του Ρεζινάλντ Μπλανσέ
Οφείλουμε να δεχτούμε ότι η πανδημία που εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο έχει ενσκήψει σε όλο τον πλανήτη μπορεί να χαρακτηριστεί ολικό κοινωνικό γεγονός. Είναι πράγματι η συμπύκνωση αυτού που αποτελεί τον σκελετό των κοινωνιών μας, θεωρουμένων σε όλες τους τις διαστάσεις. Η κατάσταση της «υγειονομικής κρίσης» που προκαλείται είναι κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής τάξης ταυτόχρονα. Πλήττει το συλλογικό, το ατομικό και είναι επίσης υποκειμενικής τάξης. Οι τροπικότητές της ποικίλλουν ανάλογα με τα γεωγραφικά πλάτη, τις τοπικές και εθνικές κοινότητες καθώς και τα πρόσωπα. Παραμένει πάντως το γεγονός ότι τα ρήγματα που αναδεικνύει η πανδημία είναι τα ίδια με αυτά που διατρέχουν τον κοινωνικό δεσμό.
Καταρχάς, οι επιπτώσεις της πανδημίας φέρνουν στην επιφάνεια συνθήκες ζωής που είναι ανυπόφορες. Το ανυπόφορο γεννάει βιαιότητες. Το λοκντάουν απλώς τις έκανε χειρότερες. Οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας πολλαπλασιάστηκαν και επιδεινώθηκαν. Οι χωρισμοί και οι αιτήσεις διαζυγίων αυξήθηκαν αισθητά. Εκεί λοιπόν όπου η συμβίωση μπορούσε να αποτελεί μια καλή λύση, εφόσον συνιστούσε μία μόνον από τις όψεις της ζωής, μετατράπηκε τώρα σε αφόρητο ζυγό. Ο άλλος γίνεται γρήγορα ανυπόφορος όταν δεν έχουμε τη δυνατότητα να πάρουμε μια απόσταση από αυτόν. Η παρουσία του γίνεται παρεμβατική. Χάνουμε τον εαυτό μας. Αυτό το συναίσθημα της στέρησης του εαυτού είναι πηγή πλήθους ταλαιπωριών που δεν μπορούν να λήξουν παρά με κόστος τη ρήξη του δεσμού. Έμπρακτο μέτρο άρσης του λοκντάουν, η ρήξη μεταξύ των συζύγων γίνεται διέξοδος προς ανοιχτούς ορίζοντες όταν το σύμπαν βρίσκεται ξαφνικά, κεκλεισμένων των θυρών, να αποκτά χαρακτηριστικά στρατοπέδου συγκέντρωσης.
Η πανδημία έδειξε πόσο το ζευγάρι, το σπίτι, η οικογένεια είναι δυνατόν να αποτελούν τόπο άσκησης όλων των ειδών βίας. Οι περιπτώσεις αιμομιξίας, βιασμού, εγκλημάτων και σεξουαλικής κακοποίησης πάσης φύσεως, που φιγουράριζαν εξάλλου στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πολύ πριν από την έλευση του κορωνοϊού, δεν είναι άραγε σημάδι μιας χρόνιας δυσφορίας που το μόνο που ζητούσε ήταν να εκφραστεί; Το socius είναι από μόνο του ευάλωτο και προβληματικό· γίνεται εκρηκτικό όταν το conjungo συρρικνώνεται σε μονομαχία, σε ένα «πρόσωπο με πρόσωπο» που επιβάλλεται. Όμως δεν υπάρχει socius χωρίς τρίτο. Χρειάζεται ο Άλλος. Εξού και οι αλληλοκατηγορίες και οι διεκδικήσεις αλλά επίσης και οι παρορμητικές πράξεις που αψηφούν τα μέτρα προστασίας εναντίον της λοίμωξης και μάλιστα τα παρανοϊκά παραληρήματα που στοχεύουν έναν Άλλο κακόβουλο και βασανιστή.
Σε αυτά τα παρανοϊκά παράγωγα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τη φιγούρα ενός Άλλου καθόλα πραγματικού, στον οποίο αποδίδεται μια θεμελιώδης κακία, μια κακή θέληση τόσο περισσότερο πραγματική όσο είναι μυστική, κρυμμένη, αδιαφανής και απροσπέλαστη. Το κύμα συνωμοσιολογίας που έκανε την εμφάνισή του αμέσως μόλις ξέσπασε η πανδημία, η οποία θεωρήθηκε καθαρή επινόηση και ενορχηστρωμένη σκευωρία, δεν είχε άλλη κινητήρια δύναμη. Όμως το παραλήρημα δεν είναι προνόμιο τρελών ή ακαλλιέργητων ανθρώπων ούτε κάποιων αξιολύπητων περιθωριακών. Η λογική του εμφορείται από το πάθος. Δεν έχει να κάνει με τη λανθασμένη κρίση. Ο περίφημος θεωρητικός του homo sacer, σκληρός επικριτής της γυμνής ζωής και της βιοπολιτικής του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, βρέθηκε παγιδευμένος κόντρα σε οποιαδήποτε πρόβλεψη στα δίχτυα του παραληρήματος με θέμα έναν κακό Άλλο που συνωμοτεί προκειμένου να οδηγηθούμε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ο ιός δεν ήταν κατά τη γνώμη του παρά ψευδολογία, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συνηθισμένη γρίπη και, σε κάθε περίπτωση, τίποτε που να δικαιολογεί τα μέτρα που περιορίζουν τις προσωπικές ελευθερίες. Αυτά τα μέτρα δεν είναι παρά πονηρά προσχήματα ώστε να μπουν σε εφαρμογή περαιτέρω μέτρα που να εξοικειώνουν σιγά-σιγά τον πληθυσμό με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης όπου ήδη βρισκόμαστε άλλωστε χωρίς να το συνειδητοποιούμε. Η συνωμοσιολογία ερμηνεύει άρα το πραγματικό με όρους κακόβουλου Άλλου. Με αυτόν τον τρόπο τον καθιστά υπαρκτό. Έτσι αυτός ο φαντασιωτικός Άλλος αποκτά ξεκάθαρα λιβιδινικό φορτίο πάθους για το άτομο και την κοινότητα, την οποία ενοποιεί σε μάζα. Είναι αυτό το λιβιδινικό φορτίο που τον συγκροτεί σε δρώσα δύναμη. Είναι το δηλητηριώδες μίσος, ασυνείδητο ή όχι, που, καθώς αφιερώνεται στον Άλλο, τον ζωντανεύει. Το μίσος αυτό είναι δύναμη θανάτου και καλεί σε καταστροφή. Ο τραμπισμός αποτελεί ένα χτυπητό παράδειγμα. Καταγγέλλοντας με ακραία βίαιο τρόπο την πολιτική ραδιουργία, που συνιστούσαν από κοινού στα μάτια τους τόσο ο κορωνοϊός όσο και η εκλογική αποτυχία του αρχηγού τους, οι μπράβοι του Τραμπ, που η ψυχική τους ισορροπία, τουλάχιστον κάποιων από αυτών, είχε στο παρελθόν διαταραχθεί, εισέβαλαν στο Καπιτώλιο και κατέστρεψαν ό,τι μπόρεσαν.
Η παράνοια, που δεν είναι πάντα συνώνυμη με το παραλήρημα στην ακμή του, συγκροτεί το είναι μας. Είμαστε υποκείμενα αλλοτριωμένα, δηλαδή υποταγμένα στον Άλλο, από τον οποίο εξαρτόμαστε για να ζήσουμε, αλλά από τον οποίο επίσης εξαρτόμαστε επειδή μιλάμε και έχουμε αντίληψη και φαντασία. Δύσκολα αντιστεκόμαστε στην παρόρμηση –κάποιες φορές επιτακτική– να νοηματοδοτήσουμε αυτό που μας συμβαίνει. Δεν είναι εύκολο να δώσουμε χώρο στο ενδεχόμενο, στην τυχαία συνάντηση που συνιστά συμβάν. Δύσκολο λοιπόν να δεχτούμε το τελευταίο σαν κάτι μη υπολογίσιμο. Όχι ότι στερείται κάθε λογικής αλλά μάλλον ότι η αλυσίδα των λόγων που το καθορίζουν είναι σε τέτοιο σημείο μπερδεμένη και αβέβαιη που απαγορεύει κάθε δυνατό υπολογισμό. Καλύτερα να πιστέψει κανείς στο χέρι κάποιας αόρατης δύναμης παρά να δεχτεί ότι το πραγματικό είναι εκτός νοήματος και συμβαίνει ως επίπτωση καθαρής τύχης.
Όμως η μη κατανόηση αποτελεί παράγοντα άγχους. Μιλάμε γι' αυτό το υπαρξιακό άγχος που μας κυριεύει στο βάθος του είναι μας, εκεί όπου δεν υπάρχουν οι λέξεις για να το πούμε, όπου είναι αδύνατον να πούμε και όπου η λογική κλονίζεται. Το ομιλούν ον, ον λογικό, δοκιμάζει την εμπειρία του να μην μπορείς να προσφύγεις σε κανέναν, την εμπειρία της ριζικής τρωτότητας. Αυτό κάποιους τους τρελαίνει. Ο φανατισμός του Αόρατου Αιτίου εμφανίζεται εφεξής ως άμυνα εναντίον της τρέλας. Όμως δεν είναι λιγότερο ολέθριος τόσο για εκείνον που κυριεύει όσο και για τον κοινωνικό δεσμό, τον οποίο καταστρέφει, διαβρώνει, αρρωσταίνει. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι ιδιαίτερα δύσκολο, και μάλιστα αδύνατον σύμφωνα με την ετυμηγορία του Λακάν, να είναι κανείς ένας αληθινός, αυθεντικός και μέχρι τέλους συνεπής άθεος.
Ακριβώς στον βαθμό που οι αναλυόμενοι έχουν να κάνουν με τον Άλλο, υπό την εκδοχή του ασυνειδήτου και του αναλυτή που τους το ερμηνεύει, η πανδημία δεν έχει ουδεμία επίπτωση από μόνη της μέσα στον λόγο τους. Είναι πράγματι αξιοσημείωτο πόσο απούσα είναι στα όσα λένε. Αντιθέτως, οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της στην καθημερινή ζωή επιδεινώνουν τις υποκειμενικές δυσκολίες του καθενός. Με αυτή την έννοια και μέσα από αυτό το φίλτρο η πανδημία εισβάλλει μέσα στον λόγο που εξελίσσεται υπό την αναλυτική μεταβίβαση. Το μόνο που κάνει στην πραγματικότητα είναι να πολώνει τα ρήγματα του καθενός. Για παράδειγμα, το αίσθημα ενοχής μιας μητέρας για την αναπηρία του παιδιού της έρχεται να επιδεινωθεί καθώς ο γιος της δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις συνθήκες της σχολικής τηλεκπαίδευσης. Κάποιος άλλος, που έχει ήδη μια ηλικία, επιλέγει να απολυθεί παίρνοντας μια σεβαστή αποζημίωση την ώρα που η επιχείρηση όπου εργάζεται αναδιαρθρώνεται. Ωστόσο, δεν είναι σε θέση να ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο, εκτός από το ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που προαναγγέλλεται. Επιλέγει επίσης να διακόψει την ανάλυσή του μετά από μια επιτυχημένη διαδρομή που του επιτρέπει να αντιμετωπίσει τη μοναξιά μέσα σε έναν όλο και πιο αβέβαιο κόσμο. Για έναν άλλο αναλυόμενο, η πανδημία τείνει να πάρει μια κατακλυσμιαία μορφή λόγω του γεγονότος ότι δεν είναι παρά η έκφραση σε πλανητική κλίμακα εκείνου που είναι συνώνυμο με τη δική του προσωπική ευαισθησία. Του επιβάλλεται χωρίς μέτρο. Είναι ο χαρακτήρας της υπερβολής που συνιστά την πραγματική αιτία του άγχους του. Η πανδημία λειτουργεί εν προκειμένω σαν αντηχείο της υποκειμενικής διάλυσης που τον απειλεί. Εδώ δεν πρόκειται για τον κακό Άλλο αλλά για το σώμα ως Άλλο που αντιτίθεται στο υποκείμενο και, έχοντας ξεφύγει από τον έλεγχό του, έρχεται καταπάνω του γεμάτο ζωτικές απειλές.
Εν προκειμένω η πανδημία θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν αποκάλυψη της θεμελιώδους δομής του ομιλούντος όντος, δηλαδή του δεσίματος ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, καθώς και της αδιαφιλονίκητης αλληλεγγύης τους. Ο Φρόυντ το διατυπώνει το 1915 στο άρθρο του «Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και το θάνατο»: «αυτή η σχέση μας με τον θάνατο ασκεί, όπως γράφει, μεγάλη επιρροή στη ζωή μας. Η ζωή φτωχαίνει, δεν έχει ενδιαφέρον, όταν οι άνθρωποι δεν ριψοκινδυνεύουν το ανώτατο τίμημα στα παιχνίδια της ζωής, την ίδια τη ζωή. Γίνεται τόσο άνοστη, ανούσια, όπως περίπου όταν ερωτοτροπούν οι Αμερικανοί, αφού είναι εξαρχής βέβαιο ότι δεν επιτρέπεται να συμβεί τίποτε».[1] Παιχνίδι με τον θάνατο, όπως λέμε παιχνίδι με τη φωτιά, τι θα μπορούσε πράγματι να αποτελεί μεγαλύτερη απόλαυση, πιο δυνατή έξαρση! Μήπως δεν παρακολουθήσαμε κατάπληκτοι το θέαμα με αυτά τα αλαλάζοντα πλήθη να αψηφούν ζητωκραυγάζοντας τα λεγόμενα «μέτρα αποστασιοποίησης»; Δεν γίναμε λοιπόν έτσι μάρτυρες του γυμνού θεάματος της μέθης στην οποία φτάνει κανείς χορεύοντας στο χείλος του γκρεμού; Μπορέσαμε να δούμε ξεκάθαρα ότι, όταν μέσα στη γιορτή η ζωή φτάνει στη διαπασών, συμπεριλαμβάνει τότε και τον θάνατο ως ακαταμάχητο διεγερτικό της. Πρόκειται για τη ζωή που τα παίζει όλα για όλα, τη ζωή στο ζενίθ της, που είναι επίσης το σημείο της τελικής της εξάντλησης.
Η γιορτινή απαίτηση, και σε έναν μικρότερο βαθμό η ανεξέλεγκτη διεκδίκηση της σαρκικής επαφής με τους άλλους, οι ομαδικές συναντήσεις που αψηφούν τους κινδύνους της μετάδοσης του ιού, μαρτυρούν για το τι διακυβεύεται σε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί άρνηση του θανατηφόρου κινδύνου. Όμως στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι παραπάνω. Πρόκειται για την καθαυτό απόλαυση του θανάτου. Αυτό το παιχνίδι με τον θάνατο είναι παιχνίδι πρόκλησης. Απολαμβάνουν να προκαλούν τον θάνατο για να τον αποτρέψουν την τελευταία στιγμή στοιχηματίζοντας ότι η τύχη θα τους ευνοήσει. Εποφθαλμιούν τον θάνατο σαν την πεμπτουσία του ομιλούντος όντος, την ευμάρειά του και την υγεία του και όχι σαν την κακή του μοίρα και τη γυμνή ζωή του που παραδίδεται στην αρρώστια. Κοντολογίς, πρόκειται για το παιχνίδι της ενόρμησης του θανάτου, εγγενούς στη ζωή ως το πρωτογενές συστατικό της. Το τελευταίο είναι στ’ αλήθεια παράγοντας ζωής, αλλά παράγοντας παράδοξος, αφού είναι η ζωή στην υπερβολή της, η ζωή που τρέφεται από το έμβιο, η ζωή που αυτοκαταναλώνεται και που την αποκαλούμε αρρώστια στον βαθμό που αποδεικνύεται ανίκανη να διατηρηθεί εντός των ορίων του βιώσιμου. Με δυο λόγια, είναι η ζωή του ζώντος που αυτοκαταστρέφεται. Οι αρχαίοι έβλεπαν εκεί την ουσία της ύβρεως, της ύβρεως που βρίσκεται ωστόσο στην καρδιά της γιορτής και που κάνει αυτή την τελευταία να μην είναι στο βάθος τίποτα άλλο από την εκτύλιξη του θανάτου· πρόκειται για τον θάνατο που γιορτάζει, για να το πούμε έτσι. Είναι αυτό που η λακανική ψυχανάλυση υποδηλώνει με το όνομα της απόλαυσης. Αυτό φανέρωσε η πανδημία, φέρνοντας στο φως τα ακάλυπτα πρόσωπα των συλλογικών διαδηλώσεων που έγιναν χωρίς μάσκες μέσα στην παραβίαση και την έξαψη της γιορτής.
μετάφραση: Νασία Λινάρδου-Μπλανσέ
[1] Σίγκμουντ Φρόυντ, «Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο», μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Επίκουρος, Αθήνα 1998, σ. 45.