Η ταινία La La Land, που ήταν υποψήφια για 11 βραβεία Όσκαρ από τα οποία τελικά κέρδισε τα 6*, γυρίστηκε σε σενάριο και σκηνοθεσία του 31χρονου Damien Chazelle (Ντέμιεν Σαζέλ), που συστήθηκε στο ευρύ κοινό με την χειμαρρώδη μουσική ταινία Whiplash, και επέστρεψε φέτος με το φαινομενικά άκαιρο, παλαιού τύπου μιούζικαλ La La Land, ένα ρομάντζο ανάμεσα σε έναν πιανίστα της τζαζ που ονειρεύεται να αποκτήσει το δικό του κλαμπ (Ryan Gosling) και μία σερβιτόρα που κυνηγάει τις οντισιόν για να κάνει καριέρα ηθοποιού (Emma Stone). Οι δυο τους συναντιούνται τυχαία και ερωτεύονται.
Το La La Land σίγουρα δεν φέρει χαρακτηριστικά άλλων νικητριών ταινιών των πρόσφατων Oscar, όπως η αριστουργηματική σκηνοθεσία με τα ευφυή τρικ του Alejandro G. Iñárritu στο Birdman ή το πολιτικό μήνυμα και οι συγκλονιστικές, σκληρές ερμηνείες του 12 Χρόνια Σκλάβος, όμως η ίδια η ταυτότητά του ως αισθηματικoύ ρομάντζου («boy meets girl») με τον έμφυτο νοσταλγικό ρομαντισμό, η επαναφορά στην επικαιρότητα του είδους του musical αλλά και της κλασικής αμερικανικής τζαζ, υπεραρκούν και τελικά κερδίζουν –συναισθηματικά κυρίως– τον θεατή.
Το πραγματικό του σήμερα και το φανταστικό του άλλοτε συνυπάρχουν αρμονικά, με αναφορές σε κλασικά μιούζικαλ της Αμερικής του '40 και του '50, μουσικοχορευτικά νούμερα, σκηνικά και κουστούμια εποχής, σε αντιπαραβολή με την καθημερινότητα στη σημερινή, άχαρη Αμερική της τεχνολογικής εποχής.
Καθώς εξελίσσεται το ειδύλλιο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αναδεικνύεται η εκπληκτική χημεία μεταξύ τους, που σε συνδυασμό με την μουσική ένδυση και τα χορευτικά στις σκηνές τους (το soundtrack γίνεται εμμονή στο μυαλό) τηλεμεταφέρουν τον θεατή στον χωροχρόνο του –κάποιου δικού τους– ρομάντζου και του προκαλούν μία συναισθηματική ένταση-αφύπνιση. Ο Ryan Gosling παρουσιάζεται πιο χαρισματικός και πολυδιάστατος, με στοιχεία τα οποία συνήθως κρύβει στους πιο άχαρους-στωικούς ρόλους που ερμηνεύει (Blue Valentine, Drive, The place beyond the pines), αλλά η Emma Stone είναι αναμφίβολα η ψυχή της ταινίας, με το βλέμμα και τη λάμψη της, την κίνηση και τον χορό της, τη συνεχή εναλλαγή από το κωμικό και το αφελές στο λυρικό και στο δραματικό να είναι καθηλωτικά, στην πληρέστατη και άξια για Όσκαρ ερμηνεία της.
Στο τέλος της ταινίας (spoiler alert) δεν υπάρχει πραγματικό happy ending, παρά μόνο στη συνειδητή φαντασίωση των πρωταγωνιστών, καθώς βλέπουμε στην οθόνη τι θα είχε συμβεί στη ζωή τους αν ήταν ακόμα μαζί. Αυτό ακριβώς όμως το trick, το ερώτημα «What if…?» που θέτει ο σκηνοθέτης, είναι που στοιχειώνει τον θεατή, αφού σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν αναρωτηθεί πώς θα ήταν η ζωή τους αν ένας νεανικός ή χαμένος τους έρωτας είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Παράλληλα, η μη πραγμάτωση του happy ending διακρίνει την ταινία από ένα κλασικό ρομάντζο. Άλλωστε, το μη κλασικό τέλος είχε προοικονομηθεί από μια πολύ όμορφη σκηνή, στην οποία οι δύο πρωταγωνιστές δηλώνουν ο ένας στον άλλον ότι θα αγαπιούνται για πάντα, παρότι διαβλέπουν και οι δύο ότι το κοινό τους μέλλον είναι επισφαλές. Έτσι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία άλλη τροπικότητα της αγάπης, της αγάπης δηλαδή που μας σημάδεψε και μας επηρέασε καθοριστικά (πράγματι, κανείς από τους δύο δεν θα είχε εξελιχθεί όπως εξελίχθηκε αν δεν είχαν γνωριστεί), παρόλο που δεν εξελίχθηκε με τον τυπικό τρόπο των ταινιών.
Έχοντας πει αυτά, μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα του τίτλου: μας άρεσε το La la land; Ναι! Και μας άρεσε ως μιούζικαλ της εποχής μας, ως ταινία όπου τα ρομαντικά τραγούδια κόβονται ξαφνικά από τον χαρακτηριστικό χτύπο του I-phone, όπως συμβαίνει και σε μας τόσες φορές. Αλλά επίσης, μας άρεσε ως ταινία που ήταν πραγματικά καλή, αν μετρηθεί όχι με βάση κάποια πλατωνικά στάνταρ για την ουσία του σινεμά, αλλά με βάση το τι θα μπορούσε η ίδια να είναι (σε πλήρη αντίθεση με το Whiplash που προσπαθούσε να γίνει κάτι άλλο από αυτό που θα μπορούσε – εξ ου, λόγου χάρη, και η φαιδρή σκηνή με την νταλίκα). Σίγουρα, ένα story «boy meets girl» δεν προσφέρεται για φιλοσοφικές αναλύσεις, για μακροσκελείς στοχασμούς περί του είναι, για εμβριθείς κοινωνικοπολιτικές κριτικές. Ποιος όμως όρισε, μαζοχιστικώ τω τρόπω, ότι το σινεμά θα πρέπει να είναι (μόνο) έτσι; Παραβλέποντας όλα αυτά, το La La Land ντύνει με την πιο όμορφη φωτογραφία και μουσική την πιο στοιχειώδη ιστορία της ζωής μας.
Αυτή είναι και η κύρια αιτία που, κατά την γνώμη μας, το La La Land εκτοξεύθηκε και κέρδισε τον «μέσο θεατή», η ανάγκη δηλαδή όχι μόνο για αναπόληση και νοσταλγία αλλά και για την απενοχοποιημένη βίωση και τον επαναπροσδιορισμό του έρωτα ως συναισθήματος υπερβατικού, παιχνιδιάρικου, ως δρόμου για τη μετάβαση από την πραγματικότητα στη φαντασία.
Δημήτρης Σούλτης-Γιάννης Κτενάς
*συμπεριλαμβανομένων των βραβείων καλύτερης σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου και καλύτερης πρωτότυπης μουσικής, όχι όμως και καλύτερης ταινίας.