Είμαστε καταγραφείς αναμνήσεων. Κι όσο περνάνε τα χρόνια και οι καταγραφές πληθαίνουν, ανασύρoνται όλο και περισσότερο αυτές οι πρώτες εικόνες και ήχοι και αρχίζουμε να κατανοούμε τι ήταν αυτό που τελικά μας έχει καθορίσει. Γιατί είναι τα πρώτα βήματα στην ύπαρξη που καταλαβαίνουν καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου. Έτσι και ο φακός του Boyhood κάνει αυτή ακριβώς τη δουλειά. Καταγράφει και τελικά συμπιέζει 12 χρόνια από τη ζωή ενός αγοριού. 12 κυριολεκτικά χρόνια. Με απλότητα, καθαρότητα προθέσεων, παιδικότητα, μαεστρία, ο Linklater παρακολουθεί τον Mason (Ellan Coltrane) και την κινηματογραφική του οικογένεια (Patricia Arquette, Ethan Hawke...) να μεγαλώνουν.
Ο Mason είναι έξι, όσο κι ο Ellan που τον ενσαρκώνει. Και γίνονται μαζί εφτά, οχτώ, δώδεκα, δεκαπέντε, δεκαοχτώ. Μεγαλώνουν μαζί, ενώ η κάμερα κάπου ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ντοκιμαντερίστικη παρατήρηση, καταγράφει μία παράλληλη ενηλικίωση. Ο Linklater ανέκαθεν είχε εμμονή με το χρόνο, τη σχέση του πραγματικού με τον κινηματογραφικό χρόνο και το χώρο που δίνει στην υποκειμενικότητά του. Έτσι και το ζευγάρι Hawke-Delpy μετά το Before Sunrise του 1995, δίνουν ραντεβού κάθε δέκα χρόνια, σε μία ήρεμη μάχη, με το χρόνο πάντα να καραδοκεί και να οριοθετεί τη συνάντησή τους, άλλοτε στο χάραμα, άλλοτε στη δύση κι άλλοτε τα μεσάνυχτα. Συναντιούνται κατά δέκα χρόνια μεγαλύτεροι και ωριμότεροι σαν ηθοποιοί και σαν χαρακτήρες. Και μέσα σ' αυτή την παράξενη χρονική διακειμενικότητα, εντοπίζουν κοινές ομοιότητες και διαφορές. Και σ' αυτό το διάστημα, ο Hawke ενώ συζητάει μια οικογένεια με τη Delpy, μεγαλώνει και τον κινηματογραφικό του γιο, Ellan. Αξιοσημείωτη σαν ηθικό και καλλιτεχνικό επίτευγμα είναι η συνέπεια του Linklater στην κινηματογράφισή του, ταυτόχρονα ως προσωπική γραφή όσο και σαν δομή, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα τόσα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την υλοποίησή της. Παρά τις τεχνολογικές αλλαγές, αλλά και την προσωπική εξέλιξη και ωρίμανσή του μέσα στο χρόνο, ο Linklater κατάφερε να διατηρήσει μία απόλυτα καθαρή γραφή, που δίνει την εντύπωση πως η ταινία γυρίστηκε εξολοκλήρου μέσα σε δύο ή τρεις μήνες. Κι είναι ίσως αυτή, η μεγαλύτερη τιθάσευση του χρόνου του. Χωρίς φανφαρονισμούς και με συνέπεια στο όραμά του, μας ανοίγει μία μικρή πόρτα, να μοιραστούμε μερικά λεπτά 12 χρόνων, που με έναν μοναδικό τρόπο ταυτίζονται με ολόκληρες τις ζωές μας και έτσι να μεγαλώσουμε όλοι μαζί προς τα πίσω.