Δημιουργία

Η δυστυχία της αντανάκλασης

«Είμαι αυτός ο δυστυχής που μοιάζει με τους καθρέφτες

Που μπορούν να αντανακλούν μα δε μπορούν να δουν» έγραφε ο Αραγκόν πριν πολλά χρόνια.

Και θα έπαιρνε τη σκυτάλη ο Λακάν να μιλήσει για «Το στάδιο του καθρέφτη ως διαμορφωτή του πρώτου ενικού προσώπου» , εκεί που το καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω» παύει να έχει υπόσταση, εκεί που η μόνη υπόσταση του υποκειμένου είναι αυτή που αφομοιώνεται από την εικόνα που έχει απέναντί του. Εικόνα που δε μετριέται με κιλά και μέτρα, που δε χωρά σε νούμερα και διακυμάνσεις. Εικόνα που αφορά τη βαθύτερη ψυχή, εκείνη που δεν ιατρικοποιείται και δεν ψυχολογιοποιείται, εκείνη που «δεν αυτοαναγνωρίζεται στον αντικατοπτρισμό του σώματος» όπως θα εξηγούσε ο Μισέλ Ντετί στις μετά-αναλύσεις του.

Έτσι αρχίζει να δομείται το «κοινωνικό πρώτο ενικό πρόσωπο» γεμάτο συγκρούσεις και γεμάτο ασφυξία, γεμάτο ατέλειες που πονάνε και υποτάσσονται στην εξωτερική πραγματικότητα, γεμάτο ετεροπροσδιορισμούς και αντιφάσεις. Μα το πρόσωπο αυτό «είναι περισσότερο μια ευχή παρά μια πραγματικότητα». Είναι εκείνο που θα θέλαμε να δούμε μα δε βλέπουμε και πασχίζουμε μια ολόκληρη ζωή για να του δώσουμε το σχήμα και τη μορφή μιας άπιαστης ευτυχίας. Τρέχουμε να αγαπήσουμε τον εαυτό μας , να τον λατρέψουμε , να του χαμογελάμε καθημερινά λέγοντάς του χαζά μανιφέστα που ταιριάζουν περισσότερο για διαφημίσεις παρά για να αρχίζεις τη μέρα σου. Δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε αν πρέπει να τον ταΐζουμε με περισσότερα φρούτα ή να του φοράμε πιο κολλητά φορέματα ή να εφαρμόζουμε το φουλάρι πιο χαλαρά στο λαιμό, έτσι που θα φυσά γοητεία και το άρωμα του ερωτισμού θα γεμίζει το χώρο. Και στον αγώνα αυτό , να φτάσουμε το είδωλο του καθρέφτη, αγκομαχούμε καθημερινά μετά τη δουλειά, πριν τη σχολή, ανάμεσα στις εξόδους να φτάσουμε στα νερά της πηγής που είδε τον εαυτό του για πρώτη φορά ο Νάρκισσος. Και από τις αντανακλάσεις των selfiesνα αυτό- ερωτευόμαστε διαρκώς και μπροστά στο ανικανοποίητο πάθος για τον εαυτό να πεθαίνουμε κάθε βράδυ μαζί με το signout.

Κι’ όπως μια ασημένια επιφάνεια αντανακλάται με τη βοήθεια του ήλιου από τη μια πολυκατοικία στην άλλη, έτσι κι’ η ευτυχία μας δεν ξεχωρίζει καθόλου από τις αντανακλάσεις αυτές. Και οι άνθρωποι, ως διαμεσολαβητές παίρνουν τη θέση του ήλιου και άλλοι όντως μας βοηθούν να πετάξουμε ως την αφετηρία που γεννά την αντανάκλαση που τόσο καιρό στρίβαμε το κεφάλι να δούμε που ήταν και άλλοι μας βάζουν τοίχους για να σπάνε το ταξίδι φωτός. Και μερικές φορές κάνουμε και εμείς το ίδιο στους άλλους. Γιατί η αγάπη δεν είναι παρά ένα είδος διαστροφής. « Η αγάπη εκείνου που επιθυμεί να αγαπηθεί είναι ουσιαστικά μία απόπειρα να αιχμαλωτίσει τον άλλο στον εαυτό του , στον εαυτό του ως αντικειμένου». Ο Ντετί λέει πως « η επιθυμία να αγαπηθούμε είναι να παγιδεύσουμε, να υποδουλώσουμε τον άλλο στη δική μας φαντασίωση. Να σε αγαπούν είναι μία τρομακτική απαίτηση , είναι να κάνεις τον άλλο , που υποτίθεται ότι αγαπάς , να σε ακολουθεί, να τον μετασχηματίζεις, να τον αλλάζεις και να τον ανατρέπεις» ή αλλιώς να τον ξεδοντιάζεις όπως έλεγε και η Μαλβίνα Κάραλη.

Και το ξεδόντιασμα πρέπει να πονάει πολύ, το ίδιο και ο μετασχηματισμός μας σε κάτι τελείως αβέβαιο. Σε κάτι που δεν ξεκινά από εμάς μα καταλήγει σε εμάς. Σε κάτι που άλλοτε επιλέγουμε να αγαπάμε και άλλοτε είμαστε τόσο συνηθισμένοι σε αυτό για να το αφήσουμε.

Για να μην επιφέρω κανένα κακό σε ‘σενα, γιατί σε αγαπώ βλέποντας σε ελεύθερο να γελάς και να πίνεις τη μπύρα σου και να ερωτεύεσαι ανοιχτόχρωμα μάτια και επειδή ξέρω πως τα δικά μου είναι πολύ σκούρα για να λένε πια παραμύθια και να σε κάνουν να ταξιδεύεις και να, επειδή σε βλέπω έτσι πως αγαπάς χωρίς δεσμεύσεις, γυρίζω πίσω.

Κλείνομαι σιγά σιγά στο καβούκι μου και σε παρατηρώ να γελάς. Και αυτό μου φτάνει. Μου φτάνει να ξέρω πως ενώ μπορούσα να σε καταπιέσω, σε άφησα ελεύθερο να παγιδευτείς από κάποια άλλη αγάπη. Απλά να μην έχω εγώ την ευθύνη. Να μην παλεύω κάθε βράδυ με τη νικοτίνη και το βαρύ αλκοόλ στο άθλιο ποτήρι νερού. Να μην πολεμάω με ό, τι είναι συνειδητό και ό, τι είναι ασυνείδητο. Κι’ έτσι για να μη σε εγκλωβίσω σε κάτι που ούτε εγώ η ίδια δε μπορώ να καταλάβω και να διαχειριστώ, στον ίδιο μου τον εαυτό, αποστασιοποιούμαι. Γίνομαι ουδέτερη. Σαν το χρώμα της άμμου, σα τον ήλιο όταν ξημερώνει το χάραμα. Και μένω απλά να σε παρατηρώ να αντανακλάσαι πάνω μου.

Κι’ έτσι, έγινα αυτή η δυστυχής που μοιάζει με τους καθρέφτες

Που μπορούν να αντανακλούν μα δε μπορούν να δουν.

 

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Μάιρα Ζαρέντη