της Άννας Λάζου
Για το βιβλίο του Χρήστου Μπήτσικα, Ο Ίδιος & άλλα κείμενα (εκδόσεις Εντευκτηρίου)
Η γενιά του ’80, η γενιά στην οποία ανήκει ο γιαννιώτης λογοτέχνης Χρήστος Μπήτσικας, είναι η πιο αντιπροσωπευτικά, κι εκπληκτικά βαθυστόχαστα, ώριμη γενιά αυτών που εμείς, οι μεγαλύτεροι, με μια απλή ταξινομητική λογική αποκαλούμε «νέους». Νέος μεν – ωριμασμένος δε από την αναμέτρηση με μια κοινωνία σε παρακμή, αυτήν που έχει «ετοιμάσει» η ιστορία για τη γενιά του. Η ποίηση, το αγώνισμα με τη γλώσσα, η σκέψη σαν –όλο αγκάθια– τριαντάφυλλο, είναι για τον Χρήστο διέξοδος των αλλεπάλληλων ωδινών, το ευσύντακτο τέκος της εμπειρίας του χάους, της μη λογικής, του ακατάσχετου συναισθήματος, απέναντι σε μια παντοδύναμη υπερ-λογική α-τοπική τεχνοκρατία …
Ο Χρήστος Μπήτσικας, από τις πρώτες σελίδες του ποιητικού του μυθιστορήματος Ο Ίδιος (στην εγκολπώδη έκδοση του Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 2016), μεταδίδει την αποφασιστικότητα του δημιουργού να προβεί σε μια εκ βάθρων αναζήτηση της ψυχικής του ταυτότητας μέσω του λόγου και της τέχνης του. Χρειάζεται τόλμη για να επιδοθεί κανείς στον επισφαλή τούτον αγώνα, να ξεκινήσει την περιπέτεια της αυτογνωσίας που ο αγώνας αυτός επιτάσσει και του αξίζουν τα εύσημα του φιλοσοφούντος ποιητή. Στη συνέχεια, οι δυνατότητες της γραφής του θεωρώ ότι είναι τόσο πολλές, όπως και τόσο έντονη η αυθεντικότητά του, που επιβάλλουν σχεδόν την προσοχή κατευθύνοντας δίκαια κάθε απόπειρα κατανόησης και ανάλυσης του κειμένου του, με κύρια αναφορά στις διαδρομές της λακανικής και ντελεζιανής ψυχαναλυτικής θεωρίας, που θα επιχειρήσω στο δεύτερο μέρος της παρουσίασής μου.
Πυκνότητα νοημάτων, συνεχές αντικατόπτρισμα της πιο επίκαιρης φιλοσοφικής αναζητητικής σκέψης στις καθημερινές εικόνες της τρέχουσας ζωής, μια ποιητική οικοδόμηση του καθημερινού και αναγνωρίσιμου –του σκιερού και μελαγχολικού– με το φως της απελπισίας και της αγάπης, το «φωσάκι» κάποιας ελπίδας. Όλο μαζί το ποιητικό μυθιστόρημα, αποτελούμενο από σύντομες σχετικά ενότητες που μεταφέρουν χωρίς σκηνοθεσία έντονες στιγμές του βίου, γίνεται ένα μωσαϊκό όψεων του εαυτού. Συγκροτητικό τους νήμα οι διαφορετικές ηλικίες, η μνήμη τους, οι σάρκινες διαδρομές του έρωτα σαν φυλακή των ευγενών αναλαμπών της ψυχής. Άρης και Άδωνις, παιδί, έφηβος, νέος και γέρος, κτήνος και καλλιτέχνης, όψεις του ίδιου εαυτού σε ένα χορό έλξης και άπωσης γύρω από την «Αφροδίτη» τους, το απόμακρο θεϊκό άλλο που κατοικεί στη μάνα - ερωμένη - πόρνη.
Η θεματολογία του Ίδιου αποτελεί μία από τις κύριες αρετές του: κάθε ενότητά του είναι ένα αυτοτελές δοκίμιο πάνω στο ζήτημα της ταυτότητας, θίγοντας τόσο εύστοχα πλευρές του, που συζητήθηκαν μετά τον John Locke,[i] από σημαντικούς στοχαστές. Ποιος είναι τελικά αυτός ο εαυτός μου, πότε ξέρω ποιος είμαι, όταν κανένας διάλογος δεν είναι ουσιαστικός διάλογος, όταν μέσα μου δρουν τόσο αλλεπάλληλες συγκρουσιακές δυνάμεις, που καμιά επιδιωκόμενη λύτρωση δεν είναι η αναμενόμενη, δεν είναι παρά πηγή θλίψης και πόνου σε συνεχή διαδοχή; Έτσι, ψάχνοντας να βρω ποιος είμαι, επιδίδομαι σε μια γλωσσική ανακατασκευή του κόσμου αυτού που ματώνει την ψυχή μου, σαν να ψάχνω ένα παυσίπονο, οριστικό, εκεί όμως που υπάρχει μόνο ένα πέπλο ιδεών και λέξεων, προσχηματικό της πραγματικότητας της ζωής, της μόνης πραγματικής πραγματικότητας. Έτσι προσπαθώ να φθάσω –όπως ένας άλλος Οιδίποδας, ένας Nietzsche, Wittgenstein, Beckett, Lacan– στον πυρήνα του εαυτού…
Ας μη θεωρήσουμε εύκολο και ανώδυνο αυτό το στόχευμα του κειμένου του Ίδιου, δεν πρέπει να το δούμε ως εξομολόγηση που αναλώνεται μόνο στην αυτοθεραπεία της. Είναι, όπως το προανέφερα, ένα αγώνισμα που απαιτεί πολλές ικανότητες, τόλμη, ανάλυση, εμβάθυνση, σύνθεση και –ως αγώνισμα– φωτίζει, μεταφέροντας το πάθος της αβύσσου στην επιφάνεια της συνείδησης και της ευαγούς εικόνας της ποιητικής γλώσσας. Προϋποθέτει τη μορφή: το κείμενο του Ίδιου υπηρετεί δηλαδή την ανάδυση της γλωσσικής μορφής, που θα αποτυπώνει ένα τόσο ανομολόγητο, άρρητο και παράλογο –όπως σχολιάζει ο Χρήστος– υλικό.
Η γλώσσα –το όπλο του ποιητή–, η φύση της, τα όριά της, η αναφορά και η πάλη της στο σώμα και με το σώμα, είναι το κύριο θέμα, το μυστικό, στην προσέγγιση και κατανόηση του Ίδιου. Η γλώσσα δεν καθορίζεται από το εγώ του ανθρώπου, από τον ποιητή ως υποκείμενο, αλλά θέτει η ίδια ως λειτουργία πολυεπίπεδη, τα όρια της δυναμικής της. Έχει λοιπόν τη δική της εξουσία απέναντι στον ποιητή-υποκείμενο, επιτελώντας ένα έργο απλούστευσης και διαμελισμού, καταστρέφοντας-ακρωτηριάζοντας την ενότητά του και παρουσιάζοντας περιστασιακά τα μέρη και τις ιδιότητές του ως αυτόνομα. Ο τίτλος αυτού του κειμένου, Ο ίδιος, παραπέμποντας στο ακέραιο και αδιαίρετο, ισοδυναμεί με μια αντίσταση στον διαλυτικό αναγκαστικά τεμαχισμό που επιβάλλει η γλώσσα. Φανερώνει μια τάση για παραμονή στην αδιάβλητη ενότητα του εαυτού, ως αντίσταση στην άκρατη ροπή της γλώσσας να εκφυλίσει τη βιωματική εμπειρία παγιδεύοντάς τη σε ένα λεκτικό πλέγμα και να εμβολίσει την πρωτογενή ύπαρξη στο πεδίο του συμβολικού λόγου.
Στο κείμενο του Ίδιου του Χρήστου Μπήτσικα, ερχόμαστε ακόμη αντιμέτωποι με μια εκ νέου αμφισβήτηση της εκφραστικής θεωρίας για τη γλώσσα και της συναφούς ταύτισης της γλώσσας με τη συνείδηση του εαυτού. Μέσα στη στροβιλίζουσα περιπλοκότητα της χωρίς κανονικότητα, υπερβατικότητα, θρησκεία και ενότητα, διαρκούς αναζήτησης μιας γονιμοποιού λέξης, αγωνιώδους ανάδυσης του πρώτου πλήγματος και της αρχικής οδύνης του, έχει χαθεί συμβολικά το πρόσωπο που πρωτοστατεί στις συμφυρμένες ιστορίες του Ίδιου. Παρουσιάζεται να έχουν χαθεί τα όρια μεταξύ του εγώ και του άλλου, της ηλικίας, του παρελθόντος και του μέλλοντος, του λογικού και του παράλογου, του νοητού και του α-νόητου, του έρωτα και του βιασμού, της αγάπης και της κοροϊδίας. Δεν ξέρουμε αν αυτό το ον επιθυμεί το ευχάριστο, όπως κάθε λογικός άνθρωπος ή επιδιώκει να λυπάται διαρκώς, να λυπάται για όλα, ακόμη και για τα ωραία πράγματα του κόσμου. Μια νομοτέλεια αναγνωρίζει μόνο, τον πόνο, την διαρκή επιστροφή του σε αυτόν, χωρίς κανένα σωσμό, ενώ η λατρεία για την πρωτότυπη σημασία κάποιων σπάνιων λέξεων, είναι τόσο μα τόσο τεχνική, που δεν αγκιστρώνεται σχεδόν ποτέ σε κάποιο συναίσθημα. Σαν άλλος Antonin Artaud, ο Ίδιος, αυτό το παράξενο ανθρωποειδές, αναγνωρίζει μόνο τον άγνωστο εαυτό του σαν πρώτη και τελική ουσία και πραγματική αξία. Κι επιδίδεται στη σκληρή «αυτολύπηση […] σαν απέλπιδα ελευθερία […] από […] μια αυτιστική», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Χρήστος Μπήτσικας, και ταυτόχρονα παντοδύναμη κουλτούρα. Έτσι, το κείμενο παίρνει τη θέση μιας κραυγής οδύνης που αναβλύζει από την απελευθέρωση του σκεπτόμενου από τη γλώσσα ή από την παλιά ενιαία εικόνα που εγκλώβιζε τον εαυτό του.
Στον προβληματισμό του συγγραφέα του Ίδιου, υπεισέρχεται η λακανική ψυχαναλυτική αντίληψη της γλώσσας, η οποία προτείνει ότι αυτό που πραγματικά μιλάει δεν είναι η γλώσσα, αλλά το ασυνείδητο. Είναι η στιγμή του ψελλίσματος, η στιγμή κατά την οποία ο ομιλών διστάζει και η ομιλία τον εγκαταλείπει. Στη θεωρία του Lacan δεν έχει ενδιαφέρον τόσο η γλώσσα καθεαυτή, αλλά το όριο που πάνω του «σκοντάφτει», το όριο που σχετίζεται με τη μεταφορική υφή της γλώσσας. Μέσω των μετωνυμικών και μεταφορικών διεργασιών που θεμελίωσε στον 20ό αιώνα η λακανική θεωρία για τη γλώσσα, κατά ένα μέρος απότοκος της δομικής γλωσσολογίας και της θεωρίας του F. De Saussure, και σε αντιστοιχία με τη παράδοση φροϋδικών εννοιών –όπως η συμπύκνωση και η μετάθεση–, άνοιξε ο δρόμος για την αυτονομία του σημαίνοντος και την πρωτοκαθεδρία του έναντι του σημαινόμενου. Το σημαίνον ορίζεται από τον Lacan ως το σύνολο των υλικών στοιχείων της γλώσσας που συνδέονται μέσω της δομής τους, το υλικό δηλαδή υπόβαθρο του λόγου, οι ήχοι. Μελετώντας μάλιστα τη συμπεριφορά ψυχωσικών ο Lacan, αποκάλυψε τη σημασία των διαταραχών της γλώσσας και φαινομένων ιδιάζουσας χρήσης ή αποκλεισμού ορισμένων γλωσσικών φράσεων, για τη διάγνωση της ψυχοπαθολογίας τους, όπως είναι το Όνομα-του-Πατέρα (Nom-du-Père), το οποίο αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο taboo της αιμομιξίας, στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα (δηλαδή, κατά τον Lacan, στον συμβολικό πατέρα).[ii] Ο προβληματισμός που εκκινεί από την κριτική της ψυχανάλυσης τόσο στη λακανική της εκδοχή, όσο και στη φροϋδική, παρότι μεταξύ τους διαφορετικές, πλάθει από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα τη βάση για την θεωρία του Gilles Deleuze ως προς τη σχέση γλώσσας, ψυχανάλυσης και κοινωνίας και φυσικά τους μηχανισμούς ταυτοποίησης και χρήσης του σώματος και τον ντελεζιανό προσδιορισμό του ασυνείδητου. Ο Deleuze, μεταθέτοντας τη συζήτηση περί ψυχανάλυσης και ασυνειδήτου στο χώρο του πραγματικού, εισάγει μια πολιτική αντίληψη που αποσπά τη μελέτη των φαινομένων του ανθρώπινου ψυχισμού από το οικογενειοκρατικό ιδεαλιστικό ψυχαναλυτικό πρότυπο και αναζητά τους μηχανισμούς εξήγησης και θεραπείας στην επιθυμία ως την πραγματική βάση του ασυνείδητου.[iii] Το πραγματικό είναι η γλώσσα και το ασυνείδητο παράγει διαρκώς μηχανισμούς επιθυμίας και δημιουργίας του κόσμου και του εαυτού: εκεί οδηγούν οι λακανικές ανακαλύψεις κατά τους Deleuze και Guattari στο κοινό τους έργο.[iv] Με τη μέθοδο ανάλυσης που προτείνουν για τα φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς που σχετίζονται με το ασυνείδητο, την οποία αποκαλούν σχιζοανάλυση, βασισμένη στη δομιστική αντίληψη,[v] υποκαθίσταται το εκφραστικό μοντέλο του ασυνειδήτου, που υπήρξε σε γενικές γραμμές η βάση της παραδοσιακής ψυχανάλυσης, από την έννοια των «επιθυμητικών μηχανών» και από την περαιτέρω επεξεργασία των μηχανισμών του σώματος.
Ο Ίδιος, με την πραγμάτευση θεμάτων ταυτότητας, γλώσσας και σώματος, βρίσκεται ως εκ τούτου στον πυρήνα της σύγχρονης κριτικής της ψυχανάλυσης, με επίκεντρο αυτής της κριτικής την λογοτεχνία και την ποίηση.
Τέλος, ο προβληματισμός γύρω από τη σχέση γλώσσας, σώματος και νοήματος απασχολεί τον Χρήστο Μπήτσικα και διατρέχει τα επόμενα κείμενα που κοινοποίησε μετά τον Ίδιο:
Το ανέκδοτο Ε κ ε ί … (ή η οδύνη-ηδονή του σημαίνοντος) [ποίηση - στοχασμός], αποτελεί μια ποιητικά στοχαστική ταυτοποίηση της σχέσης γλώσσας και επιθυμίας, διατηρώντας έτσι την ερμηνευτική αμφισβήτηση της ορθόλογης μονοσήμαντης αντίληψης για το νόημα, που βρίσκουμε και στον Ίδιο, και οριοθετείται χρονο-τοπικά από τον Lacan ως κατάσταση –και όχι ως εκφορά/σημαίνον κι εκφερόμενο/σημαινόμενο (σημείο)–, κατάσταση διαποτισμένη από ισχυρότατο συναίσθημα – την οδύνη και την ηδονή.
Στο δοκίμιο Οιδίπους τύραννος… και αυτισμός[vi] ο Χρήστος Μπήτσικας επιχειρεί μια τομή με την εισαγωγή της παθολογίας του αυτισμού στον χειρισμό του μύθου του Οιδίποδα από τον Σοφοκλή και με την ανάδειξη της ανημπόριας του χορού να θίξει τη βάση του κακού που βρίσκεται στην «αυτιστική» νοοτροπία των ηρώων, καθώς ο χορός παραμένει λογικός κι εξουσιαστικός, χωρίς να αντιμετωπίζει με ευθύτητα την οδυνηρή πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Τη μόνη πραγματικότητα, που απέναντί της η φιλοσοφία και η επιστήμη στέκονται μουδιασμένες, μέχρι σήμερα.
Ο Χρήστος Μπήτσικας, δεν αρκείται να αναγνωρίσει απαθής την αποτυχία των παραδεδομένων συστημάτων της σύγχρονης επιστήμης να βοηθήσουν τον άνθρωπο, προσπαθεί μέσω των κειμένων να αρθρώσει μια λύση, να επιφέρει κάποια κάθαρση, να προτείνει εν τέλει μια διέξοδο στη γνώση, ή στην αυτογνωσία καλύτερα, μια λύση που δικαιώνει το άτομο –το ένα– μέσα στο αχανές όλο – τον κόσμο. Ευελπιστεί στην ισχύ μιας λογικής πολυτιμικής που υπόσχεται το λογικά «μη ορθό» χωρίς να αντιστρατεύεται τη λογική, δίνοντας έτσι χώρο στο επικοινωνούν κάτι, στο σχεσιακό όν. Και, όπως είπε, η ποίησή του εμπνέεται από τη νιτσεϊκή Γέννηση της Τραγωδίας, όπου «η διαλεκτική άγνοια του Σωκράτη κατακρήμνισε το μυθικό οικοδόμημα της αισχύλειας και σοφόκλειας τραγωδίας θέτοντας το προοίμιο για μια επιστήμη “αχόρταγη” που νομίζει ότι μπορεί να τα ξέρει όλα». Όμοια στα έργα του ο Χρ. Μπήτσικας προτάσσει την άγνοια σ’ αυτήν την επιστήμη του 21ου αιώνα –που ακούραστα προελαύνει– και αντιστεκόμενος δημιουργεί παρ' όλα αυτά με λέξεις τον δικό του μύθο. Κοιτάζοντάς την ευθύβολα στα μάτια επιμένει να μονολογεί και να μας πλουτίζει με νοήματα που, στο σταυροδρόμι των ανθρωπολογικών με τις ψυχαναλυτικές ανακαλύψεις για τον άνθρωπο και τη γλώσσα,[vii] καλούμαστε να ανιχνεύσουμε και να υπερασπιστούμε.
Σημειώσεις
[i] Στο Essay on Human Understanding (Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση), 1690. Ά. Λάζου, Ο John Locke και το Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, εκδ. Αρναούτης, Αθήνα, 2015, διαθέσιμο εδώ.
[ii] J. Lacan, Ecrits: the first complete edition in English, μετάφρ. B. Fink, H. Fink & R. Grigg, Norton & Company, Inc., New York - London, 2006, σελ. 230 κ.ε., σελ. 278 κ.ε. της γαλλικής έκδ. (Editions du Seuil, Paris, 1966) και J. Lacan, Σεμινάριο Τρίτο, Οι ψυχώσεις, εκδόσεις Ψυχογιός, 2013 (Le Séminaire. Livre III. Les psychoses, 1955–56, επιμ. J-A. Miller, Seuil, Paris, 1981, The Seminar. Book III. The Psychoses, 1955-56, μετάφρ. – σημ. R. Grigg, Routledge, London, 1993). Πρβλε. D. Evans, Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης, μτφ. Γ. Σταυρακάκης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σελ. 146 κ.ε.
[iii] Στην παραδοσιακή αντίληψη της επιθυμίας που κυριαρχεί στη δυτική σκέψη ιστορικά – από τον Πλάτωνα, έως τον Freud και τον Lacan – οι Deleuze και Guattari αναγνωρίζουν μια μορφή φιλοσοφικού ιδεαλισμού, ο οποίος εκφράζεται με την αντίληψη της επιθυμίας ως προσπάθειας απόκτησης ενός ελλείποντος πράγματος (G. Deleuze & F. Guattari, L'anti-Œdipe: Capitalisme et Schizophrénie, Les éditions de Minuit, Paris, 1972, σελ. 26). Οι ίδιοι ωστόσο επιλέγουν να δώσουν προσοχή στις πολύ λιγότερες στην ιστορία της φιλοσοφίας θετικές εκδοχές της επιθυμίας, ως μιας θετικής παραγωγικής δύναμης και αποδίδονται στους Nietzsche (βούληση για δύναμη) και Spinoza (conatus), ενώ αντλούν εννοιολογικά εργαλεία από τις καντιανές αναλύσεις των πίστεων και της συνθετικής ικανότητας της γνώσης στις δύο κριτικές του – Κριτική της κριτικής δύναμης και Kριτική του καθαρού λόγου – για να καθιερώσουν την δική τους θετική θεωρία της επιθυμίας ως ενός αυτόματου μηχανισμού, μέσω του οποίου το ασυνείδητο αναπαράγεται (αυτοποίησις) (ό.π., σελ. 28 κ.ε. και F. Guattari, Chaosmose, éditions Galilée, Paris, 1992 [Chaosmosis: An Ethico-Aesthetic Paradigm, μετάφρ. P. Bains & J. Pefanis Indiana UP, Bloomington and Indianapolis, 1995], σελ. 15, Eu. W. Holland, Deleuze And Guattari’ s ‘Anti-Oedipus’, Introduction To Schizoanalysis, Routledge, London & New York, 1999, σελ. 25).
[iv] Πρβλ. Kαπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, μετάφρ. Κ. Χατζηδήμου-Ι. Ράλλη, εκδ. Ράππα, 1977, σελ. 35 – 99 και F. Guattari, “Machine and Structure”, εις Psychoanalysis and Tranversality, MIT Press, 2015, σελ. 318-319.
[v] Η δομιστική βάση της αναλυτικής εργασίας των Deleuze – Guattari, επιβεβαιώνεται και από την αναφορά τους στην καντιανή αναλυτική της Κριτικής του Καθαρού Λόγου, που εφαρμόζεται στο ασυνείδητο: όπου αναγνωρίζουν την εμμενή παραγωγική λογική που το προσδιορίζει, όπως ακριβώς ο Kant απέδειξε την ύπαρξη εγγενών κριτηρίων στην ανθρώπινη γνώση που καθορίζουν τη συνθετική λειτουργία της συνείδησης, έτσι και οι Deleuze – Guattari εμπνέονται τη δομική προΰπαρξη των λειτουργιών του ασυνείδητου με τη μορφή των επιθυμητικών μηχανισμών (Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, ό.π., σελ. 88 κ.ε.).
[vi] Χρ. Μπήτσικας, Σοφοκλής και αυτισμός, εκδ. Εκάτη, Αθήνα, 2018.
[vii] Με συνέπεια οι σύγχρονες θεραπευτικές πρακτικές να εντάξουν σαμανιστικά και μυθικά δεδομένα, καθώς η συμβολική ερμηνεία της γλώσσας αξιοποιεί τις λακανικές έννοιες και αξιοποιείται στη βίωση και αναβίωση του μυθικού αφηγήματος κατ’ αναλογία με το προσωπικό αφήγημα της ψυχανάλυσης και το σωματικό δρώμενο της τέχνης. «Με τη σαμανιστική ή ψυχαναλυτική θεραπεία το ζήτημα είναι να προκληθεί μια οργανική αλλαγή που συνίσταται ουσιαστικά σε μια δομική αναδιοργάνωση, οδηγώντας τον ασθενή να βιώσει έντονα ένα μύθο – είτε δεδομένο είτε δημιουργημένο από τον ίδιο, του οποίου η δομή θα μπορούσε να θεωρηθεί, στο επίπεδο του ασυνειδήτου, ανάλογη με τη δομή που θα επιθυμούσαμε να δημιουργήσουμε στο οργανικό, σωματικό επίπεδο. Η συμβολική δραστηριότητα συνίσταται ακριβώς σε αυτήν την επαγωγική ιδιότητα με την οποία συνδέονται μεταξύ τους δομές τυπικά ομόλογες, οικοδομημένες με διαφορετικά υλικά και σε διαφορετικά επίπεδα της ζωικής οργάνωσης: οργανικές διεργασίες, ασυνείδητος ψυχισμός, έλλογη σκέψη.», Μ. Ζαφειρόπουλος, Λακάν και Λεβι-στρώς ή Η επιστροφή στον Φρόυντ (1951-1957), Πλέθρον, Αθήνα, 2007.