του Γρηγόρη Χατζάκη, σκηνοθέτη και συντάκτη του Kaboom
Δεν κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα, όταν τον ξύπνησε ένας συνάδελφός του - είτε από βαθύ ύπνο είτε από απουσία σκέψεων, δεν είχε καταλάβει. Θυμόταν μόνο την μπλε οθόνη και κάτι κουτάκια με νούμερα. Το αγαπημένο του ήταν το 3. Σκέφτηκε για μια στιγμή πως συνήθως δεν βλέπει όνειρα. Τα απέφευγε από παιδί. Θεωρούσε πως τα όνειρα τον αποσπούσαν από την πραγματικότητα, οι ονειροπολήσεις της οποίας απασχολούσαν αρκετή φαιά ουσία από μόνες τους. Την επόμενη στιγμή σκέφτηκε πως δεν θυμόταν ποιός ήταν ακριβώς ή πού ήταν ακριβώς. Σκέφτηκε μετά ότι θα μπορούσε να ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος, το μέρος που βρισκόταν. Γιατί έπρεπε υποχρεωτικά να είναι άνθρωπος και να μην είναι βιβλιοπωλείο, φούρνος ή παρεκκλήσι; Σκέφτηκε πως οι φούρνοι δεν σκέφτονταν, αλλά δεν είχε και απτές αποδείξεις. Σήκωσε το χέρι του κι έτριψε τα μάτια του. Ένας φούρνος δεν έτριβε ποτέ το μάτι του, αν και θα είχε πολλά αυγά. Άρα, σκέφτηκε πως αυτές οι σκέψεις δεν οδηγούν πουθενά. Είμαι άνθρωπος με τα όλα μου. Κοίταξε γύρω του το μέρος που βρισκόταν. Κάτι σαν αποθήκη. Δεν ήταν κανένας άλλος εκεί. Παράξενο, γιατί θυμόταν να τον ξυπνάει ένας συνάδελφός του. Μία κοπέλα με πράσινη επαγγελματική ποδιά άνοιξε την πόρτα. Τον πλησίασε και σκούπισε με το δάχτυλό της το λίγο σάλιο που είχε τρέξει στον ύπνο του. Ένιωσε κάτι που αργότερα θα χαρακτήριζε ανατριχίλα. Την κοίταξε. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι εκείνη με οικειότητα και τον φίλησε στο στόμα. Αυτό κράτησε για κάποια ώρα. Δε θυμάμαι πόση. Δεν ξέρω αν βάλανε γλώσσα ή αν χαϊδεύονταν. Ήθελα να 'μαι διακριτικός και δεν κοιτούσα. Όχι, σίγουρα χαϊδεύονταν, γιατί όταν γύρισα να βγω έξω, είδα να βάζει το χέρι της μέσα από τα ρούχα του. Φορούσε κι αυτός μια πανομοιότυπη ποδιά. Είχα την ευκαιρία να γυρίσω το χώρο που βρισκόμουν. Ήταν κάποιο καινούργιο καφέ με μπέιγκελ. Το καινούργιο το κατάλαβα, από μια στοίβα καρέκλες στη γωνία, τυλιγμένες ακόμα με σελοφάν. Ένας νεαρός τα έσκιζε και τοποθετούσε τις καρέκλες πάνω στα τραπέζια. Αυτό σίγουρα θα ήταν πολύ άβολο. Αν ήθελες δηλαδή να πιεις τον καφέ σου, θα έπρεπε, σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, να ανέβεις πάνω στο τραπέζι, να κάτσεις στην καρέκλα και κάθε τόσο να σκύβεις για να ακουμπάς την κούπα σου. Κάποιος άλλος πρασινοντυμένος νεαρός, σφουγγάριζε το πάτωμα. Όχι, συγγνώμη, κοπέλα ήταν, αλλά δεν έδειχνε από πίσω με το κοντό μαλλάκι της. Δεν υπήρχαν πελάτες στο μαγαζί κι η ταμπέλα στην εξώπορτα έγραφε OPEN, αλλά από μέσα. Άρα, ποιός ο λόγος για τις στολές; Θα πρέπει να ήταν κάποιου είδους εξάσκηση. Στο βάθος, σε ένα τραπέζι χωρίς καθόλου καρέκλες γύρω ή πάνω του, κάτω από ένα ρολόι που δεν είχε μπει σε λειτουργία ακόμα, είχε ακουμπήσει ένας άνθρωπος που φορούσε μία τεράστια στολή μέλισσας και έπινε, από μία σχισμή της στολής, καφέ. Χτύπησε το τηλέφωνο, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Όλοι έκαναν ό,τι έκαναν χωρίς να αποσπώνται από τίποτα. Ακόμα και μια μύγα, που τριγυρνούσε στη τζαμαρία, έκανε την ίδια διαδρομή, χωρίς να επιστρέφει στο σημείο εκκίνησής της. Υπήρχε μία σύγχρονη απομίμηση τζουκ μποξ, που έπαιζε μέσω υπολογιστή ένα τραγούδι του Jean Michel Jarre. Δεν έφταναν όλες οι νότες στον προορισμό τους -που ήταν η κοπέλα που σφουγγάριζε- γιατί δυο-τρεις δεν είχαν εγκλιματιστεί ακόμα στον καινούργιο χώρο. Εκείνη την ώρα, που το ρολόι του τοίχου έδειχνε 5:20, άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και βγήκε εκείνος, δένοντας την ποδιά στην πλάτη του. Έριξε μια ματιά στο μαγαζί και στάθηκε στο πόστο του πίσω από το ταμείο. Η κονκάρδα που είχε στο στήθος, είχε το σχέδιο μιας μέλισσας και από κάτω έγραφε: ‘Hi there, I'm Πέτρος! Ask for anything, bitches. Just say my name and I'm there for you. OK? Or else call me on my cell phone. Just kidding. It's broken. Call me on my beeper. Or pass by my apartment. I'll be waiting. See you around. Kisses all over you. Sorry for my attitude. P.S. I'm not Πέτρος.’
Άνοιξε το ταμείο και μέτρησε τα χρήματα μιας συνηθισμένης μέρας. Πλησίασε την πόρτα και κοίταξε ανάμεσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Δεν υπήρχε τίποτα εκτός από σιωπή. Μια σιωπή που την ένιωθε να γεμίζει την απουσία κάθε αρχιτεκτονικής πραγματικότητας. Δεν του άρεσε το τίποτα. Εκτός από όταν τον ρωτούσαν τι έχει, όποτε καθόταν σκεπτικός. Δεν εκτιμούσε κάτι άλλο στο τίποτα. Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον φόβιζε κιόλας λίγο. Παρότι του άρεσε συχνά να λέει πως δεν φοβόταν τίποτα. Ενώ κάθε φορά που το έλεγε θυμόταν πόσο τον τρομοκρατούσαν οι σκορπιοί και τα κόκκινα μυρμήγκια. Ξανακοίταξε από το παράθυρο. Δεν έβλεπε τίποτα, το επιβεβαίωσε αυτό. Αλλά, σκέφτηκε, δεν έβλεπε και κανέναν. Σκέφτηκε τότε, πως μάλλον ό,τι υπήρχε ή είχε απομείνει, ήταν αυτό το καφέ με τα μπέιγκελ. Πωπω, πόσο παράξενο θα πρέπει να ήταν αυτό για όσους κοσμολόγους μελετούσαν τον πλανήτη. Ένιωσε μια αίσθηση μοναξιάς κι αμέσως ο νους του ταξίδεψε στη μικρή αποθήκη και την κοπέλα που θα πρέπει να κοιμόταν τώρα στη θέση του. Πλησίασε διστακτικά στην αποθήκη και άνοιξε την πόρτα. Στη θέση που θα πρέπει να ήταν εκείνη, είδε τη μορφή ενός άντρα. Πλησίασε λίγο ακόμα, παράλογα πολύ όμως για το μικρό μέγεθος της αποθήκης κι έριξε μια ματιά στον ακουμπισμένο καθρέφτη που προοριζόταν για τις τουαλέτες αναπήρων. Έσκυψε και είδε τη μορφή της κοπέλας εκείνης να τον κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη. Ο άντρας φάνηκε να ξύπνησε. Έτριψε με το χέρι τα μάτια του. Κοίταξε το χώρο γύρω του. Είχε την αίσθηση πως κάποιος τον είχε ξυπνήσει.
Κοίταξε τα λεπτοκαμωμένα χέρια που κουβαλούσε, πλησίασε τον άντρα και σκούπισε το σάλιο που είχε τρέξει στο στόμα του. Έξω από την αποθήκη, στο μαγαζί, όλα συνεχίζονταν χωρίς, καθώς φαινόταν, να τους απασχολεί τίποτα από τον έξω κόσμο.
Εκείνη τη στιγμή, πετάχτηκε ταραγμένος, πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κοίταξε το χώρο γύρω του. Χαμογέλασε.