Βιβλίο

Πείνα για φωτεινότητα

Για την Καμπή πνοής του Paul Celan

«Τότε / ήμουν / ακόμη ολόκληρος». Πολλές προβληματικές συμπυκνώνονται στον στίχο αυτόν από το πρώτο μέρος της συλλογής Καμπή πνοής [Atemwende, 1967, γραμμένη ξεκινώντας από το 1963] του Paul Celan (1920-1970), που μετέφρασε το 2018 ο Μιχάλης Καρδαμίτσης για τις εκδόσεις Κίχλη. Είναι η πρώτη από τις ύστερες συλλογές του ποιητή, και ταυτόχρονα η πρώτη τους που μεταφράζεται ολόκληρη στα ελληνικά – έχουν ωστόσο προηγηθεί μεταφράσεις ποιημάτων της περιόδου 1967-1970, τόσο σε τόμους με επιλογές από το έργο του (π.χ. Αυτός ο κόσμος ο δυσανάγνωστος, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Ροδαμός 1992· Βόρεια του μέλλοντος, μτφρ. Νίκος Ερηνάκης, Γαβριηλίδης 2017) όσο και σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες και περιοδικά. Η πρώτη ενότητα της συλλογής, η οποία είχε εκδοθεί αυτόνομα το 1965 ως Atemkristall [Κρύσταλλος αναπνοής], έχει μεταφραστεί από την Έλενα Νούσια στα πλαίσια της ερμηνευτικής μονογραφίας του Gadamer, Ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ; (ύψιλον 2001).

Η όμορφη δίγλωσση έκδοση (κάθε μονόγλωσση μετάφραση ποίησης, ιδίως τέτοιας γλωσσοκεντρικής ποίησης, είναι άχρηστη) συνοδεύεται από κάποια ανέκδοτα ποιήματα της ίδιας περιόδου και μερικά χαρακτικά της συζύγου του Τσέλαν, Gisèle de Lestrange. Το μεγάλο σχήμα αφήνει πολύ χώρο στα ποιήματα να αναπνεύσουν, αντανακλώντας τη σιωπή από την οποία αναδύονται και επιτρέποντας άφθονες σημειώσεις. Η μετάφραση είναι ακριβής, συχνά εφευρετική όσον αφορά τα ανοίκεια αντικείμενα που επικαλείται ή επινοεί ο Τσέλαν και σε γενικές γραμμές πιστή στο κείμενο. Η γλώσσα της είναι όμως κάποιες φορές υπερβολική, με λέξεις όπως κατασιώπητος, αμυδρωμένος, αρά, όθε, κείθε, γίνηκε, ευωχούνται, καλυκίζω, κ.ά., όπως και τη συνήθη ποιητική μανία με τις περιττές συντακτικές αντιστροφές (π.χ. της ζωής το βουνότου ονείρου εμπόδιο και φράγμαβουλιάζοντας στην άμμο καραδοκείςΣτου ψαριού αποτυπωμένες το λέπιτου ονείρου μας φούσκωνε το λειρί κ.λπ.), που κάνουν τη γλώσσα να ηχεί τεχνητή. Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι η γλώσσα του πρωτοτύπου είναι και η ίδια συχνά αφύσικη και δύστροπη, με πολλούς νεολογισμούς, σύνθετες λέξεις, παράξενη σύνταξη. Όμως πρόκειται για διαφορετικούς τύπους έλλειψης φυσικότητας, αφού ο Τσέλαν έχει δημιουργήσει ένα σύμπαν στη «δική του» γλώσσα, και τους συνδυαστικούς κανόνες της γερμανικής και της τσελανικής τούς θέτει και τους παραβιάζει ο ίδιος κατά βούληση. Είμαστε πάντως σε κάθε περίπτωση ευγνώμονες στον κ. Καρδαμίτση για τον άθλο του, και θα ευχόμασταν να συνεχίσει και με τις υπόλοιπες από τις ύστερες συλλογές.

Πότε ήταν ακόμη ολόκληρος ο Τσέλαν; Η προφανής απάντηση θα ήταν πριν τη Σοά, κατά την οποία η οικογένεια του Ρουμανοεβραίου ποιητή εξολοθρεύτηκε και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μέχρι το 1944. Η γλώσσα της οικογένειάς του ήταν τα γερμανικά· έτσι, όχι μόνο γράφει ακόμα ποίηση μετά το Άουσβιτς, αλλά επιπλέον τη γράφει στη γλώσσα του έθνους που εκμηδένισε τον κόσμο του. Όσο περνούν τα χρόνια, από συλλογή σε συλλογή, τα ποιήματα γίνονται όλο και πιο πυκνά, σαν να υφίστανται την τρομακτική πίεση του παράδοξου καθήκοντος που τους έχει ανατεθεί («πιέζεις τη λέξη / απ' όπου ξετυλίχθηκα»). Η γλώσσα περιδινίζεται και συγχίζει, μα ο Τσέλαν δεν παύει να αναζητά την αλήθεια: «Ένα βουητό: είναι / η αλήθεια καθαυτή / φανερωμένη / στους ανθρώπους, / καταμεσής στη / δίνη των μεταφορών».

Η γλώσσα αποτελεί όμως ταυτόχρονα το επίκεντρο αυτής της καμπής, που σημάδεψε τη γερμανόφωνη, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια μεταπολεμική ποίηση, και που προετοιμαζόταν ήδη τουλάχιστον από το Γλωσσικό πλέγμα [Sprachgitter, ελλ. έκδ. σε μτφρ. Ιωάννας Αβραμίδου, Άγρα 2012] του 1959. Η ποιητική γλώσσα, που πρέπει να είναι ακριβής, που μέμφεται το «ωραίο», που κατευθύνεται προς ένα Εσύ στο οποίο μπορεί ακόμα να απευθυνθεί, που αναζητά πραγματικότητες τις οποίες πρέπει να κερδίσει ενάντια σε άλλες δυνάμεις. Κατά τη διαδρομή αυτή, και με την αποστολή της κατά νου, η ίδια η γλώσσα μεταμορφώνεται, τόσο ως έννοια όσο και ως σώμα. Η γλώσσα, ως το μόνο πράγμα που έμεινε αλώβητο και που πέρασε μέσα απ' όλα, φτάνοντας πίσω στο φως – και στην τυραννία του: «Φως ήταν. Σωτηρία».

Όλα αυτά είναι αφηρημένα, με την έννοια ότι συνιστούν μεν στοιχεία του συγκειμένου, δεν δίνουν όμως καμία ιδέα για τα ίδια τα κείμενα, για τα σύνολα από λέξεις τοποθετημένες στο χαρτί. Αυτό που συναντά ο αναγνώστης δεν είναι «ποίηση του Ολοκαυτώματος», ούτε «αναζήτηση του Απολύτου», ούτε «αποδόμηση της γλώσσας». Οι εκφράσεις αυτές δεν σημαίνουν τίποτα συγκεκριμένο, και άρα τίποτα αληθινό. Όμως στον Τσέλαν υπάρχει άφθονη αλήθεια. Το ζήτημα έγκειται στο ιδίωμα και στα υλικά του· μια διάκριση αναλυτική, όμως απαραίτητη. Και τα υλικά περιλαμβάνουν –ονομαστικά– τη σχέση του Εγώ με το Εσύ, τα αντικείμενα καθαυτά (μέρος των οποίων είναι τα στοιχεία της φύσης και τα αντικείμενα που υπάγονται σε αυτά) και τα μέλη του σώματος ως τύπος αντικειμένων, περίεργες σύνθετες λέξεις και ιδιότυπες συντακτικές δομές, εβραϊσμό και μυστικότητα, μια ιδιαίτερη αίσθηση της νοηματικής αντιστροφής και της δομικής μετάθεσης, το ιερό, τον χρόνο και τη γλώσσα, τον έρωτα, το συμβάν και την ιστορία, και βεβαίως τον θάνατο… Όμως κυρίως έναν πλασμένο κόσμο, ένα ιδίωμα τελείως γυμνό από μεταφορές, γεμάτο σιωπές και πεπρωμένα· γεμάτο «με κάθε τι που χωρά εκεί μέσα, / ακόμη και δίχως / γλώσσα».

Όπως και σε τόσους άλλους, η Καμπή πνοής μού φαίνεται για έργο στο οποίο είναι δύσκολο να εισέλθει κανείς. Δεν χρειάζεται μόνο προεργασία, αλλά και συνεχής τριβή. Από αυτή την άποψη, η επιλογή της έκδοσης χωρίς καθόλου συνοδευτικό υλικό είναι παρακινδυνευμένη, μα όχι ακατανόητη. Κάποτε το έργο πράγματι ανοίγεται και ο οργανικός του χαρακτήρας αστράφτει, έστω και για μία μόνο στιγμή. Η στιγμή αυτή, ταυτόχρονα σήμα κινδύνου και αναπάντεχη επιφάνεια, αντιγυρίζει το βλέμμα του αναγνώστη σαν μάτι που αποκρίνεται βαθιά. Γι' αυτό και μόνο, όλος ο κόπος που απαιτείται όχι μόνο αξίζει, αλλά μεταμορφώνεται ο ίδιος σε κάτι άλλο. Κάτι που έρχεται να σταθεί, που ήδη ήταν μια φορά κοντά μας, ανέπαφο από σκέψεις.

(Σε συνέχεια της σύντομης αυτής παρουσίασης, θα επανέλθουμε στην Καμπή πνοής με μια σειρά κειμένων.)

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Στέφανος Ρέγκας