του Γεράσιμου Σταματέλου
Για το βιβλίο Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γαλλία, 1930-1960
Perch’ i’ no spero di tornar giammai
Guido Cavalcanti
Ο τίτλος θα μπορούσε επίσης να είναι «Η ιστορία μιας ακατάπαυστης ανάγνωσης». Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τίτλο που να συνοψίζει μια σχέση με ένα βιβλίο. Τη σχέση μου με αυτό το βιβλίο. Ο Proust έγραφε: «Όσο η ανάγνωση είναι για μας μια προτρεπτική δύναμη που τα μαγικά κλειδιά της ανοίγουν βαθιά μέσα μας την πύλη των χώρων όπου δε θα μπορούσαμε να διαβούμε, ο ρόλος της στη ζωή μας είναι σωτήριος».[1] Εφόσον ακριβώς αυτό ήταν και είναι ετούτο το βιβλίο για μένα, θα μιλήσω γι’ αυτό καταπώς αισθάνομαι.
Στο πέρασμα του χρόνου, η σχέση με ένα βιβλίο αλλάζει. Προσλαμβάνει νέες διαστάσεις – σαν τους ανθρώπους που χάθηκαν και, μετά από καιρό, τα μάτια του ενός συναντάνε τα μάτια του άλλου. Τα μάτια προδίδουν την παρουσία, και τη ζωή που πέρασε. Ένα βιβλίο έχει μάτια-καθρέφτες: βλέπεις τον εαυτό σου (και τις μεταβολές σου) στο ενδιάμεσο των γραμμών του. Και οι φράσεις του, με το να σημαίνουν ακόμη κάτι, απαράλλαχτο ή απολύτως νέο, σου μιλούν: επισημαίνουν πως αυτή η σχέση, φαινομενικά νεκρή ή κλειδωμένη στο παρελθόν μέχρι να ξαναγυρίσεις τις σελίδες του, παρέμενε ζωντανή. Τα βιβλία μιλούν στους αναγνώστες και μιλούν για αναγνώστες. Αλλά μιλούν, κυρίως, για τον συγγραφέα.
Η δουλειά του Πρελορέντζου παραμένει ασύλληπτη. Γιατί ο όγκος της φαντάζει αδύνατο να τιθασευτεί, και η αξία της δεν εξαντλείται σε σύντομες επεξηγήσεις. Ένα βιβλίο που του μέλλει να είναι κλασικό, και συνάμα να φαντάζει αδιαπέραστο. Όπως καθετί κλασικό. Η χρονική περίοδος του δίνει σαφείς διαστάσεις. Τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου, με εξαντλητικές λεπτομέρειες, καταπιάνονται με τη σχέση φιλοσοφίας και λογοτεχνίας (ακριβέστερα, μη φιλοσοφίας,[2] από τις επιστήμες μέχρι την ποίηση, τα μυθιστορήματα και το θέατρο) – χρονολογούν, ερμηνεύουν και αναδεικνύουν τις περίπλοκες σχέσεις: συσχετισμούς ανθρώπων, ειδών και πρακτικών· συσχετισμούς ζωής εν τέλει. Η αίσθηση είναι πράγματι αυτή: o συγγραφέας αποπειράται να εμπερικλείσει όλους τους καρπούς των μόχθων του, να δώσει όσα περισσότερα μπορεί στον αναγνώστη. Αναμφισβήτητα συγκινητικό και έντιμο. Αλλά δεν είναι απίθανο να αναρωτηθεί κάποιος: «Δεν πρόκειται απλώς για αποδελτίωση ενός τεράστιου όγκου πληροφοριών; Πώς με αφορά αυτό το βιβλίο»;
Υπάρχει ένα πριν και ένα μετά σε κάθε βιβλίο, όπως υπάρχει ένα πριν και ένα μετά σε κάθε συμβάν της ζωής ενός ανθρώπου. Μια απόπειρα ιχνηλάτησης, ανεύρεσης και αναγνώρισης σημείων, που καθιστούν το παρελθόν σε κάποιο βαθμό κατανοητό, το παρόν εφικτό και το επερχόμενο λιγότερο απροσδόκητο. Ένα πριν και ένα μετά αόρατα αλλά παρόντα, που χωρίς αυτά το παρόν θα ήταν ανύπαρκτο, και η εικόνα μας γι’ αυτό τραγικά ανολοκλήρωτη. Στη μουσική, όταν ένα μέτρο σε μια σύνθεση είναι ελλιπές, ολοκληρώνεται εξ ορισμού στο τελευταίο μέτρο. Αυτό που δε λέγεται σε αυτόν τον μουσικό ορισμό είναι γιατί το μέτρο είναι ελλιπές. Η απάντηση είναι απλή – γιατί η αναγκαιότητα της ίδιας της σύνθεσης το επιβάλλει. Χωρίς το προηγηθέν δεν υπάρχει ελλιπές μέτρο. Χωρίς τα ακόλουθα, το μέτρο δεν συμπληρώνεται.
Ο Πρελορέντζος έχει αφιερώσει το 2ο μέρος του βιβλίου του σε αυτό: Το πριν και το μετά. Σχεδόν τρία χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, το «μετά» του Πρελορέντζου είναι αδρό. Παραδόσεις μαθημάτων, διαλέξεις και συμμετοχές σε συνέδρια για τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία· για τους διαταξικούς (τη μελέτη συγκεκριμένων παραδειγμάτων κοινωνικής κινητικότητας και τις προϋποθέσεις αυτής), μετάφραση ενός ομότιτλου βιβλίου του Sabot. Αλλά είναι σε ένα «πριν» του Πρελορέντζου που βρίσκουμε την απάντηση στο άνωθεν ερώτημα – το «πριν» της μετάφρασης της Δημιουργικής Εξέλιξης,[3] τη μετάφραση του Μπερξονισμού[4] και, κυρίως, το βιβλίο του Γνώση και Μέθοδος στον Bergson.[5] Ανακαλυφθείς αργότερα, όχι στη γόνιμη μα υπερενθουσιώδη νεότητα αλλά σε μια περίοδο ωριμότητας, που «μας αγγίζουν μονάχα λέξεις και ιδέες που βρίσκουν απήχηση σε μια περιοχή κιόλας δική μας (Pavese)», ο Bergson παρέχει στον Πρελορέντζο την ακριβή λέξη γι’ αυτό που κάνει. Η αλληλοδιείσδυση (pénétration réciproque),[6] κεντρική έννοια στη φιλοσοφία του Bergson, μια φιλοσοφία ζωής, που έχει στραμμένη την προσοχή της στη ζωή: «Είμαι μια πολλαπλή ενότητα και μια ενιαία πολλαπλότητα. Αλλά η ενότητα και η πολλαπλότητα είναι απλές όψεις της προσωπικότητάς μου, που ανήκουν σε μια νόηση η οποία εφαρμόζει πάνω μου τις κατηγορίες της· δεν υπάγομαι στη μια ή στην άλλη ούτε και στις δύο ταυτόχρονα, παρότι αμφότερες, συναιρεμένες, μπορούν να προσφέρουν μια κατά προσέγγιση μίμηση αυτής της αλληλοδιείσδυσης και αυτής της συνέχειας που βρίσκω στο βάθος του εαυτού μου. Αυτή είναι η εσωτερική μου ζωή, καθώς και η ζωή εν γένει».[7] Το επιχείρημα περί αποδελτίωσης ωχριά. Γιατί ο Πρελορέντζος δεν παραθέτει: τα παραθέματά του είναι θέματα, θεματικές προβληματισμού που αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο, αντιστικτικά, αλληλοδιεισδύουν με τη και στη σκέψη του, στην ανάπτυξη και την εκδίπλωσή της. Έτσι, τελείως φυσικά, δημιουργείται η εξαίσια μελωδία του κειμένου του.
Αλλά ο Πρελορέντζος είναι ξεκάθαρος απ’ την αρχή: «Η ανά χείρας εργασία δεν είναι δοκίμιο […] Είναι έργο στο οποίο διαπλέκονται η ιστορία της φιλοσοφίας με την ιστορία των ιδεών και του πολιτισμού, με την κοινωνιολογία της φιλοσοφίας και, σε μικρότερο βαθμό, με την ιστορία, τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας».[8] Μια δοκιμιακή ανάγνωση αυτού του βιβλίου φαντάζει πράγματι ασύμφορη· αλλά η εξαίσια μελωδία που προανέφερα δεν παύει: με λεπταίσθητο τρόπο, οι αποτιμήσεις του συγγραφέα, η πρόκριση του τάδε έναντι του δείνα, διαφαίνεται ολοκάθαρα.[9] Εντυπωσιακά δε, η σημασία μετατοπίζεται από το προφανές και αναμενόμενο στο παραγνωρισμένο: χωρίς να υποτιμάται κανένας Sartre και κανένας Merleau-Ponty, ένας αδιόρατος περίγυρος, ο περίγυρός τους, οι συνομιλητές, οι φίλοι και οι αντίπαλοί τους ενόσω ζούσαν, έρχονται στο προσκήνιο. Αν δεν ξενίζουν οι πολυσέλιδες αναφορές στους Sartre, Camus, Beauvoir, Merleau-Ponty, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για άλλα ονόματα: ο É. Gilson (διαπρεπής ιστορικός της μεσαιωνικής φιλοσοφίας), η J. Hersch (φιλόσοφος που έγραψε λογοτεχνία, μαθήτρια του Jaspers, φίλη και μεταφράστρια του έργου του νομπελίστα Czeslaw Milosz), S. Weil (πολιτική ακτιβίστρια που έμπρακτα στήριξε το λαϊκό κίνημα συμμετέχοντας στον εμφύλιο της Ισπανίας), ο Parain (με μια εξαιρετική διδακτορική διατριβή για τη γλώσσα, η οποία ενέπνευσε τους Blanchot, Sartre και Merleau-Ponty), o M. Savin (φιλόσοφος, ζωγράφος, κριτικός θεάτρου), ο Μ. Chastaing (φίλος των Ricoeur, Mounier και Marcel, αιχμάλωτος των Γερμανών στον Β’ Παγκόσμιο – τα κείμενά του επηρέασαν τους Bourdieu και Deleuze μεταξύ άλλων), ο R. Ruyer (το έργο του οποίου μνημονεύεται πολλάκις από τους Canguilhem, Deleuze, Merleau-Ponty).
Λέει ο συγγραφέας: «Από μια οπτική γωνία, σαφώς σημαντική για μένα, το βιβλίο αυτό είναι μια περιπλάνηση στη φιλοσοφία του 20ού αιώνα στη Γαλλία, με έμφαση σε ένα θέμα: τις διαρκώς μεταβαλλόμενες σχέσεις της με το εκτός της, ιδίως με τη λογοτεχνία. Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε με θαυμασμό, ενίοτε μάλιστα με αγάπη όχι μόνο για τους πρωταγωνιστές του, τους επιφανείς φιλοσόφους, λογοτέχνες και στοχαστές, αλλά και για τους αφανείς ή έστω τους λιγότερο γνωστούς συμπρωταγωνιστές, τους minores, χωρίς τους οποίους δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οι πρωταγωνιστές και να αναδειχθούν ως τέτοιοι, έστω να αναπτύξουν όλη την γκάμα των δυνατοτήτων τους. Όσοι θεωρήθηκαν, ενίοτε εκ των υστέρων, δευτεροκλασάτοι ήταν συμμαθητές ή συμφοιτητές ή καθηγητές των πρωταγωνιστών, ενίοτε φίλοι ή αντίπαλοι, και διατηρούσαν σχέσεις μεταξύ τους άλλοτε σε αμιγώς θεωρητικό άλλοτε, αρκετά συχνά, και σε προσωπικό επίπεδο. […] Έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία εν τω γίγνεσθαι, εν εξελίξει, και μέσα από τον διάλογο και τη διαλογική αντιπαράθεσή τους αναδείχθηκαν σταδιακά αυτοί που είναι γνωστοί ως πρωταγωνιστές. Πιστεύω ότι χρειάζεται να αποτίσουμε φόρο τιμής στους δευτεραγωνιστές, στους ταπεινούς και άσημους εργάτες της πνευματικής ζωής ενός τόπου. Χωρίς την παρουσία τους, δίχως τις αγωνίες και τον μόχθο τους, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον να μεγαλουργήσουν οι άλλοι (οι πρωταγωνιστές, οι καθιερωμένοι)».[10] Ο Πρελορέντζος δημιουργεί ένα πραγματικό ψηφιδωτό, επιχειρεί την ανασύσταση μιας ολόκληρης εποχής, του ύφους της και των κεντρικών θεματικών της – «μπολιάζοντάς» το με πολύτιμες αναφορές του τότε, βιβλίων ή εγχειρημάτων (αξίζει πχ. να αναφερθεί το Collège de sociologie του Bataille), παραλληλίζοντας διαρκώς με σύγχρονες μελέτες.[11] Η σπουδαιότητα των προβλημάτων αναδεικνύεται αβίαστα (μεταξύ άλλων, της ύπαρξης, του χρόνου, των αισθήσεων ή της μνήμης), καθώς αυτά μετατοπίζονται σε ένα παρόν που πλέον έχει ευκρινείς διαστάσεις –σαφείς αναφορές– και γνωρίζει τις ρίζες του.
Το 3ο μέρος αποπειράται να αποτιμήσει και να κατανοήσει αυτόν τον πολυσύνθετο συσχετισμό φιλοσοφίας και λογοτεχνίας/τεχνών. Ο ρόλος του παιδαγωγικού συστήματος, οι κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις, τα βιογραφικά στοιχεία[12] εδώ αναλύονται επί μακρόν: η «μεταστροφή» σε μια λογοτεχνική γραφή μετά τη δεκαετία του ’50, η σχέση με τους Γερμανούς φιλοσόφους, η κοινωνιολογία της φιλοσοφίας και το εκπαιδευτικό σύστημα, που επιτρέπει και μάλιστα προωθεί μια –καλώς νοούμενη– επαγγελματική σχέση με τη φιλοσοφία. Αναλύεται ο ρόλος των Janicaud, Ravaisson, Bergson, Merleau-Ponty και Sartre στη θεμελίωση και τη μετεξέλιξη αυτής της σχέσης. Το κάτωθι απόσπασμα του Hadot συγκεφαλαιώνει αρκετά καλά το πώς λειτουργούσε η λογοτεχνία και οι τέχνες για αρκετούς από τους φιλοσόφους της εποχής: «Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Υπάρχει ο επιστημονικός τρόπος, που χρησιμοποιεί εργαλεία μέτρησης και εξερεύνησης, καθώς και μαθηματικούς υπολογισμούς. Υπάρχει όμως επίσης η απλοϊκή χρήση της αντίληψης. Θα μπορέσει κανείς να κατανοήσει καλύτερα αυτή τη δυαδικότητα, αν στοχαστεί μια παρατήρηση του Husserl, την οποία ανέκτησε ο Merleau-Ponty: η θεωρητική φυσική δέχεται και αποδεικνύει ότι η γη κινείται, αλλά, από τη σκοπιά της αντίληψης, η γη είναι ακίνητη. Η αντίληψη όμως είναι το ίδιο το θεμέλιο της ζωής την οποία ζούμε. Είναι σ’ αυτή την προοπτική της αντίληψης που μπορεί να τοποθετηθεί η πνευματική άσκηση […], η συνειδητοποίηση της παρουσίας του κόσμου και του γεγονότος ότι ανήκουμε στον κόσμο. Η εμπειρία του φιλοσόφου συναντά εν προκειμένω την εμπειρία του ποιητή και του ζωγράφου. Πράγματι, η άσκηση αυτή, όπως το έδειξε πολύ καλά ο Bergson, συνίσταται στο ξεπέρασμα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου».[13]
Τα τρία παραρτήματα που ακολουθούν αποκτούν αυτόνομο ρόλο: 1) Η παρουσίαση της θεωρίας του Fr. Worms περί φιλοσοφικών στιγμών (θεωρία συνυφασμένη με το βιβλίο του Πρελορέντζου) έχει αξία παρεμφερή με την εμφάνιση των παραγνωρισμένων στο προσκήνιο, που επιχειρήθηκε νωρίτερα. Ο Worms αναγνωρίζει κάποια κοινά χαρακτηριστικά σε κάθε φιλοσοφική στιγμή (πέραν των χρονικών και χωρικών), κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα που δημιουργούν την κάθε στιγμή: α) Ανάκτηση, δηλαδή παραλαβή και μετασχηματισμός εννοιών και θέσεων προηγούμενης στιγμής, χωρίς τις οποίες οι ρήξεις είναι ημιτελείς. β) Πρόσληψη συγκεκριμένων προβληματικών, δηλαδή συγκλίνουσες ή παράλληλες αντιλήψεις επί συγκεκριμένων ζητημάτων από μία χορεία φιλοσόφων της κάθε στιγμής. γ) Συναντήσεις, «αυτή η συνάντηση δύο υπάρξεων, που είναι το μυστήριο της πραγματικότητας».[14] 2) Η μετάφραση του κειμένου του Émile Brehier «Φιλοσοφία και Λογοτεχνία», αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον αναγνώστη να γνωρίσει το πώς βιωνόταν αυτός ο συσχετισμός ακριβώς στην υπό συζήτηση φιλοσοφική στιγμή. 3) Η συγκινητική περίπτωση του Jean Grenier. Δάσκαλος του Καμύ, αργότερα ο καλύτερος φίλος του· συγγραφέας του βιβλίου Τα νησιά. Χρόνια αργότερα, ο παλιός μαθητής Καμύ γράφει γι’ αυτό το βιβλίο: «Ήμουν είκοσι χρονών όταν, στο Αλγέρι, διάβασα για πρώτη φορά αυτό το βιβλίο. Για ορισμένους από μας, η αθλιότητα και η οδύνη ασφαλώς και υπήρχαν. Απλώς, τις αρνιόμασταν με όλη τη δύναμη του αίματός μας που έβραζε. Η αλήθεια του κόσμου έγκειτο στην ομορφιά του και μόνο, και στις χαρές που παρείχε αφειδώς. Ζούσαμε έτσι στην αίσθηση, στην επιφάνεια του κόσμου, ανάμεσα στα χρώματα, στα κύματα, στην ευωδιά των αγρών. Την εποχή που ανακάλυψα Τα νησιά ήθελα να γράψω, πιστεύω. Δεν αποφάσισα όμως να το κάνω στ’ αλήθεια παρά μετά απ’ αυτή την ανάγνωση. Το βιβλίο αυτό δεν έπαψε να ζει εντός μου, εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια που το διαβάζω. Ακόμη και σήμερα, μου συμβαίνει να γράψω ή να πω, σαν να ήταν δικές μου, φράσεις που βρίσκονται ωστόσο στα Νησιά ή στα άλλα βιβλία του συγγραφέα τους. Τούτο δεν με στενοχωρεί. Θαυμάζω μόνο την τύχη μου, εμένα ο οποίος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, είχα ανάγκη να υποκλιθώ επειδή είχα βρει έναν δάσκαλο τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε και επειδή είχα μπορέσει να συνεχίσω να τον αγαπώ και να τον θαυμάζω στο διάβα των χρόνων και των έργων. Εγώ, που αποκόμισα τόσα απ’ αυτό το βιβλίο, γνωρίζω τη σπουδαιότητα αυτού του δώρου, αναγνωρίζω το χρέος μου. Οι μεγάλες αποκαλύψεις που δέχεται ένας άνθρωπος στη ζωή του είναι σπάνιες, μία ή δύο τις περισσότερες φορές. Αλλά σε μεταμορφώνουν, όπως η τύχη. Στο ον που θέλει να ζήσει και να γνωρίσει με πάθος, το βιβλίο αυτό προσφέρει, το ξέρω, στο γύρισμα των σελίδων του, μια τέτοια αποκάλυψη. […] Ζηλεύω δε, χωρίς πικρία όμως, ναι, ζηλεύω, θα τολμούσα να πω, με θέρμη τον άγνωστο νεαρό ο οποίος, σήμερα, προσεγγίζει για πρώτη φορά αυτά Τα νησιά…».
Η ιστορία ενός βιβλίου. Μόνο που δεν υπάρχει ολοκληρωμένη ιστορία ενός βιβλίου, όπως δεν υπάρχει ολοκληρωμένη ιστορία ενός ανθρώπου. Η ιστορία μιας ανάγνωσης που δεν τελειώνει και, ξαναβρίσκοντάς με, με οδηγεί. «Η ανάγνωση είναι μια φιλία. Αλλά τουλάχιστον είναι μια ειλικρινής φιλία, μια φιλία απαλλαγμένη απ’ ό,τι ασχημίζει τις άλλες φιλίες. Επειδή όλοι εμείς, εμείς οι ζωντανοί, δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά νεκροί που δεν αναλάβαμε ακόμη υπηρεσία, όλες εκείνες οι ευγένειες, όλες εκείνες οι χαιρετούρες μέσα στον προθάλαμο που τις λέμε σεβασμό, ευγνωμοσύνη, αφοσίωση και όπου ανακατεύουμε ένα σωρό ψέματα, είναι στείρες και κουραστικές. Αλλά και –από τις πρώτες σχέσεις συμπάθειας, θαυμασμού, ευγνωμοσύνης– τα πρώτα λόγια που λέμε, τα πρώτα γράμματα που γράφουμε, υφαίνουν γύρω μας τα πρώτα νήματα κάποιου ιστού από συνήθειες ενός πραγματικού τρόπου ζωής που δεν μπορούμε πια να ξεφορτωθούμε στις κατοπινές φιλίες· χωρίς να λογαριάζουμε πως στο μεταξύ τα υπερβολικά λόγια που είπαμε παραμένουν σαν συναλλαγματικές που πρέπει να εξοφλήσουμε ή που θα εξοφλήσουμε ακόμη πιο ακριβά όσο ζούμε, με τύψεις, επειδή τις αφήσαμε απλήρωτες. Με την ανάγνωση, η φιλία ξαναγυρνά ξαφνικά στην πρωταρχική της αγνότητα. Με τα βιβλία, δεν χωράνε φιλοφρονήσεις. Μ’ αυτούς εδώ τους φίλους, αν περνάμε τα βράδια μαζί τους, είναι γιατί τους θέλουμε πραγματικά. Αυτούς τουλάχιστον, πολλές φορές, δεν τους αποχωριζόμαστε παρά με βαριά καρδιά».[15] Και έτσι με οδηγεί αυτή η ανάγνωση. Αλλαγμένος εγώ, απαράλλακτο το βιβλίο – και αυτός ο φίλος με διδάσκει ξανά, κάθε φορά. Κι αν οι τάδε λεπτομέρειες φαίνονται πιο έντονες τώρα και οι δείνα ωχριούν, αν το ενδιαφέρον και το σημαντικό μετατοπίστηκαν λίγο, ο χαρακτήρας του παραμένει αμιγής. Και αυτό είναι το γνώρισμα ενός καλού φίλου – ενός καλού βιβλίου. Διατηρεί κάτι από την πρώτη εντύπωση. Η επίγευση σε συντροφεύει πάντοτε.
Αυτό το βιβλίο αντιμετωπίζεται μόνο στην ολότητά του: όπως ακριβώς ένας αγρότης γνωρίζει κάθε σπιθαμή του κτήματός του, όπως ακριβώς γνωρίζουμε το σώμα μας ή το σώμα ενός αγαπημένου προσώπου. Γνωρίζουμε σημαίνει προκρίνουμε το τάδε και αντιμετωπίζουμε ως δευτερεύον το δείνα, κατανοούμε βαθιά ένα πράγμα και επιφανειακά κάποιο άλλο· ή ακόμη, δεν κατανοούμε καθόλου αλλά αισθανόμαστε. Το δώρο της ανάγνωσης είναι η πνοή που μας παρέχει, η δυνατότητα αναπνοής σε έναν πνιγηρό κόσμο. Το ότι μπορείς πάντοτε να επιστρέψεις στην ανάγνωση, και να μάθεις, σε κάθε ανάγνωση του ίδιου βιβλίου, να αναπνέεις διαφορετικά, αυτός είναι ένας πραγματικός λόγος ύπαρξης. Είναι βέβαιο πως κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει κάτι σε αυτό το βιβλίο – να συγκινηθεί από κάτι. Αποτελούμενο από χιλιάδες παραδείγματα, που αποδεικνύουν έναν τρομακτικό μόχθο, κινδυνεύει να παρεξηγηθεί: η ακαταπόνητη παράθεση είναι φαινομενικά μη θέση, ενώ ουσιαστικά είναι η μόνη θέση. Απαιτείται ιδιαίτερη ικανότητα για να χειριστείς και να τιθασεύσεις την πολυφωνία, χωρίς να χάνεις στιγμή τη δική σου φωνή. Ο Πρελορέντζος ανήκει στη χορεία των ανθρώπων που δεν φωνασκούν γιατί έχουν πράγματι πολλά να πουν. Και με ήπιο, διακριτικό τρόπο, τα λέει όλα. Το χρέος μεταβιβάζεται στην πλευρά του αναγνώστη, στην απολύτως βιωματική και προσωπική πράξη της ανάγνωσης – μια οφειλή απέναντι στον εαυτό. Χρωστάω πολλά σε αυτό το βιβλίο – και καμία σύνοψη δεν θα αρκούσε εδώ από πλευράς μου. Κάθε πραγματικό βιβλίο είναι πνοή, και παρέχει τη δυνατότητα αναπνοής στον αναγνώστη του. Κάθε πραγματικό βιβλίο διαβάζεται ως ολότητα. Κάθε πραγματικό βιβλίο είναι ένας άνθρωπος που πηγαίνει κάπου: μπορεί να μη γνωρίζουμε ή να μη μας νοιάζει που πηγαίνει – όμως γι’ αυτούς που γνωρίζουμε, γι’ αυτούς που μας νοιάζει... Εγώ, γνωρίζοντας αυτό το βιβλίο, δεν μπορώ παρά να νοιάζομαι για αυτό. Και να εύχομαι να βρίσκει πάντα τους αναγνώστες του.
Σημειώσεις
[1] Marcel Proust, Διαβάζοντας, Εκδ. Εστία, 1985, σελ. 49.
[2] Γιάννης Πρελορέντζος, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Γαλλία 1930-1960, Εκδ. Παπαζήση, 2016, σελ. 18 και 28-29.
[3] H. Bergson, Η Δημιουργική Εξέλιξη, Εκδ. Πόλις, 2005.
[4] G. Deleuze, Ο Μπερξονισμός, Εκδ. Scripta, 2010.
[5]Γιάννης Πρελορέντζος, Γνώση και Μέθοδος στον Bergson, Εκδ. Ευρασία, 2012.
[6] Γ. Πρελορέντζος «Η αλληλοδιείσδυση στο ψυχικό πεδίο στη φιλοσοφία του Bergson», δια-ΛΟΓΟΣ, τεύχος 2, 2012, σελ. 128-148.
[7] Δημιουργική Εξέλιξη, σελ. 246, ό.π.
[8]Γ. Πρελορέντζος, Φιλοσοφία και Λογοτεχνία, σελ. 24-25, ό.π., και σελ.27-29.
[9]Δες την ξεκάθαρη θέση του ενάντια στον –έωλο– ισχυρισμό περί «ανορθολογικού πνευματισμού» του Bergson, σελ. 335, υποσημείωση 877.
[10] Ό.π., σελ. 21-22.
[11] Ό.π., σελ. 29-30.
[12] «Δίνω έμφαση, όπου πιστεύω ότι χρειάζεται, σε σημαντικές στιγμές της ζωής των φιλοσόφων, όχι μόνο επειδή με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η ούτως ή άλλως αναπόφευκτη σχέση της σκέψης ενός φιλοσόφου με τον βίο του, […] αλλά διότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου που μελετώ είναι η έμφαση στην ύπαρξη, στο συγκεκριμένο». Ό.π., σελ. 23.
[13] Ό.π., σελ. 386-387, η έμφαση του Πρελορέντζου.
[14] Ό.π., σελ. 417.
[15] Διαβάζοντας, ό.π., σελ. 58. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.