Το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» θεωρήθηκε από πολλούς –και δικαίως κατά την άποψη μας– μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς. Ο απλός, μα συνάμα μαεστρικός τρόπος, με τον οποίο ο Κεν Λόουτς παρουσιάζει το ξεγύμνωμα της γραφειοκρατίας στη Μ. Βρετανία και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και του κοινωνικού αποκλεισμού σε διάφορες εκφάνσεις της προσωπικής και κοινωνικής ζωής των ηρώων, καθιστούν την ταινία μια αριστουργηματική «γροθιά στο στομάχι».
Τα ίδια συναισθήματα και σκέψεις με το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» μας άφησε και η θεατρική παράσταση «Λαμπεντούζα». Ο Αργύρης Ξάφης και η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου κάνουν, μέσω των εξαιρετικών ερμηνειών τους, το θεατή να προσέξει όσο πρέπει και να καταλάβει όσα πρέπει από το σπουδαίο κείμενο του Άντερς Λουστγκάρντεν (αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως και ο Λόουτς, είναι Βρετανός).
Οι δύο ήρωες της «Λαμπεντούζα» μπορεί να διαφέρουν σε πολλά στοιχεία, επίπεδα και χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, το φύλο, η χώρα που ζουν κ.α. και το γεγονός αυτό να κάνει τους μονολόγους τους να μοιάζουν παράλληλοι, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι ήρωες και κατ’ επέκταση οι μονόλογοι συγκλίνουν αρκετά και τελικώς διασταυρώνονται στο πιο κρίσιμο σημείο: την ανθρώπινη επαφή. Αυτό είναι και το βασικό κοινό σημείο των δύο έργων πέραν του ότι και τα δύο είναι εξαιρετικές παραγωγές συνολικά και αξίζει να τις δει κάποιος.
Τα θέματα που θίγονται τόσο στην κινηματογραφική ταινία όσο και στη θεατρική παράσταση είναι κοινωνικά προβλήματα ευρέως γνωστά σε όλους, στους περισσότερους όμως γνωστά «εξ αποστάσεως». Την απόσταση αυτή έρχεται να καλύψει η τέχνη, που καταφέρνει με το μαγικό τρόπο της αλληλεπίδρασης να φέρει τον καθένα μας πιο κοντά σε αυτά τα προβλήματα και να αναλογιστεί περισσότερο τη σοβαρότητά τους. Κι αφού ταρακουνήσει κι ευαισθητοποιήσει τους αποδέκτες της, η τέχνη δύναται καμιά φορά να κινητοποιήσει αυτούς να δώσουν τέλος στα ήδη πιο «φανερά» προβλήματα, δείχνοντάς τους το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουν. Το μονοπάτι αυτό για τον Λόουτς και τον Λουστγκάρντεν φαίνεται να είναι η ανθρώπινη επαφή, ανάγκη τόσο δεδομένη από την εποχή που οι άνθρωποι συζητούσαν γύρω από τη φωτιά «αντιμέτωποι» με τη νύχτα και τις σκέψεις της, αλλά και τόσο παραμελημένη από τότε που οι άνθρωποι επέτρεψαν στην τεχνολογία να την αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο. Η απήχηση άλλωστε που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις μέρες μας επιβεβαιώνει αναντίρρητα τη διαπίστωση αυτή. Είναι άραγε η ουσιαστική και ειλικρινής επαφή των ανθρώπων μεταξύ τους το βάλσαμο για τις πληγές των καιρών που διανύουμε;
Σε κάθε περίπτωση οι πρωταγωνιστές των έργων, άνθρωποι που πίστευαν πως ήταν μόνοι, βρήκαν στον μέχρι χθες άγνωστό τους ένα φίλο, ένα στήριγμα να ακουμπήσουν ή ένα σπίτι να μείνουν. Ο από μηχανής θεός εν προκειμένω είναι ξένος και βοηθάει όσους έχουν ανάγκη να ξεπεράσουν οικονομικές δυσκολίες, προσωπικά αδιέξοδα ή την απίστευτη ταλαιπωρία και γραφειοκρατία που «παρέχουν» οι κρατικές υπηρεσίες (όσοι από εμάς έχουν βιώσει από κοντά επιτροπές όπως τα ΚΕΠΑ στην Ελλάδα μπορούν να ταυτιστούν και σε αυτό το σημείο με τους ήρωες των δύο έργων).
Τα δύο έργα αλληλοσυμπληρώνουν το ένα το άλλο και φωνάζουν δυνατά πως όλοι είμαστε άνεργοι στο Νιουκάστλ, «ψαράδες ψυχών» στη Λαμπεντούζα, επισφαλείς εργαζόμενοι στη σύγχρονη Ευρώπη, πως όλοι είμαστε ξένοι αλλά κυρίως πως κανείς δεν είναι μόνος του. Μόνος είναι αυτός που τον αφήσαμε να νιώθει μόνος.
Θανάσης Δημάκας-Αργύρης Αργυρόπουλος
H φωτογραφία στην αρχή του κειμένου προέρχεται από τον λογαριασμό flickr του χρήστη Fabrizio Solosarca.