Η Αυστραλία είναι χωρίς αμφιβολία μια πλούσια χώρα. Οι πόλεις, διάσπαρτες στις αχανείς εκτάσεις της ηπείρου (ο συνολικός πληθυσμός δεν φτάνει καν τα 24 εκατομμύρια κατοίκους), διασφαλίζουν μια πολύ καλή ποιότητα ζωής για τους κατοίκους τους μέσω κοινωνικών παροχών, οργανωμένου συστήματος υγείας, αποτελεσματικού δικτύου μεταφορών, καλών μισθών, μεγάλων πάρκων και δημοσίων χώρων κλπ. Σπάνια αντικρίζει κανείς τη φτώχεια που υπάρχει στην Ευρώπη. Άλλωστε, αυτή είναι η εικόνα που έχει ο κόσμος για την Αυστραλία: μια γη των ευκαιριών, όπου οι δυνατότητες προσωπικής ανέλιξης μοιάζουν τεράστιες και όπου η πιθανότητα μιας καλής και ήσυχης ζωής σχεδόν βέβαιη για τους εργατικούς και φιλόδοξους.
Στο περιθώριο αυτού του κοσμοπολίτικου οικονομικού παραδείσου αναφύεται ένα ζήτημα σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στη διεθνή κοινότητα, άρρηκτα όμως συνδεδεμένο με την ιστορία της Αυστραλίας: το ζήτημα των Αβορίγινων, του ιθαγενούς πληθυσμού της Αυστραλίας.
Οι Αβορίγινες βρίσκονται στον αντίποδα της πραγματικότητας που περιγράφηκε, σε μια παράλληλη διάσταση μέσα στην ίδια χώρα. Ζουν συνήθως σε καταυλισμούς οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι στη μέση έρημων εκτάσεων (εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από οργανωμένους οικισμούς), σε λυόμενα σπίτια ή σε παραπήγματα όπου οι συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολες, έχουν εντυπωσιακά μικρό προσδόκιμο ζωής (περίπου 60 χρόνια για τους άνδρες και 69 για τις γυναίκες), αντιμετωπίζουν έντονο το πρόβλημα του αλκοολισμού, του αναλφαβητισμού και της κοινωνικής απομόνωσης, προβλήματα τα οποία καθίστανται ακόμα πιο ορατά για αυτούς που κατοικούν στις μεγάλες πόλεις. Ταξιδεύοντας σε αυτή την αχανή ήπειρο, σοκαρίστηκα από τις συνθήκες στις οποίες αναγκάζεται να διαβιώνει το 3% του πληθυσμού της. Εξεπλάγην επίσης από την άγνοια που υπάρχει στις μητροπόλεις, όπως η Μελβούρνη, όπου το ζήτημα είναι πρακτικά ανύπαρκτο. Οι λευκοί αυστραλοί είναι περήφανοι να επιδεικνύουν στα γραφεία τους, στα μαγαζιά των σουβενίρ και στις γκαλερί την τέχνη των Αβορίγινων (ελλείψει άλλης σημαντικής καλλιτεχνικής συμβολής ορμώμενης εκ της Ωκεανίας), αλλά στην πράξη δηλώνουν παντελή άγνοια για τις τριτοκοσμικές καταστάσεις στις οποίες αυτοί διαβιώνουν.
Οι Αβορίγινες κατοικούν στην Αυστραλία τουλάχιστον 40.000 χρόνια (υπάρχουν εκτιμήσεις ακόμα και για 125.000 χρόνια). Η ζωή τους λίγο έχει αλλάξει στα χρόνια αυτά. Μέχρι και την άφιξη των δυτικών, οι Αβορίγινες παρέμεναν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Δεν όργωναν τη γη, δεν έφτιαχναν μόνιμα καταλύματα, δεν εξημέρωναν ζώα, δεν είχαν γραφή. Ζούσαν σε αυτό που εμείς θα αποκαλούσαμε ανθρώπινη προϊστορία. Εντούτοις, η προφορική τους παράδοση, ακριβώς λόγω της μακραίωνης συνεχούς ιστορίας τους, θεωρείται η μακρύτερη αδιάλειπτη πορεία από το απώτατο παρελθόν έως σήμερα. Οι μυστικές ιστορίες που προορίζονται μονάχα για τους μυημένους μετρούν αντίστοιχα χρόνια με αυτά της ύπαρξής των Αβορίγινων στις κόκκινες ερήμους της Αυστραλίας, καθιστώντας τες πιθανότατα τις αρχαιότερες ιστορίες του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτές οι ιστορίες αποτελούν τον κορμό του λεγόμενου Dreamtime, του μυστηριώδους αυτού μέρους της μυθολογίας τους, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν ως ένα κι όπου εντοπίζεται το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, η οποία δεν είναι παρά η συσσωρευμένη ανθρώπινη εμπειρία από την αρχή του κόσμου. Τα ανιμιστικά πιστεύω των Αβορίγινων συγκροτούν ένα περίπλοκο δίκτυο καθοριστικό της κουλτούρας τους, της κοινωνικής τους οργάνωσης και της σχέσης τους με τη φύση.
Φυσικά οι άποικοι δεν εκτίμησαν τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Αβορίγινων, τους οποίους θεώρησαν σαν ένα είδος λίγο ανώτερο από τα υπόλοιπα άγνωστα ζώα που κατοικούσαν στις ανεξερεύνητες εκτάσεις της νέας γης. Η Αυστραλία κηρύχτηκε terra nullius κι οι λευκοί άποικοι επιδόθηκαν σε σφαγές, βιασμούς και αρπαγές κατά του γηγενούς πληθυσμού. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως και το 1970 (!) παιδιά Αβορίγινων (αυτά που ήταν λιγότερο μαύρα), αρπάζονταν από τις οικογένειές τους προκειμένου να δεχθούν την κατάλληλη παιδεία, τον χριστιανισμό και εν γένει να «εξανθρωπισθούν». Υπάρχουν συνταρακτικές ιστορίες που περιγράφουν μητέρες να βάφουν με κάρβουνο τα πρόσωπα των παιδιών τους «για να μην τα πάρουν οι λευκές κυρίες». Γνωστό είναι και το ζήτημα “black death in custody” που αντανακλούσε την πεποίθηση πως τα μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας των Αβορίγινων στις φυλακές (κυρίως τη δεκαετία του ’80) ήταν εξ αιτίας της αστυνομικής βίας. Όπως μου είπε ενδεικτικά κι ένας ακτιβιστής από τα Φίτζι που συνάντησα στην κοινότητα Αβορίγινων Manyallaluk, «μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα μπορούσες να σκοτώσεις ένα μαύρο κι ήταν σα να σκότωνες σκύλο». Οι Αβορίγινες πρώτη φορά θεωρήθηκαν μέρος του πληθυσμού το 1967 (κατόπιν συνταγματικής τροποποίησης) και ο συστηματικός ρατσισμός που αντιμετώπισαν σε όλο το διάστημα της αποικιοκρατίας είναι δύσκολο να περιγραφεί σε ένα άρθρο.
Όμως ο απλός, άμεσος ρατσισμός εις βάρος των ιθαγενών δεν είναι παρά μια πτυχή αυτής της σκοτεινής πλευράς της ιστορίας της Αυστραλίας. Άλλωστε στις μέρες μας οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει και τέτοια φαινόμενα είναι γενικώς κατακριτέα. Ο συστημικός ρατσισμός ωστόσο, είναι ένα εξόχως λεπτό ζήτημα γιατί θέτει εν αμφιβόλω βασικές παραδοχές του πολιτισμού μας, την ανεκτικότητά του και την ιεράρχηση των αξιών του. Πρόκειται για ένα βαθύτερο υπόστρωμα της πολιτικής για τους ιθαγενείς, το οποίο καθίσταται ορατό μόνο εκ του σύνεγγυς.
Για να φτάσω στην κοινότητα της Manyallaluk έπρεπε να βγω από τη βασική οδική αρτηρία του εσωτερικού της χώρας, τον Stuart Highway, που ενώνει το νότο με τον βορρά και να διανύσω περίπου 50 χιλιόμετρα χωματόδρομο. Φτάνοντας εκεί αντίκρισα ένα σκηνικό ερήμωσης. Προειδοποιητικές πινακίδες ενημέρωναν σε αυστηρό τόνο για την απαγόρευση του αλκοόλ και των πορνογραφικών εντύπων και μια ξεθωριασμένη ταμπέλα ευχόταν «καλωσορίσατε». Τα λυόμενα σπίτια έμοιαζαν ακατοίκητα και μόνο κάποια ξυπόλυτα παιδιά έτρεχαν σ’ ένα δρομάκι, σπάζοντας τη σιωπή της ερήμου.
«Έχουν βγει για κυνήγι», μου είπε ένα ζευγάρι ακτιβιστών από τα Φίτζι, ο Μαρκ και η Μίλι, προσφέροντάς μου καφέ με γάλα από σκόνη. Οι άνδρες κυνηγούν κι έτσι συντηρούνται σ’ αυτές τις κοινότητες που είναι απομονωμένες και τα τρόφιμα της μαζικής παραγωγής δε φτάνουν ποτέ. Ωστόσο το φυσικό περιβάλλον έχει διαταραχθεί και είναι πια δύσκολο να βρίσκουν θηράματα. Μαγαζιά δεν υπάρχουν, ούτε κάποιου είδους αγορά. Ο Μαρκ, φλογερός ομιλητής και ιεραπόστολος, μου αναλύει τα προβλήματα των ιθαγενών. Κατά τη γνώμη του, όλα ξεκινούν από την απαγόρευση που ισχύει για τους Αβορίγινες που ζουν σε αυτές τις κοινότητες να γίνουν κύριοι των σπιτιών τους. Δεν τους επιτρέπεται να τα αγοράσουν ή να χτίσουν δικά τους, μόνο να πληρώνουν το ενοίκιο που τους θέτει η κυβέρνηση.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμίσω μια βασική και καθολική πολιτική της Αυστραλιανής κυβέρνησης για το ζήτημα του ιθαγενούς πληθυσμού: όλοι όσοι μπορούν να αποδείξουν την ιθαγένειά τους ως Αβορίγινες, δικαιούνται τακτικές εισφορές από την κρατική πρόνοια. Το λεγόμενο “lazy money” βασίζεται στην πεποίθηση της μη προσαρμοστικότητας των Αβορίγινων στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας. Ο Μαρκ και η Μίλι διαφωνούν με το μέτρο: «Και τι τα κάνουν τα χρήματα; Δεν τους επιτρέπεται να αγοράσουν τα σπίτια τους, ούτε να φτιάξουν άλλα. Οπότε το μόνο που κάνουν είναι να παίρνουν αυτοκίνητα. Επειδή όμως δεν μπορούν να βγάλουν άδεια, τα οδηγούν μονάχα 6 μήνες κι έπειτα τα παρατάνε ή τα πουλάνε όσο όσο. Τους κοροϊδεύουν όλη την ώρα. Κι ύστερα παίρνουν καινούρια αμάξια, άλλωστε τα καταστρέφουν αμέσως σε αυτούς δρόμους. Και όσοι ζουν στις πόλεις δίνουν όλα τους τα λεφτά στο αλκοόλ ή στο τζόγο. Δε γίνεται δουλειά έτσι». Όταν ρωτάω τον Μαρκ τι πιστεύει πως πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, μου λέει πως πρέπει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας προορισμένες γι’ αυτούς έτσι ώστε σταδιακά να συνηθίσουν τη λογική του να δουλεύουν για χρήματα. Επίσης θα πρέπει να τους δώσει το δικαίωμα να αγοράσουν τα σπίτια τους. Είναι σκλαβιά να τους φτιάχνει τα λυόμενα, να τους τα μισθώνει κι έπειτα να τους δίνει χρήματα τα περισσότερα εκ των οποίων θα πρέπει να ξοδέψουν στο ενοίκιο. Τέλος, πρέπει να επενδύσει στη μόρφωση. Τα περισσότερα παιδιά δεν ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν. Τα στριμώχνουν όλα, ανεξαρτήτως ηλικίας, σε μια τάξη και προσπαθούν να τους μάθουν τα βασικά. Χωρίς συγκροτημένο πρόγραμμα τέτοιες προσπάθειες είναι θνησιγενείς.
Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πραγματικά το πόσο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση των Αβορίγινων. Πρόκειται για ένα πληθυσμό που ζούσε στη δικιά μας «προϊστορία» και ξαφνικά (στις περισσότερες περιπτώσεις τον 19ο αιώνα) ήρθε σε επαφή με έναν άλλο πληθυσμό που ήταν στα πρόθυρα της νεωτερικότητας. Η προσαρμογή στο μέλλον, που εκπροσωπεί η λευκή Αυστραλία, φαντάζει για την ώρα αδύνατη για την πλειοψηφία των ιθαγενών που μοιάζουν να θέλουν να διατηρήσουν τις παραδοσιακές δομές και τον τρόπο ζωής τους, ο οποίος περιλαμβάνει ελάχιστες ώρες δουλειάς (2-3 κυνήγι τη μέρα) και την υπόλοιπη μέρα ανάπαυση. Πράγματι, οι Αβορίγινες είναι παράδειγμα για το πώς γίνεται κανείς να ζει ελαχιστοποιώντας τον κόπο και είναι χαρακτηριστικό ότι περνάνε τις περισσότερες ώρες της ημέρας αράζοντας, χωρίς καν να μιλάνε. Οι γυναίκες λένε και καμιά κουβέντα, οι άντρες απλώς κάθονται στη σκιά και δεν συνήθως δεν κάνουν τίποτα μέχρι το τέλος της ημέρας. Τα θέλγητρα του δυτικού πολιτισμού δεν τους ελκύουν και είναι μεμονωμένες περιπτώσεις αυτοί που επιδιώκουν την ενσωμάτωσή τους και την προσωπική τους εξέλιξη.
Φαίνεται ότι μας σοκάρει πως κάποιος μπορεί να μη θέλει να γίνει σαν εμάς. Οι Αβορίγινες απέχουν παρασάγγας από την εντατικοποιημένη δυτική κοινωνία με τις υλικές της ανέσεις και το υψηλό βιοτικό επίπεδο. Ενδεικτική είναι η ακόλουθη, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, παραβολή που αφορά έναν Αβορίγινα ψαρά κι έναν Άγγλο διπλωμάτη: Ο διπλωμάτης βρίσκει τον ψαρά να κάθεται στην άκρη της λίμνης έχοντας πιάσει μόλις δυο ψάρια. Αμέσως εκνευρίζεται και του λέει:
«Μα, γιατί κάθεσαι αντί να ψαρεύεις;»
«Ψάρεψα όσο είχα ανάγκη για σήμερα», του απαντά εκείνος.
«Αν ψαρέψεις όμως περισσότερα ψάρια, θα έχεις και για αύριο», επιμένει ο ετοιμόλογος διπλωμάτης.
«Και τότε τι θα κάνω αύριο;», ρωτά με ειλικρινή απορία ο ψαράς.
«Μα, αύριο θα ψαρέψεις για τις επόμενες μέρες, έτσι ώστε να έχεις πολλά ψάρια απόθεμα».
«Κι όταν θα έχω πολλά ψάρια απόθεμα, τι θα κάνω;»
«Ε, τότε πια θα έρθει η ώρα που θα κάτσεις να ξεκουραστείς», του λέει χαμογελαστός ο Άγγλος διπλωμάτης.
Κι ο Αβορίγινας ψαράς του απαντά με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: «Μα αυτό δεν κάνω και τώρα;»
Αυτή η ιστορία αναδεικνύει την ικανότητα των Αβορίγινων να ζουν για το παρόν, να μην περιμένουν κάποια στιγμή στο αόριστο μέλλον όπου θα επέλθει «το τέλος της ιστορίας», τα πράγματα θα τακτοποιηθούν και θα μπορούν πια απλώς να απολαμβάνουν απενοχοποιημένα τη ζωή. Η ανυπαρξία του στοιχείου του ανικανοποίητου, ενός στοιχείου που στοιχειώνει τον δυτικό πολιτισμό, οδηγώντας τον ωστόσο παράλληλα στα σημαντικότερα επιτεύγματά του, προσδίδει στον πολιτισμό των Αβορίγινων την αδιανόητη για εμάς λιτότητά του και παράλληλα τους διδάσκει αυτό που εμείς πασχίζουμε να κατακτήσουμε: τη γαλήνη και την ξεγνοιασιά του να ζεις για το σήμερα κι όχι για το αύριο.
Ποια είναι η αντιμετώπιση που επιφυλάσσει ο δυτικός πολιτισμός για το αίνιγμα αυτών που όχι μόνο δυσκολεύονται να τον κατανοήσουν, αλλά δεν προσπαθούν κιόλας να το κάνουν; Μέχρι τώρα οι πολιτικές της αυστραλιανής κυβέρνησης είναι αποσπασματικές. Με το να τους δίνει χρήματα απλώς και μόνο λόγω φυλετικής καταγωγής φουντώνει τον ρατσισμό και την υποτίμηση που δέχονται από τους λευκούς αυστραλούς, τους καθιστά μονίμως παρίες, στο περιθώριο της κοινωνικής δράσης, τους μαθαίνει στην αδράνεια και στον πατερναλισμό. Από την άλλη, η προοπτική του να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στις οποίες να προωθούνται κυρίως οι Αβορίγινες ώστε να συνηθίσουν στη μισθωτή εργασία και στην εργασία γενικότερα, κρύβει επίσης έναν πολιτισμικό ρατσισμό. Γιατί, μολονότι έτσι πιθανώς να αυξάνονται οι πιθανότητες για ευκολότερη ενσωμάτωση των «μαύρων» στη δυτική Αυστραλία, πρόκειται για μια ενσωμάτωση που δεν επεδίωξαν ποτέ οι ίδιοι. Πρόκειται απλώς για τη δικιά μας απόφαση να τους βοηθήσουμε «να γίνουν άνθρωποι», όπως εμείς εννοούμε τους ανθρώπους.
Υπάρχει η τάση να θεωρούμε ότι κατά τεκμήριο ο κόσμος μας είναι καλύτερος. Αυτό οδηγεί ακόμα και τους ακτιβιστές όπως ο Μαρκ και η Μίλι σε μια λογική ενσωμάτωσης. Άλλωστε και οι ίδιοι θέλουν να διδάξουν στους Αβορίγινες την αγάπη και την πίστη. Εν τέλει λοιπόν καλούμαστε να αποφασίσουμε για αυτούς, αλλά αυτό δεν είναι παρά αποτέλεσμα της δύναμης της επιβολής μας και της ανυπαρξίας χώρου που αφήνει ο δυτικός πολιτισμός σε οτιδήποτε δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να του αντισταθεί. Δεν είναι οι καλές ή οι κακές μας προθέσεις. Είναι οι συνέπειες ενός πολιτισμικού ιμπεριαλισμού που υποβόσκει σε όλες τις πτυχές της εξωστρεφούς δράσης μιας διεθνούς κοινότητας που αντλεί από τον εαυτό της το δικαίωμα να ορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου οι όποιες πολιτισμικές διαφοροποιήσεις δύνανται να κυμαίνονται. Στην πραγματικότητα αρνούμαστε να παραδεχτούμε το ενδεχόμενο να υπάρχει και άλλος τρόπος να ρυθμίζεται μια κοινωνία γι’ αυτό και πάντα θεωρούμε ότι κάνουμε θεάρεστο έργο όταν εξάγουμε τον πολιτισμό μας.
Βέβαια, ίσως ούτως ή άλλως να πρόκειται για αδιέξοδο. Η επιστροφή στο παρελθόν μοιάζει αδύνατη. Το οικοσύστημα έχει αλλάξει, ένα ολόκληρο σύστημα με ακαταγώνιστη δύναμή υπάρχει δίπλα στις κοινότητες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιβάλλει τη θέλησή του, οι λευκοί είτε τους βοηθούν είτε τους επιβουλεύονται λειτουργούν ως ηγέτες γιατί πάντα αυτοί ξέρουν, η τεχνολογία ρημάζει τον κόσμο των μύθων τους. Οι ίδιοι δεν έχουν φωνή ούτε οργάνωση κι ούτε φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να μάθουν τους δυτικούς τρόπους του παιχνιδιού προκειμένου να προασπίσουν τον κόσμο τους. Άλλωστε η εγγενής αντίφαση μιας τέτοιας πρακτικής πιθανότατα θα οδηγούσε στην αυτοαναίρεση.
Ίσως λοιπόν ο πολιτισμός τους να είναι καταδικασμένος να εξαφανισθεί και οι ίδιοι είτε να μάθουν επιτέλους την αξία της 8ωρης μισθωτής εργασίας είτε να παρακμάζουν στο αλκοόλ, στον τζόγο και στην επαιτεία. Η πολιτεία για την ώρα δε νοιάζεται, είναι σαφές πως αν και στα χαρτιά έχουν πια τα ίδια δικαιώματα με τους λευκούς, στην πράξη είναι ξεχασμένοι απ’ τον Θεό. Αν μια μέρα απλώς εξαφανίζονταν, οι κυβερνήσεις μάλλον θα χαιρόντουσαν που απαλλάχτηκαν από την υποχρέωση να λογοδοτούν σε διεθνείς οργανώσεις και ακτιβιστές και από την σκοτεινή υπενθύμιση των εγκλημάτων και των κτηνωδιών του παρελθόντος.
«Το κράτος θέλει να τους εξοντώσει», λέει ο Μαρκ και κουνάει το κεφάλι. Η Μίλι συμφωνεί μα δε μιλάει. Κουνάει τη βεντάλια της για να διώξει τις μύγες. «Είμαστε μόνοι μας εδώ. Όλες οι οργανώσεις που υποτίθεται ότι βοηθούν κρατούν το 90% των χρημάτων για λογαριασμό τους και οι ίδιοι δε μπορούν να οργανωθούν. Δεν έχουν παιδεία».
Είναι παράδοξο πως σε ένα κόσμο τόσο μακριά από τις έννοιες της οργάνωσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμα και της παιδείας, οι άνθρωποι άρχισαν να υποφέρουν όταν τις πρωτοσυνάντησαν. Ευχαρίστησα τους φίλους μου για τις κουβέντες που ανταλλάξαμε και για τον καφέ. Δίνουν πράγματι τη ζωή τους για τον σκοπό τους, για να μάθουν στους Αβορίγινες την αγάπη για τον Ιησού, για να τους μάθουν να μαγειρεύουν, να δουλεύουν, να διαβάζουν. Άραγε πόσο αλλάζουν τα πράγματα; Κι οι ίδιοι αναρωτιούνται λίγο πριν χωρίσουμε.
Αφήνω πίσω μου τη σκόνη της Manyallaluk και το μυαλό μου πάει στους μύθους των Αβορίγινων που σαγηνεύουν, στον ήχο της ντιτζεριντού που δονεί την αυστραλιανή έρημο. Δε νομίζω ότι μπορούμε πραγματικά να τους καταλάβουμε. Η αδυναμία κατανόησης είναι, φαίνεται, αμφίδρομη. Και το μόνο που μένει είναι η ισχύς.