Είναι δυνατό να δημιουργηθεί κάτι νέο στην ιστορία; Το ερώτημα αυτό, που αποτελεί το κεντρικότερο του διαλόγου των Καστοριάδη-Ρικέρ, όπως το ανιχνεύει κανείς στον Διάλογο για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό (μετάφραση: Σωτήρης Σιαμανδούρας, Αθήνα: εκδόσεις Έρμα, 2018) δεν έχει καμία πρωτοτυπία, αφού έχει ήδη τεθεί για κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται ότι κινείται εντός του πολιτικού πεδίου. Έχει, όμως, τη διάσταση του επείγοντος, πρόκειται δηλαδή για ερώτημα που παρότι τίθεται κι επανατίθεται χωρίς να λαμβάνει τελικές απαντήσεις, κάθε φορά προβάλλει με τρόπο εξαιρετικό κι έκτακτο, αφού δοκιμάζεται μέσα στη στιγμή της ίδιας της εμφάνισής του∙ εμφάνιση που ταυτοποιείται εντός ενός συνεχούς (ή στη ρήξη αυτού του συνεχούς) και που αναδιαμορφώνει αυτό που συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε ιστορία. Όπως, ακόμη, το ερώτημα περί δημιουργίας στην ιστορία δοκιμάζει αναγκαία τις επιστημολογικές του αφετηρίες μέσα στο πραγματικό δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων, μέσα στη διευρυμένη πραγματικότητα της ζωής τους, από την οποία η φαντασία και το φαντασιακό επ’ουδενί δεν εξαιρούνται.
Φαίνεται, έτσι, ότι η αντιπαράθεση των δύο στοχαστών γύρω από το πρόβλημα της ιστορίας, ακριβώς επειδή συνιστά πρώτα απ’ όλα έναν διάλογο για την πραξεολογία, ήτοι για την πολιτική, έχει ανάγκη από μια διευρυμένη αντίληψη περί πολιτικής πραγματικότητας. Αυτή, κατά τη ρητορική σύγκρουση των φιλοσόφων, είναι αδύνατο να διακριθεί από τη φιλοσοφική τους στάση –έτσι που καλείται κανείς να σκεφτεί την εγγύτητα ή απόκλισή τους από την ερμηνευτική και τον δομισμό, τη θεολογία και τον μαρξισμό–, αδύνατο επιπλέον να διακριθεί από την πολιτική τους στράτευση, αδύνατο να διακριθεί από τον πλούτο των ετερόκλητων παραδειγμάτων που επικαλούνται προς επίρρωση των επιχειρημάτων τους∙ παραδείγματα που αντλούνται από την ιστορία, τη μουσική, τα μαθηματικά, τη ζωγραφική και ούτω καθεξής.
Τι σημαίνει, όμως, δημιουργία του νέου μέσα στην ανθρώπινη ιστορία; Στρεφόμενοι στους όρους της διαφωνίας τους, που αποτέλεσε σε πρώτο επίπεδο μια ραδιοφωνική, προφορική και συνεπώς, ζωντανή διαφωνία, οφείλουμε να σκεφτούμε τι σημαίνει «νέο» και ποια η στάση τους απέναντι στη «δημιουργία». Ο Ρικέρ, απορρίπτοντας ριζικά την ιδέα μιας δημιουργικής φαντασίας, ως απείρως πρωταρχικότερης (και κατά συνέπεια, θα έλεγε κανείς αποδόσιμης μόνο σε έναν Δημιουργό) υιοθετεί εκείνη της «παραγωγικής φαντασίας», ανατρέχοντας στον Φίχτε. «Παραγωγή», από ρικεριανή σκοπιά, θα πει παραγωγή νέων συνθέσεων, έτσι που η παραγωγή ιστορίας γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια μας παραγωγής αφηγηματικών συναρθρώσεων μέσα από την ανάπτυξη της πλοκής. Η αφήγηση και η πλοκή νοηματοδοτούν τα στοιχεία από τα οποία συναπαρτίζονται. Τα τελευταία δεν προϋπάρχουν ως ανεξάρτητες μεταβλητές και η ιστορία, επομένως, δεν ήταν πάντα εδώ, σύμφωνα με τη ρικεριανή προσέγγιση. Η ιστορία δεν ήταν πάντα εδώ, όμως, ούτε το απολύτως νέο δύναται ποτέ να εμφανιστεί, ab ovo, αφού η ιστορικότητα –κατά Ρικέρ– είναι η «δύναμη να εγκαθιδρύεται το νέο μέσα από την οικειοποίηση της παράδοσης». Πρόκειται γι’ αυτό που ο φιλόσοφος νοηματοδοτεί μέσα από τη λογική της «ανάδρασης». Από τη σκοπιά του Καστοριάδη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στη θέση της «παραγωγής» εισάγεται η έννοια της «θέσμισης» και της «αυτοθέσμισης», με την τελευταία να «προϋποθέτει ότι εργαζόμαστε πάντοτε μέσα στο ήδη ρυθμισμένο, μέσα από την κατεργασία ή την τροποποίηση των κανόνων αλλά και βάζοντας νέους κανόνες, δημιουργώντας τους», πράγμα που συνιστά την «αυτονομία» μας.
Η δυνατότητα δημιουργίας νέων κανόνων, όπως εισάγεται στην καστοριαδική προσέγγιση, συνιστά τον πυρήνα του αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ των δύο στοχαστών. Το χάσμα αυτό υποδηλώνει, με τη σειρά του, την υπόγεια –καθ’ όλη τη συζήτηση, με εξαίρεση μία και μόνη αναφορά του Καστοριάδη– δράση ενός μεγαλύτερου προβλήματος, εκείνου που σχετίζεται με τον τρόπο αντίληψης της χρονικότητας, χωρίς τον οποίο τόσο η συζήτηση περί ιστορίας, όσο –ειδικότερα– περί δημιουργίας του νέου στην ιστορία αποβάλλει την ικανότητά της να εισέρχεται μέσα από την επαλληλία των διαφορετικών παραδειγμάτων στην πραγμάτευση ενός και μόνο –άκρως συνθετότερου– προβλήματος.
Αφήσαμε για το κλείσιμο του κειμένου το πρόβλημα της «λογικής» συγκρότησης των επιχειρημάτων των δύο φιλοσόφων, που, ίσως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι διατηρεί κι έναν χαρακτήρα προλογικό κάποιου κειμένου που θα έρθει (εν προκειμένω, μέσα από τις διαφορετικές απομαγνητοφωνήσεις του εγγεγραμμένου ραδιοφωνικού λόγου). Η «λογική» στη συγκρότηση των επιχειρημάτων τους, για να το πούμε λίγο διαφορετικά, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τη διαφορά που ανακύπτει στον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς τη χρονικότητα ενός ραδιοφωνικού λόγου κι ενός γραπτού κειμένου, στον τρόπο που μεταφράζει τη μία χρονικότητα στην άλλη. Ο Διάλογος, που φτάνει στο χέρια μας τυπωμένος κι εγγεγραμμένος εντός της χρονικότητας του γραπτού κειμένου, στον βαθμό που μεταφράζει τη χρονικότητα της ζωντανής αντιπαράθεσης, διασώζει μέσα στην ίδια του την μορφή τον πυρήνα του διανοητικού χάσματος των δυο στοχαστών∙ του χάσματος γύρω από το νέο στην ιστορία, που συνιστά ένα πολιτικό πρόβλημα, δηλαδή ένα πρόβλημα που τίθεται, σε έναν τρίτο τόπο, μεταξύ θεωρίας και πράξης, εκεί ακριβώς που αυτές μπορούν να εμφανιστούν από κοινού, δηλαδή στον τόπο της μετάφρασης.