή τη γειτονιά
με βρήκε
ένας.
σπρώχνει παντού
ένα καρότσι
γεμάτο με σκουπίδια:
σπασμένα μπαστούνια, κορδόνια,
άδειες σακούλες από πατατάκια,
κουτιά από γάλα, εφημερίδες, μολυβοθήκες…
«ε φίλε πώς τα πας;»
σταματάω και μιλάμε για
λίγο.
μετά χαιρετάω
αλλά μ’ ακολουθεί
ακόμα
περνώντας από τα
μπαρ και τα
μπουρδέλα…
«να με ενημερώνεις,
φίλε, να με ενημερώνεις,
θέλω να ξέρω τι
γίνεται.»
είν’ ο καινούριος μου.
δεν τον έχω δει ποτέ
να μιλάει σε
άλλον.
το καρότσι
κουδουνίζει λίγο
πίσω μου
και κάτι
πέφτει.
σταματάει να το
μαζέψει.
τότε μπαίνω
στο πράσινο ξενοδοχείο
στη γωνία
διασχίζω το
χωλ
βγαίνω από την πίσω
πόρτα και
βλέπω μια γάτα
να χέζει εκεί
εκστασιασμένη,
μου χαμογελάει
πλατιά.
the insane always loved me
the insane always loved me
and the subnormal.
all through grammar school
junior high
high school
junior college
the unwanted would attach
themselves to
me.
guys with one arm
guys with twitches
guys with speech defects
guys with white film
over one eye,
cowards
misanthropes
killers
peep-freaks
and thieves.
and all through the
factories and on the
bum
I always drew the
unwanted. they found me
right off and attached
themselves. they
still do.
in this neighborhood now
there’s one who’s
found me.
he pushes around a
shopping cart
filled with trash:
broken canes, shoelaces,
empty potato chip bags,
milk cartons, newspapers, penholders . . .
“hey, buddy, how ya doin’?”
I stop and we talk a
while.
then I say goodbye
but he still follows
me
past the beer
parlours and the
love parlours . . .
“keep me informed,
buddy, keep me informed,
I want to know what’s
going on.”
he’s my new one.
I’ve never seen him
talk to anybody
else.
the cart rattles
along a little bit
behind me
then something
falls out.
he stops to pick
it up.
as he does I
walk through the
front door of the
green hotel on the
corner
pass down through
the hall
come out the back
door and
there’s a cat
shitting there in
absolute delight,
he grins at
me.
~
μην ξεχνάς
υπάρχει πάντα κάποιος ή κάτι
που σε περιμένει,
κάτι δυνατότερο, πιο έξυπνο,
πιο κακό, πιο καλοσυνάτο, πιο ανθεκτικό,
κάτι μεγαλύτερο, κάτι καλύτερο,
κάτι χειρότερο, κάτι με
μάτια σαν της τίγρης, σαγόνια σαν του καρχαρία,
κάτι πιο τρελό από τρελό,
λογικότερο του λογικού,
υπάρχει πάντα κάτι ή κάποιος
που σε περιμένει
ενώ φοράς τα παπούτσια σου
ή ενώ κοιμάσαι
ή ενώ πετάς τα σκουπίδια
ή χαϊδεύεις τη γάτα σου
ή πλένεις τα δόντια σου
ή γιορτάζεις μια αργία
υπάρχει πάντα κάποιος ή κάτι
που σε περιμένει.
έχε το καλά στον νου σου
ώστε όταν συμβεί
να είσαι όσο πιο έτοιμος γίνεται.
μέχρι τότε, καλή σου
μέρα
αν είσαι ακόμα εκεί.
εγώ είμαι, νομίζω –
μόλις έκαψα τα δάχτυλά μου
μ’ αυτό
το τσιγάρο.
don’t forget
there is always somebody or something
waiting for you,
something stronger, more intelligent,
more evil, more kind, more durable,
something bigger, something better,
something worse, something with
eyes like the tiger, jaws like the shark,
something crazier than crazy,
saner than sane,
there is always something or somebody
waiting for you
as you put on your shoes
or as you sleep
or as you empty a garbage can
or pet your cat
or brush your teeth
or celebrate a holiday
there is always somebody or something
waiting for you.
keep this fully in mind
so that when it happens
you will be as ready as possible.
meanwhile, a good day to
you
if you are still there.
I think that I am—
I just burnt my fingers on
this
cigarette.
~
ασφαλείς
το διπλανό σπίτι με
θλίβει.
άντρας και γυναίκα σηκώνονται κι οι δυο νωρίς και
πάνε στη δουλειά.
φτάνουν σπίτι νωρίς το σούρουπο.
έχουν ένα μικρό αγόρι κι ένα κορίτσι.
στις 9 μ.μ. όλα τα φώτα στο σπίτι
έχουν σβήσει.
το επόμενο πρωί άντρας και γυναίκα σηκώνονται
κι οι δύο πάλι νωρίς και πάνε στη
δουλειά.
επιστρέφουν νωρίς το σούρουπο.
στις 9 μ.μ. όλα τα φώτα έχουν
σβήσει.
το διπλανό σπίτι με
θλίβει.
οι άνθρωποι είναι καλοί άνθρωποι, τους
συμπαθώ.
μα νιώθω πως πνίγονται.
και δεν μπορώ να τους σώσω.
επιβιώνουν.
δεν είναι
άστεγοι.
μα το τίμημα είναι
τρομερό.
κάποιες φορές μέσα στη μέρα
θα κοιτάξω το σπίτι
και το σπίτι θα με
κοιτάξει
και το σπίτι θα
δακρύσει, ναι, δακρύζει, το
νιώθω.
safe
the house next door makes me
sad.
both man and wife rise early and
go to work.
they arrive home in early evening.
they have a young boy and a girl.
by 9 p.m. all the lights in the house
are out.
the next morning both man and
wife rise early again and go to
work.
they return in early evening.
By 9 p.m. all the lights are
out.
the house next door makes me
sad.
the people are nice people, I
like them.
but I feel them drowning.
and I can’t save them.
they are surviving.
they are not
homeless.
but the price is
terrible.
sometimes during the day
I will look at the house
and the house will look at
me
and the house will
weep, yes, it does, I
feel it.
~
τα κοτσύφια είναι σκληρά σήμερα
μόνος σαν ξερό και φθαρμένο περιβόλι
απλωμένο πάνω στη γη
προς χρήση και παράδοση.
απελπισμένος σαν πρώην μποξέρ που πουλάει
εφημερίδες στη γωνία.
να με πιάνουν τα κλάματα σαν
γερασμένη μπαλαρινούλα
που πήρε την τελευταία της επιταγή.
ώρα για χαρτομάντηλο εξοχώτατε
εκλαμπρότατε.
τα κοτσύφια είναι σκληρά σήμερα
σαν
να σου γυρνάνε τα νύχια
μια νύχτα στο
κρατητήριο—
κρασί κρασί γκρίνια,
τα κοτσύφια τριγυρίζουν και
πεταρίζουν
μουρμουρίζοντας
ισπανικές μελωδίες και κρόταλα.
και το παντού είναι
πουθενά—
το όνειρο είναι άσχημο σαν
τηγανίτες και σκασμένα λάστιχα:
γιατί συνεχίζουμε
με τα μυαλά και
τις τσέπες μας γεμάτες
σκόνη
σαν παλιόπαιδο που μόλις βγήκε
απ’ το σχολείο—
πες μου
εσύ,
εσύ που ήσουν ήρωας σε κάποια
επανάσταση
εσύ που διδάσκεις τα παιδιά
εσύ που πίνεις με ηρεμία
εσύ με τα μεγάλα σπίτια
που βολτάρεις σε κήπους
εσύ που έχεις σκοτώσει έναν άντρα και σου ανήκει μια
όμορφη σύζυγος
πες μου
γιατί καίγομαι σαν παλιά ξερά
σκουπίδια.
σίγουρα μπορεί να έχουμε μια ενδιαφέρουσα
αλληλογραφία.
θα απασχολήσει αρκετά τον ταχυδρόμο.
και οι πεταλούδες τα μυρμήγκια οι γέφυρες τα
νεκροταφεία
οι κατασκευαστές πυραύλων οι σκύλοι οι μηχανικοί αυτοκινήτων
θα συνεχίσουν για
λίγο
μέχρι να μας τελειώσουν τα γραμματόσημα
ή/και
οι ιδέες.
μην ντρέπεστε για
τίποτα· μάλλον ο Θεός τα εννοούσε όλα
σαν
τις κλειδαριές στις
πόρτες.
the blackbirds are rough today
lonely as a dry and used orchard
spread over the earth
for use and surrender.
shot down like an ex-pug selling
dailies on the corner.
taken by tears like
an aging chorus girl
who has gotten her last check.
a hanky is in order your lord your
worship.
the blackbirds are rough today
like
ingrown toenails
in an overnight
jail—
wine wine whine,
the blackbirds run around and
fly around
harping about
Spanish melodies and bones.
and everywhere is
nowhere—
the dream is as bad as
flapjacks and flat tires:
why do we go on
with our minds and
pockets full of
dust
like a bad boy just out of
school—
you tell
me,
you who were a hero in some
revolution
you who teach children
you who drink with calmness
you who own large homes
and walk in gardens
you who have killed a man and own a
beautiful wife
you tell me
why I am on fire like old dry
garbage.
we might surely have some interesting
correspondence.
it will keep the mailman busy.
and the butterflies and ants and bridges and
cemeteries
the rocket-makers and dogs and garage mechanics
will still go on a
while
until we run out of stamps
and/or
ideas.
don’t be ashamed of
anything; I guess God meant it all
like
locks on
doors.
~
φιλενάδες
οι γυναίκες του παρελθόντος όλο
τηλεφωνούν.
άλλη μία έφτασε
χτες, ήταν εκτός
πολιτείας.
ήθελε να με
δει.
της είπα
«όχι».
δεν θέλω να τις
δω,
δεν θα τις δω.
θα ήταν
άβολο
απαίσιο και
ανώφελο.
ξέρω κάποιους που μπορούν
να δουν την ίδια ταινία
πάνω από μία
φορά.
εγώ όχι.
αν ξέρω την
πλοκή
αν ξέρω το
τέλος
είτε αίσιο είτε
άσχημο είτε
απλά
χαζό,
τότε
για μένα
η ταινία αυτή
είναι καμμένη
για πάντα
και γι’ αυτό
αρνούμαι
να αφήνω
τις παλιές μου
ταινίες να παίζουν
ξανά και ξανά
για
χρόνια.
girlfriends
the women of the past keep
phoning.
there was another yesterday
arrived from out of
state.
she wanted to see
me.
I told her
“no.”
I don’t want to see
them,
I won’t see them.
it would be
awkward
gruesome and
useless.
I know some people who can
watch the same movie
more than
once.
not me.
once I know the
plot
once I know the
ending
whether it’s happy or
unhappy or
just plain
dumb,
then
for me
that movie is
finished
forever
and that’s why
I refuse
to let
any of my
old movies play
over and over again
for
years.
~
ένα χαμόγελο να το θυμάσαι
είχαμε χρυσόψαρα και έκαναν κύκλους γύρω γύρω
στη γυάλα στο τραπέζι κοντά στις βαριές κουρτίνες
που έκρυβαν το μεγάλο παράθυρο με τη θέα και
η μητέρα μου, χαμογελώντας πάντα, θέλοντας να είμαστε
όλοι χαρούμενοι, μου είπε, «να είσαι χαρούμενος Χένρι!»
και είχε δίκιο: είναι καλύτερο να είσαι χαρούμενος αν
μπορείς
μα ο πατέρας μου συνέχισε να μας δέρνει και τους δύο πολλές φορές την εβδομάδα
λυσσομανώντας μέσα στο τεράστιο κορμί του επειδή δεν
μπορούσε να καταλάβει τι τον διέλυε από μέσα.
η μητέρα μου, η καημενούλα,
να θέλει να είναι χαρούμενη, να τρώει ξύλο δυο ή τρεις φορές την
εβδομάδα, να μου λέει να ‘μαι χαρούμενος: «Χένρι, χαμογέλα!
γιατί δεν χαμογελάς ποτέ;»
και μετά να χαμογελάει, για να μου δείξει πώς, και ήταν το
πιο θλιμμένο χαμόγελο που είδα ποτέ
μια μέρα τα χρυσόψαρα πέθαναν, και τα πέντε,
επέπλεαν στο νερό, στο πλάι, με τα
μάτια τους ακόμη ανοιχτά,
και όταν ο πατέρας μου γύρισε τα πέταξε στη γάτα
εκεί στο πάτωμα της κουζίνας και παρακολουθούσαμε, και η μητέρα μου
χαμογελούσε
a smile to remember
we had goldfish and they circled around and around
in the bowl on the table near the heavy drapes
covering the picture window and
my mother, always smiling, wanting us all
to be happy, told me, ‘be happy Henry!’
and she was right: it’s better to be happy if you
can
but my father continued to beat her and me several times a week while
raging inside his 6-foot-two frame because he couldn’t
understand what was attacking him from within.
my mother, poor fish,
wanting to be happy, beaten two or three times a
week, telling me to be happy: ‘Henry, smile!
why don’t you ever smile?’
and then she would smile, to show me how, and it was the
saddest smile I ever saw
one day the goldfish died, all five of them,
they floated on the water, on their sides, their
eyes still open,
and when my father got home he threw them to the cat
there on the kitchen floor and we watched as my mother
smiled