Μουσική

Η Ars Nova στις Κάτω Χώρες μέχρι και τον Josquin Des Prez

Το παρόν κείμενο αποτελεί μια ελαφρώς αναθεωρημένη μορφή της βιβλιογραφικής έρευνας που έκανα τον Ιανουάριο του 2008 για το μάθημα 'Ιστορία της Μουσικής' στο Δημοτικό Ωδείο Ζωγράφου, υπό τον Κώστα Χάρδα.
Η νέα περίοδος στην ιστορία της μουσικής είναι γνωστή ως Ars Nova και εμφανίζεται γύρω στα 1330-1340. Η ονομασία αυτή καθιερώθηκε περίπου ταυτόχρονα και σε αντιδιαστολή προς την ήδη γνωστή Ars Antiqua (1). Εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τίτλος σε ένα μουσικό-θεωρητικό σύγγραμμα γραμμένο από τον σημαντικό συνθέτη και θεωρητικό του 14ου αιώνα Philippe de Vitry (1291-1361) που ήταν επίσκοπος του Meaux. Στα θεωρητικά έργα του ντε Βιτρύ και των συγχρόνων του αναφέρεται επίσης ότι απαγορεύονται οι παράλληλες όγδοες και πέμπτες και γενικά παρατηρείται μια αναζήτηση για σωστότερους κανόνες σύνθεσης. Άλλοι σημαντικοί συνθέτες του 14ου αιώνα είναι ο Jehan de Lescurel και ο Chaillou de Pestain, συνθέσεις των οποίων συμπεριλαμβάνονται στο Roman de Fauvel, επικό ποιήμα του 14ου αιώνα με ηθικοπλαστικές αξίες. Τα μοτέτα της εποχής εκείνης διακρίνονται για τον παθητικό τους χαρακτήρα και έχουν μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Συχνά αναφέρονται σε επίκαιρα γεγονότα (π.χ. σε τελετές για την ενθρόνιση τοπικών αρχόντων). 'Αλλοτε καυτηριάζουν τις καταχρήσεις των Ναϊτών Ιπποτών και δοξάζουν φημισμένους συνθέτες. Αυτή η στροφή από θρησκευτικά σε κοσμικά θέματα καθρεφτίζει και την πιστοποίηση αυτού του μουσικού ρεύματος, όχι μόνο από τις απόψεις των θεωρητικών αλλά και από τις ανησυχίες του λαού. Γενικότερα οι άνθρωποι της εποχής είχαν την αίσθηση μιας τομής και μιας ανανέωσης στη μουσική τέχνη. Αυτή η πρωτοπορία και ο σκεπτικισμός δεν ήταν αρεστά στην εκκλησία. Ειδικότερα ο Πάπας Ιωάννης ο 22ος στην εγκύκλειό του Docta Sanctorum απειλούσε, μάταια, με εκκλησιαστικές ποινές αυτούς που επέτρεπαν να εκτελεστεί η νέα μουσική στην εκκλησία.

Η Ars Nova ως εποχή στην ιστορία της μουσικής αναφέρεται κυρίως στη Γαλλική μουσική του 14ου αιώνα. Από τα νέα γνωρίσματα που επέφερε η μουσική αυτή, ιδιαίτερα σημαντικά είναι η αυξανόμενη σημασία της κοσμικής πολυφωνικής μουσικής σε σύγκριση με την θρησκευτική (2) και η σταθεροποίηση της λόγιας μουσικής, που υπήρχε ανεξάρτητα από τους λειτουργικούς σκοπούς που έθετε η εκκλησία. Όσων αφορά το πρώτο στοιχείο, σε αντίθεση με τη μουσική του 13ου αιώνα (συμπεριλαμβανομένης και της Ars Antiqua), η πολυφωνική μουσική του 14ου αιώνα δεν αντιπροσωπευόταν πλέον από τους κληρικούς της εκκλησίας. Το πολυφωνικό μουσικό τραγούδι απέκτησε το ίδιο βάρος με το μοτέτο θρησκευτικής προέλευσης. Το δε μοτέτο, από παλιότερα είχε αρχίσει να γίνεται ένα είδος κοσμικής μουσικής. Εκτός όμως από τις εξελίξεις σε ήδη υπάρχουσες μορφές και είδη σύνθεσης, δημιουργήθηκαν καινούργια είδη μουσικής σύνθεσης προερχόμενα από διαφορετικές χώρες. Όσων αφορά το δεύτερο στοιχείο, το κοινωνικό περιβάλλον της Ars Nova ήταν αυλές διάφορων ευγενών ηγεμόνων και σπουδαίων οικογενειών των πατρικίων,  σε αντίθεση με το περιβάλλον των αξιωματούχων της αυλικής ιεραρχίας και των πολεμιστών ιπποτών του 13ου αιώνα. Ταυτόχρονα, η διάδοση της καλλιέργειας της λόγιας μουσικής ήταν ευρεία και στα αστικά σπίτια. Αυτό το νέο περιβάλλον έδωσε στη νέα μουσική τον κοσμικό χαρακτήρα της και δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μια σημαντική εξέλιξή της.

Στην πρώτη περίοδο της Ευρωπαϊκής  πολυφωνίας, η πολυφωνική επεξεργασία τμημάτων του λειτουργικού μέλους ήταν κυρίως μέσο για την μεγαλύτερη επιβλητικότητα και υποβλητικότητα της λειτουργίας. Έτσι, δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία μια πολυφωνική επεξεργασία ως συγκεκριμένο μουσικό έργο, αλλά ως εργαλείο της λειτουργικής μουσικής. Κάποια έργα της σχολής της Notre Dame, όπως τα Organa Quadrupla του Περοτίνου, ξεπερνούν με τις αισθητικές αξιώσεις τους τα όρια αυτής της λειτουργικής μουσικής. Στην εποχή της Ars Antiqua, και ιδιαίτερα της Ars Nova, η πολυφωνική μουσική μέσα από είδη μουσικής σύνθεσης, όπως το μοτέτο, αρχίζει να απελευθερώνεται από την ''χρηστική'' της αξία, χωρίς ωστόσο και να την χάνει πάντα, και να γίνεται αυτόνομο μουσικό έργο.

11180364_467807390035950_1763841924_o
Παράδειγμα μπαλάντας του ντε Μασώ (μεταγραμμένο)

Ένα άλλο κεφάλαιο της Ars Nova είναι ο μεγάλος δάσκαλος Guillaume de Machaut (γύρω στα 1300 στην Καμπανία – γύρω στα 1377 στην Ρενς). Το θρησκευτικό και κοσμικό έργο του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Η τετράφωνη λειτουργία του είναι από τις πρώτες πολυφωνικές λειτουργίες που γράφτηκαν. Αλλά ο Μασώ επεκτάθηκε και σε μοτέτα, ροντό, μπαλάντες και βιρελαί (μονόφωνες μελωδίες χωρίς συνοδεία). Στην περιοχή του τενόρου γραμμένη για ένα μουσικό όργανο (κυρίως χάλκινα πνευστά), ο Μασώ χρησιμοποιεί δικές του μελωδίες και όχι λειτουργικά θέματα. Συχνά προσθέτει και μια δεύτερη φωνή, τον κοντρατενόρο.

Με την επίδραση της Γαλλικής Ars Nova, γύρω στο 1330, γεννιέται στην Ιταλία (ιδιαίτερα στην Φλωρεντία) μια νέα, αυτόνομη τέχνη. Η καλλιέργεια της πολυφωνίας είναι εφικτή λόγω του υψηλού επιπέδου της πνευματικής ζωής στην Ιταλία. Από τον 13ο αιώνα η ποίηση είχε δεχθεί επίδραση από τους Γάλλους τροβαδούρους. Τότε, στην Σικελία, στις αρχές μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα, αναπτύσσεται μια λογοτεχνία βασισμένη στην λαϊκή Ιταλική γλώσσα με κυριότερους εκπροσώπους τον Γκουϊτόνε ντ΄ Αρέτσο, τον Γκουϊντο Γκουϊνιτσέλλι, τον Τζιακοπόνε ντα Τόντι και αργότερα τον Πετράρχη, τον Βοκκάκιο και τον Δάντη. Ο τελευταίος μάλιστα, αφιέρωσε στίχους της Θείας Κωμωδίας στον Πέτρο Καζέλλα, έναν από τους πρώτους συνθέτες μαντριγκάλ. Την ίδια εποχή ο Giovanni da Cascia και ο τυφλός Fransesco Landino, και οι δύο οργανίστες, καθιέρωσαν το καινούργιο στυλ της Ars Nova. Ο δεύτερος μάλιστα βραβεύτηκε μπροστά στον Πετράρχη από τον βασιλιά της Κύπρου. Στην Φλωρεντία διαφαίνεται ακόμα πιο έντονα και από την Γαλλία η αρμονία που μέχρι σήμερα δεχόμαστε, μετατρέποντας τις σκληρές παράλληλες πέμπτες και όγδοες σε τρίτες και έκτες που σιγά σιγά καθιερώνονταν. Τα λογοτεχνικά και ζωγραφικά έργα εκείνης της εποχής μαρτυρούν την συνεχή παρουσία οργάνων. Η ενόργανη μουσική καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα και οι συνθέσεις της Ars Nova ήταν γραμμένες και για όργανα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το είδος των οργάνων ή τον τρόπο παιξίματός τους αλλά ξέρουμε ότι συνόδευαν την φωνή σε έργα γραμμένα για όργανο και φωνή. Ακολουθώντας τις παλιές πολυφωνικές μορφές του μοτέτου και του ροντό, οι Φλωρεντίνοι δημιούργησαν τρεις καινούργιες μορφές: το μαντριγκάλ, την μπαλάντα και την κάτσια. Οι δύο πρώτες έχουν τις ρίζες τους στην ποίηση των τροβαδούρων, ενώ η κάτσια είναι εντελώς καινούργια.

Το μαντριγκάλ ήταν ένα απλό ποιμενικό τραγούδι, μα στη συνέχεια πήρε την μορφή ειδυλλίου, συμπεριλαμβάνοντας κι άλλα θέματα. Χαρακτηριστικό του είναι ότι είναι σύντομο και αποτελείται από 6 ως 13 στίχους που συνδέονται μεταξύ τους με δύο ή τρεις ρίμες. Ένα από τα αγαπημένα θέματα του Ιταλικού μαντριγκάλ είναι να κοιτάζει ένας νέος, κρυμμένος, μια γυμνή κοπέλα να λούζεται. Αυτή η σύνθεση είναι γραμμένη για δύο φωνές: η πάνω φωνή κινείται ελεύθερα και η άλλη – το μπάσο – απλώς την υποστηρίζει. Το κομμάτι αυτό μπορεί να εκτελεστεί και από όργανα. Παρά τα κενά της αρμονίας του, ακόμα και σήμερα μπορούμε να καταλάβουμε τον πλούτο της φαντασίας του. Η μπαλάντα – αρχικά χορευτικό τραγούδι – αποτελείται από τρεις στροφές (couplets) που τις ακολουθεί μια τελική αφιέρωση ή ρεφρέν (envoi) με μόνιμη επωδό. Η κάτσια (στα ιταλικά σημαίνει κυνήγι) είναι κυνηγετικό τραγούδι με περιγραφικό χαρακτήρα. Αυτό το ιδίωμα βαζίζεται στον κανόνα και παίζεται από κόρνα που συνοδεύουν τις φωνές των κυνηγών. Δύο φωνές απαντούν η μία στην άλλη με κανόνα και η τρίτη φωνή αποτελεί το μπάσο. Σημαντικές κάτσιες γράφει ο Ghirardellus de Florentia.

Η νέα τέχνη στην Βρετανία εκπροσωπήθηκε κυρίως από τον John Dunstable (γύρω στα 1385-1453) που ήταν αυλικός συνθέτης του Δούκα του Bedford στη Γαλλία. Από τη μουσική του σώζονται κοσμικά τραγούδια, μελοποιήσεις της λειτουργίας, επεξεργασίες θρησκευτικών κειμένων και μοτέτα (μάλιστα σε ένα από αυτά χρησιμοποιεί την τεχνική της ισορρυθμίας, που έχει να κάνει με προκαθορισμένες μελωδικές φράσεις που χτίζονται πάνω σε επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα). Από αυτόν τον συνθέτη επηρεάστηκαν και Βουργουνδοί συνθέτες όπως ο Guillaume Dufay (περίπου 1400-1474) και ο Gilles Binchois (περίπου 1400-1460) (3). Ο Dufay, γεννημένος στο σημερινό Βέλγιο, έγινε διευθυντής της μητρόπολης του Καμπρέ στη Γαλλία. Πριν απ΄ αυτό εργάστηκε στην υπηρεσία της οικογένειας Μαλατέστα και από το 1435 ως το 1437 ήταν μέλος της περίφημης παπικής χορωδείας της Ρώμης. Φανερές στη μουσική του είναι οι επιρροές από τον Dunstable, την Ιταλική Ars Nova και τους προκατόχους του στο Καμπρέ (όπως ο Nicolas Grenon), προσθέτοντάς τους μια συντηρητική χροιά βέβαια. Αφομοιώνοντας αυτές τις επιρροές κατάλληλα, δημιούργησε ένα προσωπικό στυλ, ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο γιατί ήταν αρμονικά σωστό μέχρι και 300 χρόνια μετά τον θάνατό του. Στην ίδια εποχή έζησε και ο Gilles Binchois από τη Μον, που δούλεψε στην αυλή της Βουργουνδίας στην Ντιζόν. Έγινε γνωστός κυρίως για τα κοσμικά Γαλλικά chansons (τραγούδια) του. Στις μεταγενέστερες εποχές ανήκουν κάποιοι εξίσου σημαντικοί συνθέτες που ήταν κι αυτοί Βουργουνδοί: Ο Johannes Ockeghem που προσέφερε πολλά λόγω της χρήσης μιμητικής αντίστοιξης (πιο αυστηρή φόρμα, χωρίς την παρεμβολή ελεύθερων φωνών), ο Jacob Obrecht (1452-1505) που συχνά ενσωμάτωνε κοσμικές μελωδίες στις λειτουργίες του και ο Heinrich Isaac (περίπου 1450-1517) που διακρίθηκε λόγω των πολλών γλωσσών που χρησιμοποιούσε στα κείμενά του. Φυσικά ο μεγαλύτερος από τους Βοργουνδούς συνθέτες, αλλά και γενικά της εποχής του, ήταν ο Josquin des Pres.

Όλοι αυτοί οι συνθέτες λοιπόν, αλλά και οι Γάλλοι γείτονές τους, δούλευαν περιστασιακά για το Δουκικό Παρεκκλήσιο της, πολιτιστικά τότε ακμαιότατης και διοικητικά ανεξάρτητης, Βουργουνδίας. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο ύφος, που ονομάστηκε Βουργουνδιακό, και διαδόθηκε γρήγορα σε πολλές αυλές της Δυτικής Ευρώπης γιατί, όπως αναφέρθηκε πριν, η καλλιέργεια της μουσικής γινόταν πλέον στις αυλές και όχι στις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Επίσης οι δούκες απασχολούσαν πλέον μια ευρεία γκάμα μουσικών όπως εκτελεστές τρομπέτας, βιόλας, λαούτου, άρπας και εκκλησιαστικού οργάνου. Ακόμα, επήλθε ανάπτυξη της χορωδιακής πολυφωνίας λόγω της αύξησης των μελών των αυλικών χορωδειών. Δύο σημαντικές Βουργουνδιακές χορωδείες ήταν της Ντιζόν και της Λίλλης. Οι μουσικοί από τη Βουργουνδία και τις Κάτω Χώρες δούλευαν σε όλες τις Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, από τη Μαδρίτη ως τη Βαρσοβία, γιατί οι ιδέες των μουσικών διακινούνταν εύκολα, παρά τους πολέμους και τις δυσκολίες των ταξιδιών. Σε αυτό φυσικά συνέπραξε και η ανακάλυψη της τυπογραφίας. Τέλος, το έτος 1476 κυκλοφόρησαν στη Ρώμη οι πρώτες εκδόσεις του ισόρρυθμου μέλους, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ευρωπαϊκή μουσική οικουμένη.

11187481_467807573369265_1499788796_o
Απόσπασμα του Κώδικα του Robertsbridge, της πιο παλιάς σωζόμενης πηγής έργων για πληκτροφόρο όργανο. Πιθανώς ο συνθέτης είναι ο de Vitry. Από κάτω μεταγραφή της εισαγωγής.

Μία ακόμα καινοτομία που επέφερε ο ''άνεμος της αλλαγής'' της Ars Nova ήταν ένα ολοκληρωμένο σύστημα σημειογραφίας. Η μουσική σημειογραφία από την εποχή της Ars Antiqua είναι η λεγόμενη μετρική ή αναλογική σημειογραφία (mensural notation). Στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη σύνθεση διάφοροι συνδυασμοί τέλειων και ατελών υποδιαιρέσεων των φθογγοσήμων, δημιουργώντας και για την θεωρία της μουσικής την ανάγκη ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου συστήματος ρυθμικών σχέσεων μεταξύ των νοτών. Για την λόγια μουσική ήταν ένας επαναστατικός νεωτερισμός που προκάλεσε αντιπαραθέσεις (4).

Άλλα είδη πολυφωνικής σύνθεσης και υφής της Ars Nova εκτός του μαντριγκάλ, της μπαλάντας και της chasse, είναι το rondeau και η καντιλένα. Το rondeau προέρχεται από το κυκλικό τραγούδι rondellus, όπου στο διαρκώς επαναλαμβανόμενο κύριο μέρος (ritornell ή refrain) τραγουδούσανε ή χόρευαν όλοι μαζί, ενώ στα ενδιάμεσα των επαναλήψεων απαντούσαν τα διάφορα ζευγάρια (couplets) σε μελωδική αντίθεση (σ.τ.σ. κάτι σαν τους χορούς στο Asterix). Εννοείται πως αργότερα εισάχθηκε και στην ενόργανη μουσική με τον μορφολογικό τύπο Α-Β-Α-Γ-Α-Δ-Α- κ.τ.λ. Έχει γρήγορο tempo και εύθυμο χαρακτήρα, αλλά το βρίσκουμε και σε αργά μέρη. Η καντιλένα ήταν κοσμικό τραγούδι με την μία φωνή να έχει λόγια και τις υπόλοιπες να είναι συνοδευτικές. Επίσης συναντάμε και την τεχνική σύνθεσης hoquetus, στην οποία οι φωνές εναλλάσονται.

Όμως το κυρίαρχο είδος μουσικής σύνθεσης στην Ars Nova είναι το μοτέτο (εμφανιζόμενο κυρίως ως διπλό μοτέτο με κοσμικά κείμενα γραμμένα σε τοπικές διαλέκτους). Αυτό το είδος βασίζεται στον τενόρο που στηρίζει την μελωδία (μέλισμα από χορικό λαϊκό τραγούδι), κινούμενος ελεύθερα σε σχέση με τις άλλες φωνές και έχοντας δικό του κείμενο. Σε μετρική μορφή λειτουργεί με βάση την ισορρυθμία που, όπως αναφέρθηκε πριν, χωρίζεται στο ρυθμικό πρότυπο talea (επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα) και στο μελωδικό πρότυπο color (προκαθορισμένες μελωδικές φράσεις). Αργότερα το διπλό μοτέτο (duplum) εισήγαγε αυτόνομα, μη-Λατινικά κείμενα και σε άλλες φωνές εκτός του τενόρου (το ίδιο συνέβη με το triplum και το quadruplum στα οποία προστέθηκε και η υφή του contratenor). Σε αυτή την περίπτωση, η ισορρυθμία ήταν δυνατόν να επεκτείνεται στις άλλες φωνές που δεν παρουσίαζαν πλέον κανονικά επαναλαμβανόμενα ρυθμικά και μελωδικά σχήματα (5). Τότε η δομή του μοτέτου γινόταν πιο πολύπλοκη. Έτσι, ένα είδος αυτοσχεδιασμού άρχισε να γεννιέται.

Η υφή και η τεχνική σύνθεσης της Ars Nova συναντάται και στην πολυφωνική επεξεργασία λειτουργικών μελών και κειμένων. Νέο στοιχείο της επεξεργασίας αυτής είναι η συστηματική επέκτασή της στα μέρη του Ordinarum Missae (Κύριε ελέησον κ.τ.λ.). Η πρώτη γνωστή σύνθεση αυτού του είδους είναι η Λειτουργία της Παναγίας του Guillaume de Machaut. Στις λειτουργίες συναντώνται τρία είδη πολυφωνικής υφής:
α) Η υφή του μοτέτου
β) Η υφή της καντιλένας
γ) Η υφή του χορικού

Συμπέρασμα είναι ότι μέσω της διαφοροποιημένης υφής, η πολυφωνική επεξεργασία λειτουργικών μελών δεν ήταν στην εποχή της Ars Nova απλή επεξεργασία, αλλά έτεινε να γίνει σύνθεση με μουσική μορφή αντίστοιχη, σε γενικές γραμμές, με αυτή της της εποχής μας.

Πρακτικές πηγές (Διάσωση έργων Ars Nova):
1)   Κώδικας του Robertsbridge (περιέχει μοτέτα από το Roman de Fauvel)
2)  Χειρόγραφο της λειτουργίας του Tournai
3)  Άπαντα του Γκιγιώμ ντε Μασώ
4)  Κώδικας της Ivrea

5
                     Χάρτης της Βόρειας Γαλλίας και των γύρω περιοχών. Στα ανατολικά διακρίνεται το St. Quentin και ακόμα πιο ανατολικά (δεν φαίνεται στον χάρτη) βρίσκεται το Prez, το μέρος απ' όπου προέρχεται η οικογένεια του des Prez.

Ο Josquin des Prez γεννήθηκε κοντά στο Saint Quentin το 1450-55 και πέθανε στο Conde-sur-L' Escaut στις 27 Αυγούστου του 1521. Ήταν Γάλλος αλλά ανήκε στην Βουργουνδιακή Σχολή. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της Αναγέννησης και αναγνωρισμένος, όσο ζούσε, από μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης και της θρησκείας όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος. Το πού ακριβώς γεννήθηκε και στοιχεία για την παιδική του ηλικία παραμένουν ανακριβή, όμως είναι σίγουρα γνωστό ότι το 1459 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο ως μέλος της χορωδείας του καθεδρικού ναού. Ντοκουμέντα του 1483 από το μέρος που έμενε ο des Prez, στην εκκλησία του Conde-sur-L' Escaut, δείχνουν ότι οι θείοι του τού άφησαν την περιουσία τους μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο πατέρας του δούλευε στην αυλή του Μιλάνου μέχρι και τον θάνατά του το 1498. Ο des Prez ήταν αναμφίβολα σύγχρονος του Isaac και του Compere. Τίποτα δεν ήταν γνωστό για την δράση του, πριν από την υπηρεσία του στον δούκα του Anjou, Rene. Παράλληλα, άρχισε να έχει επαφή με τον Ockeghem που έγινε δάσκαλός του. Μάλιστα σε πολλά έργα του χρησιμοποιεί ως πρότυπα έργα του Ockeghem, για του οποίου τον θάνατο έγραψε και θρήνο. Η πρώτη αληθινή δουλειά του des Prez ήταν το 1477, όταν δούλεψε σαν τραγουδιστής στην δούλεψη του Rene για ένα χρόνο. Το 1481 μεταφέρθηκε στο Παρίσι, στην δούλεψη του βασιλιά Louis του εντέκατου, μετά τον θάνατο του Rene. Μάλιστα, έγραψε ένα μοτέτο για τον βασιλιά που αρρώστησε βαριά εκείνη τη χρονιά. Το 1483 επέστρεψε στο Conde-sur-L' Escaut για να πάρει την κληρονομιά των θείων του, οι οποίοι πιθανότατα πέθαναν στους πολέμους ανάμεσα σε Γαλλία και Βουργουνδία που έγιναν από το 1477 μέχρι το 1483. Ο des Prez και οι παλιότεροι Γάλλοι και Βουργουνδοί συνθέτες του ίδιου ύφους, επηρεάστηκαν σημαντικά από συνθέτες που εργάζονταν στο Μιλάνο ή την Φερράρα, όπως ο Compere και ο Johannes Martini. Την περίοδο από το 1484 μέχρι το 1489, ο des Prez εργάστηκε στο Μιλάνο ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Γαλλική αυλή του βασιλιά και, προς το τέλος της ζωής του, γύρισε στις Κάτω Χώρες. Κατά την διάρκεια της ζωής του γεύτηκε φήμη και επιτυχία. Γίνονταν αναφορές σε αυτόν σε θεωρητικά έργα και μάλιστα ο Gafforius, το 1508, αναφέρθηκε σε αυτόν ως ''ο πιο σπουδαίος συνθέτης''. Παρ' όλα αυτά, παρέμεινε αναγνωρίσιμος πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, καθώς οι δουλειές του τραγουδήθηκαν εκτενώς . Η έντυπη συλλογή με έργα του des Prez, που κυκλοφόρησε από τον Petrucci το 1502, ξανατυπώθηκε δύο φορές, πρωτοφανές για συνθέτη εκείνης της εποχής. Πολλά από τα μοτέτα του αντιγράφτηκαν και ανατυπώθηκαν από Ισπανικές εκκλησίες και όχι μόνο (μία απ΄ αυτές ήταν και η Cappella Sistina στο Βατικανό). Ο θάνατος του de Pres έδωσε έμπνευση σε πολλούς συνθέτες να γράψουν θρήνους. Η προσφορά του συνθέτη στην αρμονία ήταν τεράστια, εφάμιλλη με αυτή στην πολυφωνία του δασκάλου του, και επηρέασε καταλυτικά συνθέτες του 16ου αιώνα. Ήταν από τους πρώτους της εποχής που χρησιμοποίησε τις σύγχρονες μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, αλλά και τις πτώσεις στα τελειώματα των κομματιών του. Επιδίωξε, ακόμα, και μια αίσθηση γεφύρωσης, μιας τέλειας αναλογίας, μεταξύ μίμησης και αντίθεσης (6). Το έργο του συνοψίζεται σε εκκλησιαστική μουσική, σανσόν (και άλλα κοσμικά κομμάτια), μοτέτα και άλλα πολυφωνικά είδη. Όσων αφορά την πολυφωνία, συνδύασε τέλεια, χρονικά, τις ελεύθερες φωνές με αυτές που κρατούσαν τον χρόνο (δηλαδή συγχορδιακό ύφος) – αυτό φαίνεται κυρίως στους τονισμούς των συλλαβών της κάθε νότας (ντο, ρε, μι κ.τ.λ.) εν είδει στίχου. Ήταν ο πρώτος συνθέτης που σκέφτηκε συγχορδιακά.

Βιβλιογραφία:

⦁    Carl Nef: Ιστορία της Μουσικής
⦁    Δημήτρης Γιάννου: Εισαγωγή στην Ιστορία της Μουσικής μέχρι την Αναγέννηση
⦁    New Grove Dictionary for Music and Musicians
⦁    Christopher Headington: Ιστορία της Δυτικής Μουσικής, Πρώτος Τόμος (Από την Αρχαιότητα μέχρι τον Beethoven)
⦁    Φοίβος Παπαδόπουλος: Σημειώσεις Μορφολογίας
⦁    Σπύρος Τόμπρας: Μουσική και Σημειολογία, Μια Μέθοδος Προσπέλασης του Μουσικού Έργου
⦁    Faustino Nunez: The Greatest Music Step by Step (Renaissance Music)
⦁    Κώστας Γαϊτάνος: Musica Enchiriadis

(1). Κύριος εκφραστής της οποίας στη νέα εποχή ήταν ο Ιάκωβος από τη Λιέγη.
(2). Η νεότερη μουσική ιστοριογραφία, όταν αναφέρεται στην μουσική από τον 14ο αιώνα και μετά, υποδηλώνει γενικά την λόγια, πολυφωνική μουσική της εκάστοτε εποχής. Η αναφορά στην μονοφωνική μουσική γίνεται μόνο με ειδική διευκρίνηση.
(3). Βουργουνδία – σημερινή Βορειοανατολική Γαλλία, Βέλγιο και Ολλανδία.
(4). Σημαντικός θεωρητικός της σημειογραφίας της Ars Nova ήταν ο Γιοχάνες ντε Μούρις με ένα σημαντικό έργο για την διαμόρφωση της μετρικής σημειογραφίας (Notitia Artis Musicae, 1321)
(5). Έτσι δημιουργούνται δύο άλλες περιπτώσεις: οι ισοπεριοδικές taleae και οι ισορυθμικές taleae.
(6). Η μίμηση φράσεων που ήδη ακούστηκαν επιτυγχάνει την ίδια πλαστικότητα που, στην σύγχρονη εποχή, μας δίνεται από τον μινιμαλισμό. Η δέ αντίθεση, κατορθώνει να δημιουργεί πρωτοφανείς συνηχήσεις.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ιννοκέντιος Παντελόφσκι