Ένας νάνος στις πλάτες γιγάντων βλέπει σίγουρα πολύ μακρύτερα από ό,τι αν στέκονταν στα δικά του πόδια ή αν ήταν ανεβασμένος στις πλάτες ομοϋψών του. Η τόσο οικεία, πλέον, μεταφορά μπορεί να ιδωθεί με πλείστους όσους τρόπους, ως γραμμική παράταξη σωμάτων, με έμφαση στην αναγκαιότητα της ''σκάλας'' των γιγάντων ή με τονισμό της μεθύστερης προσθήκης του νάνου, που εκ του αποτελέσματος κρίνεται εξίσου αναγκαία. Η μεταφορά του νάνου χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τη σωρευτική λειτουργία της σκέψης, εν τέλει την προοδευτική κίνηση της, την ανωτερότητα των κλασικών προδρόμων ή να υπομνήσει δια της σμίκρυνσης της φιγούρας του στοχαστή που τη χρησιμοποιεί τη σημαντικότητά του, με τον εαυτό του στη θέση όχι, φυσικά, των γιγάντων. Η πρώτη λειτουργία της μεταφοράς, που υπογραμμίζει την προοδευτική κίνηση, φαίνεται ως η πιο σημαντική, επιπλέον διότι εντός της επιλύεται και το ζήτημα της δεύτερης λειτουργίας, καθώς ο νάνος που κάθε φορά προστίθεται στη ''σκάλα'' με τη συνεισφορά του στο ξεμάκρεμα του βλέμματος καθίσταται με τη σειρά του γίγαντας για τους επόμενους. Με τον τρόπο αυτό, η παραγωγή γνώσης, ανεξαρτήτως του μεγέθους του καθενός που βρίσκεται στις πλάτες των προηγούμενων, δεν μπορεί παρά να γίνει παραδεκτή ως συλλογική διαδικασία. Η γνώση σωρεύεται, ο καθένας εναποθέτει στο ήδη υπάρχον απόθεμα γνώσης τη δική του προσφορά, η οποία αποτελεί το καινούργιο υλικό που προστίθεται υψώνοντας ακόμη πιο πολύ το γνωστικό οικοδόμημα. Δεν πρόκειται, όμως, για το διαρκές ύψωμα ενός συμπαγούς οικοδομήματος που ακλόνητο και αδιάτρητο φιλοδοξεί να επιτύχει εκεί όπου το στοιχειωμένο ιδεότυπό του απέτυχε, δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια καινούργια Βαβέλ, παρά ίσως για μία αντι-Βαβέλ. Γιατί, αυτή τη φορά, αφενός έχει επιλέξει τους χτίστες της μεταξύ αλλόγλωσσων, ο ίδιος ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ενσωματώνει και βασίζεται στην πρόοδο της εργασίας μέσω της πολυγλωσσίας, αφετέρου οι χτίστες δεν προσβλέπουν στην προσέγγιση του Θεού υψώνοντας τον πύργο ως τα ουράνια, αλλά θεώνονται οι ίδιοι μέσω του ίδιου του χτισίματος. Έτσι, στη θέση του στιβαρού, άσειστου πύργου η εικόνα που πρέπει να επιστρατευτεί είναι μάλλον αυτή ενός πύργου Jenga, όπου το κάθε τουβλάκι που προστίθεται και ψηλώνει το χτίσμα αφαιρεί ένα ήδη υπάρχον μέρος του χτίσματος, αλλάζοντας διαρκώς τη μορφή και τη δομή του υπό μία συνεχώς εύθραυστη ισορροπία. Και στην πάντα ενδεχόμενη περίπτωση της κατάρρευσης οι ίδιοι οι κανόνες του παιχνιδιού επιβάλλουν την επανέγερση του, μάλιστα με τα ίδια τουβλάκια όπου όμως η διάταξή τους θα είναι κάθε φορά διαφορετική. Είτε, παρ' όλα αυτά, ως ''σκάλα'' γιγάντων είτε ως πύργος αυτό που και οι δυο μεταφορές εικονοποιούν δεν είναι παρά η συλλογική φύση της παραγωγής γνώσης.
Πρόκειται, δηλαδή, για μια Δημοκρατία των γραμμάτων, αλλά δεν είναι αυτή για την οποία καλεί ο Νίτσε, καθώς ο δικός του νάνος, αυτός που ο Ζαρατούστρα κουβαλά στον ώμο του ανεβαίνοντας μέσω μονοπατιών άχαρων και δύσβατων είναι άσχημος, δύστροπος και σακάτης. Ο σκοπός του δεν είναι να ανέβει στους ώμους του Ζαρατούστρα για να μακρίνει το βλέμμα του, ούτε και μπορεί ή θέλει να καταλάβει τις σκέψεις του συνοδοιπόρου του. Μάλιστα, επιχαίρει στην ιδέα πως όπως ως πέτρα ο Ζαρατούστρα πετάχτηκε στα ύψη, ομοίως ως πέτρα θα ξαναπέσει στη γη. Έτσι, το ''εσύ ή εγώ'' με το οποίο ο Ζαρατούστρα τον προκαλεί μοιάζει με πολεμική κραυγή ενάντια στην απόπειρα η σκέψη του να εκπέσει ταυτιζόμενη με αυτή του χαμερπούς νάνου, και ταυτόχρονα ένα κάλεσμα στα εξαιρετικά εκείνα πνεύματα, στις μεγάλες ατομικότητες, στους σπάνιους μεταξύ των ανθρώπων γίγαντες που ο καθένας τους «καλεί το[υς] αδελφο[ύς] του στα ερειπωμένα μεσοδιαστήματα του χρόνου».
Αν και με βάση το αρχαιοελληνικό ιδεώδες το οποίο εμπνέει τον Νίτσε η φιλοσοφία, η θεωρητική ενατένιση, όσο μαχητική και πολεμική, δεν μπορεί παρά να υψώνεται πάνω από τις υπόλοιπες δραστηριότητες του βίου, αυτές, τουλάχιστον, που αποσκοπούν απλώς στις εργασίες τις αναγκαίες για την υλική αναπαραγωγή του συνόλου, η ίδια η φιλοσοφική εργασία είναι απαιτητική και εργώδης. Όπως και να' χει, όμως, παραμένει μια εργασία αποκομμένη και διόλου συλλογική, χωρίς διόλου να εφάπτεται με τις υπόλοιπες δραστηριότητες κάτωθι της. Ακόμη και αν η δυνατότητα άρσης του μηδενισμού και η έγερση ως Υπερανθρώπου αφορά και επιφυλάσσεται για όλους, η φύση της δυσχερούς και κοπιώδους άσκησης του πνεύματος παραμένει μια μοναχική διαδικασία. Αυτόν, όμως, ακριβώς τον, σχεδόν οντολογικό, διαχωρισμό μεταξύ υλικής και πνευματικής εργασίας είχε αποπειραθεί να διαλύσει ήδη ο Προυντόν, σεβόμενος αν μη τι άλλο τις προσωπικές κοινωνικές καταβολές του, την καταγωγή του από την επαρχία και την επαγγελματική ιδιότητά του ως τεχνίτη. Στην προυντονική ανθρωπολογία η εργασία δεν αποτελεί απλώς το μέσο για την αναπαραγωγή, υλική και πνευματική της ανθρωπότητας, αλλά το συγκροτητικό ίδιον της. Έτσι, μέσω της εργασίας οι ενάντιες συνθήκες τιθασεύονται, ο βίος ει δυνατόν ομαλοποιείται, επιπλέον, όμως, η ίδια η ανθρωπότητα δημιουργεί τον εαυτό της. Σε όλες τις πτυχώσεις όλων των άπειρων εργασιών που εκτελούνται διαρκώς, μοιραία, συγκεκριμένα άτομα λόγω ιδιαίτερων ικανοτήτων διακρίνονται και κατηγοριοποιούνται ως εξαιρετικές προσωπικότητες. Και όμως, και αυτοί ακόμα δεν αποτελούν παρά το προϊόν της συλλογικής εργασίας, καθώς σε αυτήν χρωστούν την ιδιαίτερη προίκισή τους, τις ιδιότητες και ικανότητες που τους ξεχωρίζουν. Είναι, μάλιστα, δια βίου υπόχρεοι για την προίκιση αυτή, χρέος που δεν είναι δυνατόν να ξεχρεωθεί η απομειωθεί ποτέ. Αυτή η συλλογική δημιουργία όλων και εν προκειμένω των εξαιρετικών ατόμων έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το νιτσεϊκό ιδεώδες των διάσπαρτων και μοναχικών γιγάντων, έστω και αν η εργασία, η δια του μόχθου επιτέλεση των υλικών και πνευματικών έργων, παραμένει κοινή ουσία εκατέρωθεν.
Έτσι, όταν ο Μαρξ, στον πρόλογο του Κεφαλαίου, περιγράφει, με πνεύμα σχεδόν αποθαρρυντικό, το δύσβατο και κακοτράχαλο των μονοπατιών που οδηγούν στις κορυφές της γνώσης, η προυντονική υπόμνηση της συλλογικής δημιουργίας των εξαιρετικών ατόμων έρχεται να του υπενθυμίσει πως και τα μονοπάτια που διαβαίνουν οι γίγαντες νάνοι τα έχουν διανοίξει.