Μετά την πρόσφατη αυτοϊκανοποίηση του Holywood – πιο συγκεκριμένα, την επιλογή του Eddie Rednayne για το oscar πρώτου ανδρικού ρόλου, υπενθυμίζοντας μας με μια, σχεδόν, πολιτική ευσέβεια την σημασία του ALS (επευφημώντας, εμμέσως, και την επιτυχία της viral φιλανθρωπίας του Ice Bucket Challenge) – με το Selma να περνάει στα ψιλά γράμματα, ειδικά σε μια περίοδο που η κρατική καταστολή και ιδρυματοποίηση των Αφροαμερικάνων μαστίζει τις Η.Π.Α. (βλέπε Ferguson), θα αναφερθώ στη μουσική (για να μην αναλωθώ σε ένα ημιμαθές παραλήρημα). Πριν απ' αυτό όμως ας σταθούμε στο ευφυολόγημα του N.P.H., ότι η gift bag που έλαβαν οι υποψήφιοι (με προϊόντα αξίας άνω των 100.000 δολαρίων) περιέχει την δυνατότητα διαφυγής με τεθωρακισμένο όχημα όταν έρθει η επανάσταση, και στην ''αθώα'' ρητορική ερώτηση του Sean Penn για το ποιός έδωσε Πράσινη κάρτα στον Μεξικανό Alejandro Inarritu.
Η Ακαδημία ανέκαθεν περιφρονούσε την συνθετική ελευθερία για χάρη της χρηστικής αξίας της μουσικής τέχνης. Η ξεχασμένη jazz, που λάμπει τόσα χρόνια δια της απουσίας της από το cinema, ξαφνικά φέτος ήρθε στο προσκήνιο με το Whiplash – αλλά, προφανώς, μια μουσική που στην καρδιά της συναντάμε τους μόχθους και τα βάσανα των καταπιεσμένων, ποτέ δεν θα γινόταν mainstream. Η συναισθηματική φόρτιση εμβληματικών σκηνών από τον νεορομαντικό John Williams, τα εργαλειακά εφέ του σωτήρα των soundtracks Hans Zimmer και η κατάφωρη αντιγραφή του Moroder απ' τον Trent Reznor (στο Social Network), έχουν εκθειαστεί πολυποικίλως από κριτικούς και κοινό. Παρ' όλα αυτά συνέβαλλαν, σε συνεργασία με τους καπιταλιστικούς στόχους της pop κουλτούρας, στον μαρασμό της, κατά κόρον, προσβάσιμης τέχνης – Μουσική αεροδρομίου, μουσική super-market, μουσική background· οι επιδιώξεις αυτού του αρχαίου μέσου έκφρασης πρέπει να επαναπροσδιοριστούν, όπως και του κινηματογράφου άλλωστε, που, από σταυροδρόμι όλων των τεχνών κατέληξε να κάνει έναν φαύλο κύκλο με τερματικό σταθμό τις απαρχές του, τότε που ήταν μια ατραξιόν στο βωμό του θεάματος (όλα αυτά βέβαια με την κατάλληλη επιχειρηματική/τεχνολογική επεξεργασία). Ας μην ξεχνάμε οτι η δραματουργία ως μέσο είναι ότι κοντινότερο στην ανθρώπινη ζωή.
Μετά από αυτό το παραλήρημα λοιπόν, επιστροφή στο θέμα μας. Με αφορμή το κείμενο για τα soundtracks που δεν κέρδισαν τα επιχρυσωμένα, φαλλικά τοτέμ, ας ασχοληθούμε με αυτούς που κέρδισαν κάτι (ή τουλάχιστον που ήταν υποψήφιοι). Ο, συνήθης ύποπτος, Alexandre Desplat, δίκαια θα στολίσει το τζάκι του με το πολυπόθητο αγαλματίδιο, για το κομψοτέχνημα Ρουριτανικής μεγαλοπρέπειας που συνόδεψε το Grand Budapest Hotel. Αξιοσημείωτα και τα (τιμητικά) Oscars που έχουν λάβει οι Ennio Morricone (για την συνολική προσφορά του) και Leopold Stokowski (για τη διεύθυνση και ενορχήστρωση μεγάλου μέρους της Φαντασίας). Όμως θέλω να σχολιάσω 2 αγαπημένα soundtracks που, αμφότερα, προτάθηκαν για Oscar: το Magnificent Seven (1960) του Elmer Bernstein (ουδεμία σχέση είχε με τον Leonard, παρά το ότι ήταν φίλοι), και το Taxi Driver (1976) του Bernard Herrmann.
Το σκηνικό της Άγριας Δύσης, στην διασκευή των 7 Σαμουράι του Kurosawa, αποτελεί ιδανικό πεδίο για μια, μυθικών διαστάσεων, μουσική εποποιία. Με αναφορές στον Bartok και το Μεξικάνικο mariachi, έγινε συνώνυμη με μεγαλόπνοες αφηγήσεις πάσης φύσεως, όντας το αρχετυπικό western soundtrack. Οι 7 αυτόκλητοι εκδικητές (με τον τυχοδιώκτη McQueen να ξεχωρίζει), αντιπροσωπεύουν μία μορφή δικαιοσύνης απέναντι στην ασυδοσία των ληστών· άλλωστε στην εποχή του επικοισμού της Δυτικής ακτής, μέσα στις ακατοίκητες ερήμους και την παρανομία, γεννήθηκε ο Αμερικάνικος ηρωϊσμός, που, πέρα από την όποια παραφιλολογία, σημάδεψε βαθιά (κυρίως μέσω του συμβόλου του cowboy) τα μελλοντικά ήθη του πολιτισμού στις Η.Π.Α.
Όσων αφορά το Taxi Driver, έχουμε να κάνουμε με έναν άλλου είδους αντι-ήρωα. Ο De Niro ενσαρκώνει έναν καταθλιπτικό απόστρατο που κατέληξε να γίνει ένας ακόμη ανώνυμος πληβείος στα γρανάζια της βιομηχανικής κοινωνίας. Πνιγμένος από την ανούσια ζωή του, θα ξεσπαθώσει εναντίον της διεφθαρμένης ολιγαρχίας που υπηρετεί. Ο Martin Scorsese ήταν απ' τους λίγους σκηνοθέτες της άλλης άκρης του Ατλαντικού που, εκείνη την εποχή, απέκτησε μια αμφίδρομη, ωφέλιμη σχέση με τους auteurs του Cahiers du Cinema – το '76 κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Οι προγραμματικές σουίτες που πλαισιώνουν την ταινία είναι επηρεασμένες από το noir ύφος της Νέας Υόρκης και ταυτίζουν τον ψυχισμό του πρωταγωνιστή με την μοναχική μελωδική γραμμή του σαξοφώνου, που αναδύεται από τα πομπώδη leitmotifs των κρουστών. Το κύκνειο άσμα του Herrmann, η καριέρα του οποίου ξεκίνησε 35 χρόνια νωρίτερα, με την ταινία-ορόσημο για το Holywood (Citizen Kane).
''Η πιο παλιά εξειδίκευση, η εξειδίκευση της εξουσίας, βρίσκεται στη ρίζα του θεάματος. Έτσι το θέαμα είναι μια εξειδικευμένη δραστηριότητα που μιλάει για όλες τις άλλες. Είναι η διπλωματική αναπαράσταση της ιεραρχικής κοινωνίας μπροστά στον εαυτό της, αναπαράσταση απ' όπου αποκλείεται κάθε άλλη κουβέντα. Το πιο σύγχρονο είναι επίσης και το πιο αρχαϊκό''.
-Guy Debord, Η κοινωνία του θεάματος (πρόταση 23)