Ανάλυση

GNTM: Το σέξυ κατηχητικό του ύστερου καπιταλισμού

Ίσως η συσχέτιση του GNTM, ενός από τα πλέον δημοφιλή πολιτισμικά προϊόντα στην Ελλάδα του 2019, με τον ύστερο καπιταλισμό και τις λογικές του να φαντάζει κάπως ανοίκεια, ίσως να ακούγεται και λίγο φαιδρή. Ωστόσο, αποτελεί ένα κατεξοχήν παράδειγμα νεοφιλελεύθερης υποκειμενοποίησης τόσο για τις «μέσα» όσο και για όλους εμάς τους «έξω».[1] Το glossy περιτύλιγμα, η λατρεία της εικόνας, η πειθάρχηση του σώματος –εννοείται και του χοντρού σώματος– σε συγκεκριμένες νόρμες και η ανάδειξη συγκεκριμένων προτύπων ομορφιάς, αισθαντικότητας και σεξουαλικότητας δεν έρχονται μόνες. Τέμνονται εγκάρσια με την ανάδειξη και πρόσδεση σε χαρακτηριστικές κατευθύνσεις της επιμέλειας του εαυτού και της οργάνωσης της δραστηριότητας του ατόμου σε σχέση με τους γύρω του, κατευθύνσεις που στο τρέχον τεύχος του Kaboom χαρακτηρίζουμε και αναλύουμε ως νεοφιλελεύθερες.

Όλοι βλέπουμε, οπότε όλοι ξέρουμε πως τα εκκολαπτόμενα μοντέλα του Greece's Next Top Model έχουν να αντιμετωπίσουν μια σειρά απαιτητικών δοκιμασιών σε κάθε επεισόδιο, με την απόδοσή τους σε κάθε μία απ’ αυτές να κρίνει ποιες θα παραμείνουν και ποιες θα αποχωρήσουν από το παιχνίδι ή ποιες θα αποκτήσουν διάφορα αβαντάζ τα οποία θα χρησιμοποιήσουν για να διευκολύνουν τον εαυτό τους και να δυσκολέψουν συγκεκριμένες συνανταγωνιζόμενες[2] στη ροή του κάθε επεισοδίου. Έτσι, στο επεισόδιο υπ’ αριθμόν 17, τα κορίτσια καλούνται να φωτογραφηθούν κρατώντας στα χέρια τους διάφορα είδη πτηνών (κότες, κόκορες, φραγκόκοτες, χήνες κτλ.)· μπλέκοντας έτσι με τα πίτουρα. Η Άννα-Μαρία, νικήτρια της προηγούμενης διαδικασίας, απολαμβάνει το προνόμιο του συνταιριάσματος πτηνού και διαγωνιζόμενης. Σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται και κατόπιν σύντομου στοχασμού, καταλήγει στη στρατηγική επιλογή της «πλέον δύσκολης» φραγκόκοτας για την Άννα, μια παίκτρια που η Άννα-Μαρία πολύ θα ήθελε να δει να μην αντεπεξέρχεται στη δυσκολία και –γιατί όχι;– να αποχωρεί κι από το παιχνίδι.

Στο υποκείμενο του παιχνιδιού, τις διαγωνιζόμενες που παλεύουν να γίνουν οι μεγάλες εικόνες του αύριο, απευθύνονται ακατάπαυστα εκκλήσεις-προσταγές αποδοτικότητας, συνεχούς αυτοβελτίωσης, υπέρβασης των ορίων: «γίνε αυτή που είσαι», «πρέπει να (αυτο)βελτιωθείς»,[3] «ξεπέρασε τα όριά σου», «δείξε μας τον πραγματικό σου εαυτό». Βλέποντας το σόου, πέρα από τον οπαδισμό της υποστήριξης συγκεκριμένων κοριτσιών έναντι άλλων, και στοχεύοντας στους μηχανισμούς και τους κώδικες που το διατρέχουν, παρατηρούμε πως στα παραπάνω καλέσματα, οι διαγωνιζόμενες δίνουν τις δικές τους απαντήσεις. Η περιγραφή ενός ευτράπελου σκηνικού από το παιχνίδι, η οποία λειτούργησε εν είδει πονηρής εισαγωγής για το παρόν κείμενο, είναι ενδεικτική της στρατηγικής διάστασης των υποκειμένων, τα οποία λειτουργούν ως «επιχειρηματικοί εαυτοί». Η εικόνα που παράγουν και αναπαράγουν κάθε μοναδική στιγμή για χάρη της κάμερας και των θεατών, οι προσεκτικές και υπολογισμένες κινήσεις μέσα σ’ ένα παιχνίδι που στο τέλος μένει μόνο μία, η στρατηγική χρήση των διαφόρων αβαντάζ και ντεσαβαντάζ αλλά και η συστηματική στρατηγική δράση των διαγωνιζομένων στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση, μας παραπέμπουν στον μετασχηματισμό εκείνο της υποκειμενικότητας που παρακολουθεί την αναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων προς όφελος των μηχανισμών και των λογικών της αγοράς, της επιχείρησης, του μάνατζμεντ.[4] Οι παίκτριες δεν το κρύβουν καθόλου· αναφέρονται δίχως σταματημό σε μια «στρατηγική» την οποία ακολουθούν και πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζουν απερίσπαστα ώστε να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητές τους για πρόκριση στις επόμενες πίστες του παιχνιδιού, ώστε να απαντήσουν στην έκκληση και έγκληση για αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα.

Φυσικά, κάλλιστα θα μπορούσε να ανταπαντήσει κανείς πως η φύση του GNTM ως ενός παιχνιδιού που λήγει με την ανάδειξη μίας και μόνο νικήτριας εκ των διαγωνιζομένων, συνεπάγεται την υιοθέτηση τακτικών για τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων της καθεμίας παίκτριας, ότι έτσι συμβαίνει με όλα τα παιχνίδια, τηλεοπτικά και μη· όταν παίζεις, θέλεις να κερδίσεις και για την επίτευξη του στόχου αυτού προσαρμόζεσαι τακτικά και επιλέγεις στρατηγικά. Η διαφορά που εντοπίζουμε μεταξύ του GNTM και άλλων παιχνιδιών και η οποία μας κάνει να σημειώνουμε τα παραπάνω, είναι ότι στο πλαίσιο του συγκεκριμένου τηλεοπτικού σόου η στρατηγική του επιχειρηματικού υποκειμένου αποκτά οιονεί προταγματικό χαρακτήρα – φυσικά αξίζει και σε επόμενο σημείωμα να ασχοληθούμε με το ποια παιχνίδια ευημερούν στην παρούσα φάση του πολιτισμού και γιατί.[5] Δηλαδή, αφενός προτάσσεται ως ο κατεξοχήν τρόπος επιβίωσης και λειτουργίας εντός του παιχνιδιού («γίνε πιο ανταγωνιστική», «δούλεψε με τον εαυτό σου», «πρόσεξε τι θα επιλέξεις») κι αφετέρου παρουσιάζεται ως ένα στάδιο εκπαίδευσης των κοριτσιών για τον έξω κόσμο, ο οποίος υποτίθεται πως είναι δομημένος κατ' αυτόν τον τρόπο. «Έτσι θα είναι και μετά», «μόνο μία παίρνει τη δουλειά», «αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στις προκλήσεις που θα συναντήσετε έξω», ακούμε συχνά από τους κριτές και αναλογιζόμαστε πως το GNTM επιθυμεί –μεταξύ άλλων– να φέρει και τον τίτλο ενός «σχολείου της μόδας», από το οποίο τα κορίτσια θα αποφοιτήσουν καλύτερα μοντέλα.[6] Δεν αμφιβάλλουμε ότι θα τα καταφέρουν να γίνουν καλύτερα μοντέλα, θεωρούμε όμως πως παράλληλα θα μετασχηματιστούν και σε πιο νεοφιλελεύθερα υποκείμενα – το σέξυ κατηχητικό θα έχει φροντίσει γι' αυτό. 

Το GNTM αποτελεί μια τεντωμένη στα άκρα μικρογραφία της νεοφιλελεύθερης κατάστασης αλλά και μια διαδικασία εκπαίδευσης γι’ αυτή. Από τα πρώτα στάδια του παιχνιδιού μέχρι και την ψηφοφορία για την τελική νικήτρια, οι διαγωνιζόμενες υποβάλλονται σε μια αδιάκοπη αξιολόγηση και διαλογή. Τα κορίτσια κρίνονται συνεχώς από τους κριτές, από φορείς της οικονομίας της μόδας, από συντάκτες fashion εντύπων κι από διάφορους παρατρεχάμενους. Θα περίμενε κανείς οι διάφορες κρίσεις να περιορίζονται στην απόδοσή τους στις διάφορες δοκιμασίες, αλλά στην πραγματικότητα επεκτείνονται αρκετά πέραν αυτού κι αναφέρονται στην ικανότητά τους να αφομοιώνουν και να αναπαράγουν τη νεοφιλελεύθερη συνθήκη. Δηλαδή στην ικανότητά τους να είναι ευέλικτες και προσαρμοστικές στις διάφορες καταστάσεις, να είναι συνεχώς επιλέξιμες, να ξέρουν πώς να εντατικοποιούν και να «πουλάνε τον εαυτό τους», να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες αλλά ταυτόχρονα να σκέφτονται και out of the box λαμβάνοντας πρωτοβουλίες κι αυτενεργώντας. Συναφώς, η αντιφατικότητα στα μηνύματα που λαμβάνουν οι διαγωνιζόμενες είναι εντελώς χαρακτηριστική του παιχνιδιού («έχεις να αποδείξεις πολλά – δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα και σε κανέναν», «έχεις παχύνει – μην αφήσεις κανέναν να σε κριτικάρει για το σώμα σου») και θυμίζει το αντιφατικό κάλεσμα προς τους εργαζόμενους να είναι από τη μία ομαδικοί παίχτες κι από την άλλη να ρουφιανεύουν τα πάντα στους προϊστάμενούς τους. Πρόκειται για την επικοινωνιακή μέθοδο του double bind, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως και στο πλαίσιο του νευρογλωσσικού προγραμματισμού, ενός μεγάλου σουξέ της σημερινής υστεροκαπιταλιστικής συνθήκης. Αναφορικά με την κριτική που ασκείται στο τέλος κάθε επεισοδίου και η οποία καταλαμβάνει ένα σημαντικό χρονικά μέρος του σόου, μπορούμε να σημειώσουμε πως δεν περιορίζεται στην υπόδειξη αστοχιών κι ατελειών, αλλά μοιάζει ως μια υποβοήθηση στον αναστοχασμό των παικτριών και στη συνεχή τους πορεία προς την αυτοβελτίωση, προς την «τελειότητα» («έχετε φτάσει πολύ ψηλά», «πρέπει να είστε τέλειες», «δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους»). Δεν πρόκειται για μια συμβατική σχέση μαθητείας αλλά περισσότερο για μια συμβουλευτική αξιολόγηση. Τα κορίτσια «μαθαίνουν να μαθαίνουν», να αξιοποιούν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, να γίνονται στρατηγοί στον πόλεμο της αυτο-αξιοποίησης, να «υιοθετούν συμπεριφορές που μπορούν να αποκτήσουν ή να χάσουν αξία σαν μετοχές στο χρηματιστήριο».[7] Έτσι, αντιλαμβανόμενες το «νεοφιλελεύθερο πεπρωμένο» τους ακούνε τις συμβουλές και λένε κι «ευχαριστώ»,

Ας κλείσουμε αυτό το σημείωμα με έναν διάλογο που λαμβάνει χώρα σε ένα από τα επεισόδια: «...Σιχαίνομαι τον εαυτό μου...», λέει μέσες άκρες η διαγωνιζόμενη Ασημίνα στο πλατό του GNTM, αφότου άκουσε την αρνητική κριτική της τετραμελούς επιτροπής, μια κριτική που αφορούσε την επίδοσή της σε ένα συγκεκριμένο σετ φωτογραφίσεων, σε σχέση με την επίδοση των υπολοίπων κοριτσιών. «...Όχι, όχι! Απαγορεύεται να λες αυτή τη λέξη. Να μην την ξανακούσω ποτέ!», της αντιγυρίζει αστραπιαία η Βίκυ Καγιά, prima inter pares μεταξύ των κριτών και παγίως ματερναλιστική φωνή λογικής, για να συμπληρώσει ευθύς αμέσως: «Δεν έχεις ν’ αποδείξεις τίποτα και σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό σου!». Πέραν πάσης αμφιβολίας, η γλώσσα και η λογική του παιχνιδιού είναι αυτή της διαρκούς έκλυσης θετικότητας, μιας θετικότητας που τυλίγει με θαλπωρή κάθε επιμέρους δράση αλλά και τη σύνολη αφήγηση του GNTM. To νέο στον νεοφιλελευθερισμό είναι ότι φέρει μαζί του ένα θετικό πρόταγμα για τη ζωή των ανθρώπων, έναν λόγο για το πώς πρέπει να ζουν και να ευημερούν τα υποκείμενα, ενώ ταυτόχρονα επιφυλάσσει στο άτομο μια συγκεκριμένη, προνομιακή θέση.[8] Αντιστοίχως, η λογική του GNTM αποτελεί τον θρίαμβο της θετικής ψυχολογίας, της απώθησης κάθε τι δυσάρεστου και γκρίζου, του  ακατάπαυστου καλέσματος για ατομική αυτοπραγμάτωση, θετική σκέψη και ενέργεια.[9] Οι διαγωνιζόμενες δεν πρέπει απλώς να είναι λαμπερές· πρέπει να σκέφτονται και να δρουν λαμπερά και θετικά. Η αυτοκριτική οφείλει να γίνεται αναστοχασμός προς την αυτοβελτίωση, αφήνοντας αλώβητο τον ψυχικό και πνευματικό πυρήνα του ατόμου. Άλλωστε, όλες κρύβουν μέσα τους ένα αστέρι που μένει να αναγνωριστεί και να αναδειχθεί.


[1] Για τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης υπερκειμενοποίησης, βλ. το κείμενο του Christian Laval, «Ανθρωπολογία του νεοφιλελεύθερου υποκείμενου», μτφρ. Μ, Κατρίτσης, Kaboom 6, Δεκέμβριος 2019, σ. 29-50.

[2] Η δανεισμένη από τον κόσμο του μάνατζμεντ έννοια του συνανταγωνισμού (coopetition) η οποία αναφέρεται σε μια κατάσταση παράλληλης συνεργασίας και ανταγωνισμού, μας φαίνεται πως περιγράφει ακριβέστερα την αλληλεπίδραση των κοριτσιών στο σπίτι του GNTM. Βλ. ενδεικτικά Adam M. Brandenburger, Barry J. Nalebuff, Συνανταγωνισμός, μτφρ. Λ. Χριστοφίλου, Αθήνα: Καστανιώτης, 1999.

[3] Για την έννοια της αυτοβοήθειας ως μιας καθοριστικής έννοιας τους παρόντος, βλ. Το κείμενο του Βασίλη Θεμελή, «Το Δώρο των εγχειριδίων αυτοβοήθειας. Η ελληνική πραγματικότητα ενός παγκοσμίου φαινομένου», Kaboom 6, σ. 53-70.

[4] Αναμενόμενα μας παραπέμπουν και στη Θεωρία Παιγνίων, ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια του νεοφιλελεύθερου κόσμου.

[5] Μιλώντας γενικά, το παιχνίδι παραμένει ένας τόπος όπου μπορεί και συναντάται το άλογο, η επιθυμία, το μη παραγωγικό, η φαντασία. Σήμερα ωστόσο παρατηρούμε και μια μετατόπιση προς πιο ορθολογικοποιημένες εκδοχές παιχνιδιών. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος Ροζέ Καγιουά, «εάν τα παιγνίδια είναι παράγοντες και εικόνες κουλτούρας, προκύπτει ότι, σε κάποιο βαθμό, ένας πολιτισμός (και, μέσα σ’ έναν πολιτισμό, μια δεδομένη εποχή) μπορεί να χαρακτηρίζεται από τα παιγνίδια του. Εκφράζουν αναγκαστικά τη γενική φυσιογνωμία του και προσφέρουν χρήσιμες ενδείξεις για τις προτιμήσεις, τις αδυναμίες και τις δυνάμεις μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε μια δεδομένη στιγμή της εξέλιξής του». Βλ. Roger Caillois, Τα παιγνίδια και οι άνθρωποι, μτφρ. Ν. Κούρκουλος, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2001.

[6] Σε αντιπαραβολή με το GNTM, το επίσης δημοφιλές Survivor φαίνεται πως κινείται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Ναι μεν θα κάνεις τα πάντα «για να επιβιώσεις» εντός του πρωτόγονου και αφιλόξενου περιβάλλοντος στο οποίο σε πετάνε, αλλά οι τακτικές που υιοθετείς εκεί δεν σε ακολουθούν έξω από τον κόσμο του παιχνιδιού. Ίσα-ίσα που θα μπορούσε να πεις κανείς πως αποθαρρύνονται κιόλας, ότι κατά την παραμονή στο παιχνίδι «ξεπερνάς τα όρια», στα οποία θα πρέπει να επανέλθεις με την αποχώρησή σου.

[7] Ενδιαφέρουσα και σχετική με όσα πραγματευόμαστε είναι η ανάλυση του Christian Salmon στο βιβλίο του Η μηχανή Κέιτ Μος, μτφρ. Γ. Καράμπελας, Αθήνα: Νόβολι, ιδίως οι ενότητες «Το ιδεώδες του fashionable ατόμου» (σ. 104-107) και «Ένα νεοφιλελεύθερο πεπρωμένο» (σ. 129-135).

[8] Για την έννοια της θετικότητας στο νεοφιλελευθερισμό, βλ. το editorial του έκτου τεύχους του Kaboom, σ. 6-26. Ορισμένα αποσπάσματα από το editorial μπορεί να διαβάσει κανείς εδώ.

[9] Για μια αντιπαραβολή της ψυχανάλυσης και της θετικής ψυχολογίας, βλ. τη συνέντευξη του Réginald Blanchet «Ψυχανάλυση και ψυχολογία στην εποχή της θετικότητας», Kaboom 6, σ. 73-81.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Μπατσής