Επιχειρώντας να σκιαγραφήσω την πιο πρόσφατη ταινία του Wes Anderson για το αφιέρωμα του Kaboom προσέκρουσα σε μια συνειδητοποίηση: είναι σχεδόν αδύνατο να είναι κανείς αντικειμενικός με το Τhe Grand Budapest Hotel -και κατά συνθήκη, ισχυρίζομαι - με όλες τις ταινίες του.
Όχι: το έργο του Αnderson το λατρεύεις σαν καπνιστής που γυρεύει βράδυ την μάρκα του από κλειστό περίπτερο σε μισοάδειο ψιλικατζίδικο ή πάλι το μισείς, σαν υπομανιακός θεατρόφιλος που μισεί τις μανιέρες που κατακλύζουν τα σύγχρονα ανεβάσματα.
Κι αφού καθαρά και ξάστερα τοποθετούμαι στην πλευρά των φανατικών του λόγω προσωπικών εμμονών και ιδιοσυγκρασίας μπορώ, χαιρετώντας με κρυφούς αναγνωριστικούς χαιρετισμούς μασωνικού τύπου τους συνεπιβαίνοντες στο κίτρινο υποβρύχιο του Steve Zissou, να προχωρήσω στην παρουσίαση της ταινίας. Κυρίες και κύριοι, ντυθείτε εκκεντρικά και παραφορτωμένα με ντελίριο και βαριά παλτά – αναχωρούμε για τις χιονισμένες Άλπεις της μεσοπολεμικής Ευρώπης κι έχουμε κλείσει ένα ξενοδοχείο μούρλ(ι)α.
Η χιονισμένη Ιθάκη μας, το πολυτελές φουαγιέ του ξενοδοχείου Grand Budapest των ‘30s, πρωτύτερα απαιτεί το στροβίλισμα στην χωροχρονική δίνη της σπονδυλωτής μαεστρικής αφήγησης του Anderson. Επί του παρόντος μια έφηβη κάτοικος του μακρύτερου ανατολικού συνόρου της ευρωπαϊκής ηπείρου, της πρώην Δημοκρατίας της Ζubrowka, επισκέπτεται τον τάφο του Συγγραφέα, του αγαπημένου της συγγραφέα του βιβλίου The Grand Budapest Hotel.
H αφήγηση καταδύεται κι από το νεκροταφείο περνάει στο γραφείο του ηλικιωμένου Συγγραφέα (Tom Wilkinson) που το 1985 απευθυνόμενος ευθεία στον τέταρτο τοίχο αρχίζει να αφηγείται την ιστορία που ενέπνευσε το βιβλίο του. Την άκουσε (συνεχίζουμε την κατάδυση στο παρελθόν) όταν όντας νέος και μοιάζοντας εξαιρετικά στον Jude Law στα 1968 επισκέφτηκε το παραπαίον Grand Budapest και μεταξύ τυρού και αχλαδίου άκουσε τον ηλικιωμένο Zero Moustafa με το πρόσωπο του F. Murray Abraham, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και ενός από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ευρώπη, να του αφηγείται τα νιάτα του σαν προστατευόμενος του κου. Gustave, consierge, υπεύθυνου υποδοχής και ψυχής του πιο πολυτελούς ξενοδοχείου της Ευρώπης το 1932.
O κ. Gustave (Ralph Fiennes) είναι ένας απολαυστικός, ευχάριστος και καλλιεργημένος δανδής εθισμένος στο άρωμα, ένας ρομαντικός, ποιητικός άνθρωπος εξαιρετικών τρόπων με μια κάποια αδυναμία στις ηλικιωμένες κυρίες (και επί τούτου φανατικές επισκέπτριες του ξενοδοχείου...).
Με πυγμή και ικανότητα που συγκρίνονται μόνο με την γνήσια αστική αβρότητα των τρόπων του ο Gustave μπαίνει και βγαίνει από τον ρόλο του στην διοίκηση του ξενοδοχείου, οργανώνοντας την παραμικρή λεπτομέρεια για την αδιάκοπη ευχαρίστηση των επισκεπτών του ξενοδοχείου σε βαθμό που κριτικοί αποδίδουν την μυστική ταυτότητα του στον ίδιο τον Wes Anderson, και τον τρόπο που υποδέχεται τους θεατές στα δικά του, τα φτιαγμένα από καρέ, ξενοδοχεία.
Kαι τότε,μια από τις ηλικιωμένες “φίλες” του Gustave, ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία του, και ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου πεθαίνει («Φαίνεσαι τόσο καλά, αγαπητή μου, πραγματικά... έκαναν θαυμάσια δουλειά. Δεν ξέρω τί είδους κρέμα σου έβαλαν στο νεκροτομείο αλλά... θέλω λίγη» λέει ο δανδής μας, όταν απευθύνεται στην νεκρή εραστή του συγκινημένος αντί άλλων χαιρετισμών στην κηδεία της).
Η εκλειπούσα του κληροδοτεί έναν πίνακα αμύθητης αξίας:
Τον οποίο πίνακα αξιώνει ο ημιπαράφρων και μέλος του φασιστικού κόμματος γιός της, που με το πρόσωπο ενός μουστακαλή Adrian Brody ξεκινάει ένα κυνήγι σχεδόν κομιξικής αισθητικής σε όλη την Ευρώπη. Ο πληρωμένος δολοφόνος μπράβος του, ένας παραμορφωμένος William Daffoe, καβαλάει την μοτοσυκλέττα του και κυνηγάει τους δύο πρωταγωνιστές στην χιονισμένη κεντρική Ευρώπη με τα γεμάτα λεπτομέρειες και χρώμα κάδρα να εναλλάσσονται με το εξαιρετικό χιούμορ, το σασπένς και την εκκεντρικότητα του Anderson που διαχέεται και από την μια σεκάνς στην άλλη, σε μια ξέφρενη και χρωματιστή χορογραφική απόλαυση πανταχού παρόντος και διαφεντεύοντος ποιου άλλου, του έρωτα ανάμεσα στον Zero και την αγαπημένη του, την γλυκιά φουρνάρισα Αgatha (Saoirse Ronan).
Yποψηφια Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας, η ταινία έχει ήδη σαρώσει στα ΒAFTA και φέρει περήφανα την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο. Και ποια τα απότοκα της για τον θεατή;
Η αίσθηση πικρής σοκολάτας στο τέλος. Η ταινία υποτίθεται ότι στήνεται εξαρχής σε μια φανταστική βάση. Φανταστική χώρα η Ζουμπρόβκα, φανταστικό το ξενοδοχείο, φανταστικοί οι χαρακτήρες και προϊόν μυθοπλασίας η ιστορία. Όλα ψέματα. Ή μήπως όχι;
Για τον Συγγραφέα, η ιστορία δεν ήταν διόλου ψεύτικη. Οι χαρακτήρες της, μέσα στην υπερβολή τους, είναι απτοί και θα μπορούσαν να είναι αληθινοί – έρχονται αντιμέτωποι με τον θάνατο και χάνουν. Ο κύριος Γκουστάβ σκοτώνεται από τους φασίστες του ναζιστικού κόμματος στα πρόθυρα αυτού που σκιαγραφείται σαν Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, υπερασπιζόμενος τα αξιοπρεπή ψήγματα αυτού που θεωρεί ανθρωπιά και ο ίδιος ο Ζερό, ο μοναχικός γέρος εκατομμυριούχος της ταινίας, ζει σαν ερημίτης σχεδόν στο μικρό, φτωχικό δωμάτιο που έμενε μικρός σαν lobby boy μέσα σε ένα ξενοδοχείο που αργοπεθαίνει μαζί του, σε ανάμνηση των βραχύβιων στιγμών ευτυχίας που έζησε με την αγαπημένη του εκεί.
Κάθε έργο τέχνης λειτουργεί διαφορετικά στον αποδέκτη του. Την ταινία την είδα σε ένα πολύ –πολύ μικρό δωμάτιο μιας εστίας μιας χώρας που βρέχει αδιάκοπα κι ο ήλιος είναι τσιγκούνης, γυρίζοντας από την χώρα που ο ρομαντισμός και τα κρουασάν έχουν άλλη γεύση. Αν έπρεπε δε να κρατήσω στατιστικά παρά το εξαιρετικά περιορισμένο αριθμητικά κοινό, θα έλεγα ότι η μισή αίθουσα κοιμήθηκε.
Μα τόσους μήνες μετά η αίσθηση μου είναι ότι η ταινία γατζώθηκε και έγινε κτήμα των μηχανισμών της μνήμης μου, σαν να έζησα την ιστορία του δανδή γεροντολάγνου κυρίου Γκουστάβ, να μοιράστηκα το αλεύρι από τα χείλη της Aγκάθα και να γλύτωσα από τις σφαίρες του Γουίλλιαμ Νταφόε περνώντας από μια Ευρώπη έτοιμη να σπαραχτεί ανάμεσα στα ερείπια πολυτελών ξενοδοχείων που σκορπούν την σκουριά τους στους νευρώνες για μια λήθη που έρχεται αργά αργά- όλα υποδεχόμενα σαν αναπόφευκτα μικρά κύματα.
Κράτησα την ταινία για τον ίδιο λόγο που ο γέρος Ζερό κρατάει το ξενοδοχείο του στην μνήμη της νεκρής γυναίκας του:
«We were happy here—for a little while.»