Θεωρία

Περιγραφικό και "κανονιστικό" επίπεδο στον Καστοριάδη*

Γεια σας! Πρώτα απ’ όλα, ευχαριστώ τους υπεύθυνους της σημερινής εκδήλωσης για την πρόσκληση, αλλά και όλους εσάς που ήρθατε να συζητήσουμε!

Λοιπόν, αυτά τα λίγα που πρόκειται να αναπτύξω, αν βρισκόμασταν σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα, θα μπορούσαν να μπουν κάτω από τον τίτλο «Περιγραφικό και κανονιστικό επίπεδο στον Καστοριάδη». Μιας και είμαστε όμως  μεταξύ μας και κάνουμε πιο πολύ μια συζήτηση, μπορούμε πιο απλά να πούμε ότι το θέμα μας είναι: «Πώς βλέπει ο Καστοριάδης την κοινωνία (περιγραφικό επίπεδο) και πώς θα ήθελε να είναι (κανονιστικό επίπεδο)».

Ας ξεκαθαρίσουμε λίγο τους όρους, γιατί θα μας χρειαστούν στη συνέχεια και ενδεχομένως στη συζήτηση. Περιγραφική είναι μια επιστήμη ή μια θεωρία που απλώς περιγράφει το αντικείμενό της, προσπαθεί να παρουσιάσει πώς είναι. Η φυσική, παραδείγματος χάρη, προσπαθεί να μας εξηγήσει πώς λειτουργεί ο κόσμος, όχι πώς θα έπρεπε να λειτουργεί. Αντιθέτως, μια θεωρία που μας λέει πώς θα έπρεπε να είναι κάτι, που θέτει, δηλαδή, κανόνες, ονομάζεται κανονιστική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εδώ το δίκαιο, η νομική επιστήμη.

Επομένως, αυτό που θα προσπαθήσω με συντομία να κάνω, είναι αρχικά να παρουσιάσω  πώς εμφανίζονται αυτές οι δύο διαστάσεις στο έργο του Καστοριάδη και, στη συνέχεια, να παρατηρήσω πώς συνδέονται μεταξύ τους: πώς, δηλαδή, η περιγραφή που κάνει ο φιλόσοφος σχετικά με την κοινωνία επηρεάζει τον τρόπο που σκέφτεται μια επιθυμητή κοινωνία. Χρειάζεται, πριν μπούμε στο θέμα μας, μια τελευταία σημείωση: η κανονιστικότητα στον Καστοριάδη δεν είναι, όπως συμβαίνει σε άλλους φιλοσόφους, ένα εκ των προτέρων δεδομένο σχέδιο, μια a priori δοσμένη λύση, αλλά μάλλον ένα πρόταγμα αυτονομίας, ανοιχτό στη διαβούλευση και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων. Όπου, λοιπόν, στη συνέχεια, γίνεται λόγος για «κανονιστικό επίπεδο», θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι αναφερόμαστε σε μια κανονιστικότητα με τη διευρυμένη έννοια του όρου.

Ας περάσουμε τώρα στο κυρίως θέμα, αρχίζοντας από το περιγραφικό επίπεδο. Αν έπρεπε να απαντήσουμε με μία λέξη στην ερώτηση τι κάνει για τον Καστοριάδη την κάθε κοινωνία αυτό που είναι θα λέγαμε: το φαντασιακό. Άλλωστε, όπως γνωρίζετε, το βασικό βιβλίο του ονομάζεται Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Έτσι περιγράφει, λοιπόν, ο Καστοριάδης την κοινωνία: ως θεσμιζόμενη φαντασιακά. Τι σημαίνει, όμως, αυτό;

Το ζήτημα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, που εντείνεται από το γεγονός ότι η λέξη φαντασιακός έχει γίνει τελευταία της μόδας. Έχω παρατηρήσει ότι πολύ συχνά, σε καθημερινές συζητήσεις, οι άνθρωποι αντί να πουν για ένα γεγονός που δεν συνέβη ότι είναι φανταστικό, λένε ότι είναι φαντασιακό. Αυτό ίσως οφείλεται και στο ότι, μαζί με τη μελέτη του Καστοριάδη, που σιγά σιγά παίρνει μια ανοδική πορεία, πράγμα για το οποίο δεν μπορούμε παρά να είμαστε χαρούμενοι, εδώ και χρόνια πυκνώνει στην Ελλάδα και η μελέτη του Λακάν. Έχουμε, λοιπόν, δύο σημαντικούς στοχαστές, που και οι δύο χρησιμοποιούν την ίδια λέξη, φαντασιακό, imaginaire, εννοούν, όμως, πολύ διαφορετικά πράγματα με αυτή.

Ενώ στον Λακάν το φαντασιακό έχει να κάνει με μια εικόνα έξω από εμένα με την οποία ταυτίζομαι για να συγκροτήσω την ταυτότητά μου, το imaginaire, δηλαδή, βγαίνει από το image, στον Καστοριάδη το φαντασιακό προέρχεται από το imagination, τη φαντασία. Πράγματι, για τον Καστοριάδη το πιο σημαντικό στοιχείο που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι η φαντασία του, δηλαδή μια συνεχής και απερίσταλτη ροή παραστάσεων που του δίνει την ικανότητα να σκέφτεται πράγματα που δεν υπάρχουν καν.

Η φαντασία, όμως, για τον φιλόσοφό μας, δεν περιορίζεται στο ατομικό επίπεδο, και αυτό είναι μια τεράστια ρήξη με όλη τη φιλοσοφική παράδοση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό είναι το καινούριο που κομίζει η σκέψη του Καστοριάδη: η παρατήρηση ότι η φαντασία δεν αφορά μόνο το άτομο, αλλά και την κοινωνία. Γιατί πρώτον, η φαντασία είναι απαραίτητη για την ύπαρξη κάθε κοινωνικού θεσμού: λόγου χάρη, για να υπάρξει γλώσσα πρέπει να μπορώ να φαντάζομαι κάποιο πράγμα ως κάτι που δεν είναι, ας πούμε να βλέπω ή να ακούω τη λέξη σκύλος και να φαντάζομαι έναν σκύλο. Ή, για να υπάρξει χρήμα, πρέπει να μπορώ να βλέπω σε αυτό το κομματάκι από χαρτί ή μέταλλο ή σε αυτό το κοχύλι μια αξία την οποία δεν έχει ως «υλικό» αντικείμενο. Και δεύτερον, και πιο σημαντικό, γιατί η φαντασία, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, δεν χρησιμεύει απλώς για την ύπαρξη των κοινωνικών θεσμών, αλλά επιπρόσθετα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας διαμόρφωσης και γέννησης των θεσμών, είναι αυτό που κάνει τους θεσμούς τέτοιους που είναι.

Η συλλογική φαντασία της κοινωνίας, αυτό που ο φιλόσοφος ονομάζει κοινωνικό φαντασιακό, διαμορφώνει τους θεσμούς της εκάστοτε κοινωνίας. Αυτό σημαίνει βασικά ο τίτλος του βιβλίου Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας.

Τι είναι, όμως, αυτό το κοινωνικό φαντασιακό; Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, είναι διάφορες κοινωνικά δημιουργημένες σημασίες που ντύνουν τη ζωή και τον κόσμο με νόημα, που ορίζουν τι αξίζει και τι ισχύει σε κάθε κοινωνία, τι είναι καλό και τι κακό, τι επιθυμητό και τι σιχαμερό, τι αληθινό και τι ψεύτικο.

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Είναι παρμένο από τον Jacob Burckhardt, έναν ελβετό ιστορικό που ο Καστοριάδης εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ο Burckhardt, λοιπόν, σε ένα βιβλίο του που στα ελληνικά ονομάζεται Οι έλληνες και οι θεοί τους, περιγράφει ότι οι αρχαίοι έλληνες είχαν μια τελετή κατά την οποία οδηγούσαν άλογα μέσα στη θάλασσα και τα έπνιγαν ως θυσία στον Ποσειδώνα. Ε λοιπόν, εν προκειμένω, αν δεν έχουμε μια εικόνα για το φαντασιακό της συγκεκριμένης κοινωνίας, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τίποτα γι’ αυτή. Αν δεν δούμε ότι οι αρχαίοι έντυναν με ένα φαντασιακό νόημα τον κόσμο, στο παράδειγμά μας το νερό, κι αυτό το νόημα όριζε τι είναι καλό και κακό, ιερό και ανόσιο κλπ, αυτός ο θεσμός τους θα παραμείνει ακατανόητος για εμάς. Αυτό το παράδειγμα, φυσικά είναι ένα από τα εκατομμύρια που μπορούμε να δώσουμε. Σε άλλες κοινωνίες, το φαντασιακό νόημα που έχει δοθεί στο νερό είναι ότι είναι ο θεός Νείλος, ή η υδάτινη κατοικία μιας νεράιδας ή, πιο κοντά σε εμάς, το υλικό που προορίζεται για να κάνουμε τζετ σκι ή να πλένουμε τα αυτοκίνητά μας.

Φυσικά, στη θέσμιση της κοινωνίας, παρά την κυριαρχία του φαντασιακού στοιχείου, δεν είναι όλα φαντασιακά. Υπάρχει πάντα και μια λειτουργική διάσταση, ένας υπολογισμός που επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Στο παράδειγμα που δώσαμε, ας πούμε, προκειμένου να θυσιάσουμε τα άλογα, πρέπει να μπορούμε να τα διατηρήσουμε, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να ξέρουμε τι να τα ταϊσουμε, πόσο και τι τρώει ένα άλογο, πώς να μαντρώσουμε ένα άλογο για να μη φύγει, ενδεχομένως πόσο θα το αγοράσουμε και από πού κλπ. Όμως, και αυτό είναι το θεμελιώδες για τον Καστοριάδη, η φαντασιακή διάσταση είναι πάντα η κυρίαρχη, αυτή που στο βάθος κάνει τους θεσμούς να είναι όπως είναι. Όπως, δηλαδή, στον  Μαρξ, ο καθοριστικός παράγοντας για μια κοινωνία είναι η οικονομία, ο τρόπος της παραγωγής, στον Καστοριάδη ο καθοριστικός παράγοντας είναι οι βασικές φαντασιακές σημασίες της κάθε κοινωνίας.

Και γιατί ονομάζονται φαντασιακές; Γιατί, κατά κάποιον τρόπο είναι αυθαίρετες, καθώς δεν είναι ορθολογικές (αντιθέτως, αυτές καθορίζουν τι θα είναι το ορθολογικό σε κάθε κοινωνία), δεν συνάγονται από τα πράγματα (το νερό στη φύση είναι απλώς νερό, το αν θα γίνει θεός Νείλος ή κατοικία της νεράιδας εξαρτάται από την κοινωνία) και, φυσικά, προέρχονται από την αδάμαστη ανθρώπινη φαντασία, στην κοινωνική της μορφή, δηλαδή ως κοινωνικό φαντασιακό. Πρέπει, τέλος, πριν προχωρήσουμε, να σημειώσουμε ότι η φαντασιακή θέσμιση ισχύει για όλες τις κοινωνίες, όχι μόνο για τις αρχαίες που βασίζονταν σε μια μυθολογία, αλλά και για τις σύγχρονες. Μπορεί ο κόσμος σε έναν βαθμό να απομαγεύτηκε, όπως λέει όμορφα ο Βέμπερ, μαγεύτηκαν όμως άλλα πράγματα: «η πρόοδος», η «ανάπτυξη», η κατακυρίευση της φύσης μέσω της τεχνολογίας, η πολιτική ως δραστηριότητα που αφορά μόνο μια χούφτα ειδικών και τεχνοκρατών, το ότι στη Δύση αγαπάμε τα σκυλιά και τρώμε τις αγελάδες, ενώ στην Κίνα τρώνε τα σκυλιά και στην Ινδία δεν τρώνε τις αγελάδες, όλα αυτά δεν έχουν τίποτα το ορθολογικό. Είναι ή στηρίζονται σε φαντασιακές σημασίες.

Τελειώσαμε έτσι με το περιγραφικό επίπεδο: ο Καστοριάδης περιγράφει τους κοινωνικούς θεσμούς ως διαμορφούμενους από το φαντασιακό. Περνάμε τώρα στο κανονιστικό, για το οποίο δεν θα πω τόσα πολλά, καθώς θα τα πει καλύτερα από εμένα ο κύριος Οικονόμου, που ειδικεύεται στο θέμα. Πολύ γενικά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι  αυτό που ο Καστοριάδης προτείνει ως κανονιστικό με την ευρεία έννοια, ως πολιτικό πρόταγμα, είναι η αυτονομία.

Αυτονομία, όπως φανερώνει η λέξη, σημαίνει να δίνεις ο ίδιος τον νόμο στον εαυτό σου. Αυτό, όταν μιλάμε για το κοινωνικό επίπεδο, συνεπάγεται  για τον Καστοριάδη μια άμεση δημοκρατία, στην οποία οι άνθρωποι έχουν επίγνωση ότι είναι οι μόνοι δημιουργοί των θεσμών και των νόμων που ορίζουν τη ζωή τους, και, μέσα από έναν συλλογικό αναστοχασμό, από μια αληθινή πολιτική διαβούλευση, αποφασίζουν οι ίδιοι, χωρίς αντιπροσώπους, για αυτούς τους νόμους και λαμβάνουν, επίσης χωρίς αντιπροσώπευση, τις σημαντικότερες τουλάχιστον από τις πολιτικές αποφάσεις που αφορούν την πορεία της κοινότητας.

Στο δε ατομικό επίπεδο, αυτονομία σημαίνει να μπορεί ο καθένας να αναλάβει την ευθύνη για τη ζωή του και για τις αποφάσεις του, και να ρυθμίζει στο βάθος ο ίδιος τη συμπεριφορά του. Ο ίδιος, πράγμα που σημαίνει, πρώτον όχι οι άλλοι (όχι οι γονείς του, όχι ο ιερέας της ενορίας, όχι ο γραμματέας του Κόμματος) και δεύτερον και εξίσου σημαντικό, όχι τα φαντάσματά του, όχι, δηλαδή, το κομμάτι του εαυτού του που παραμένει ασυνείδητο- και εδώ μπαίνει στη συζήτηση η τεράστια σημασία που αποδίδει ο Καστοριάδης στη συμβολή της ψυχανάλυσης για την προσπάθεια κατάκτησης της ατομικής αυτονομίας.

Αυτά τα λίγα, όσον αφορά στην καστοριαδική κανονιστικότητα, νομίζω πως αρκούν για τον σκοπό μας. Τώρα, το θέμα που τίθεται είναι αν μπορούμε να συσχετίσουμε το περιγραφικό επίπεδο (φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας) με το προτεινόμενο ως κανονιστικό (κοινωνική και ατομική αυτονομία). Αυτός είναι ένας γόνιμος προβληματισμός που τίθεται (όχι αναφορικά με τον Καστοριάδη, αλλά γενικά) από έναν καθηγητή μου στην Πάντειο, τον Γιώργο Φαράκλα, ο οποίος παρατηρεί ότι ο τρόπος που θεματοποιεί ένας στοχαστής την κοινωνία, επηρεάζει και το πώς θα είναι η κατ’ αυτόν επιθυμητή κοινωνία. Παραδείγματος χάρη, για τον Μαρξ η ανθρώπινη εργασία αποτελεί από πολλές απόψεις το ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπου και της κοινωνικής ζωής. Έτσι, η εργασία παίζει θεμελιώδη ρόλο και στην ιδανική κοινωνία, στην οποία η οικονομία είναι συνεταιριστική και ο καθένας απολαμβάνει σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ή, άλλο παράδειγμα, στον John Rawls, που υποθέτω ότι είναι ιδιαιτέρως αγαπητός στη Λέσχη Φιλελεύθερης Ανάγωσης, για τον οποίο ο άνθρωπος είναι ένα ον που χαρακτηρίζεται από την ορθολογικότητα και από τη δυνατότητα να θέτει στόχους, η κανονιστικότητα προκύπτει ακριβώς μέσα από μια ορθολογική προσέγγιση των αρχών της δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, μπορούμε να πούμε κάτι αντίστοιχο για τον Καστοριάδη; Νομίζω πως ναι, θέτοντας, όμως, δύο σημαντικούς αστερίσκους. Πρώτον, και αυτό ισχύει για όλους τους φιλοσόφους, όχι μόνο για τον Καστοριάδη, κατά τη γνώμη μου η περιγραφή που κάνει ένας στοχαστής, η σύλληψη από αυτόν της πραγματικότητας, δεν υπαγορεύει νομοτελειακά μια κανονιστικότητα, απλώς καθιστά κάποιες κανονιστικές ιδέες πιο πιθανές από κάποιες άλλες. Δεύτερον, κι αυτό σημειώνεται ρητά από τον Καστοριάδη, δεν μπορούμε από την περιγραφή να περάσουμε άνευ ετέρου στον κανόνα, δεν μπορούμε από το Είναι να περάσουμε κατ’ ευθείαν στο Δέον. Αυτό προϋποθέτει πάντα μια απόφαση και μια επιθυμία. Ο Καστοριάδης τονίζει πολλές φορές –και αυτό είναι ιδιαιτέρως έντιμο εκ μέρους του- ότι η αυτονομία στο βάθος συνιστά μια επιλογή, μια απόφαση, δεν «θεμελιώνεται» αυστηρά κάπου, δεν αποδεικνύεται όπως ένα μαθηματικό θεώρημα.

Πιστεύω, όμως, ότι η αυτονομία δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε επιλογή. Κι αυτό γιατί, αν, όπως είπαμε, η φαντασία είναι το ιδιαίτερο ποιον του ανθρώπου, η αυτόνομη κοινωνία είναι η κοινωνία μέσα στην οποία η ανθρώπινη φαντασία αφήνεται ελεύθερη να μεγαλουργήσει, δεν καταστέλλεται, δεν κουτσουρεύται, όπως συμβαίνει κατά τον Καστοριάδη στις ετερόνομες κοινωνίες. Πράγματι, στις ετερόνομες κοινωνίες, στις θρησκευτικές κοινωνίες, στο Βυζάντιο, λόγου χάρη, για το οποίο ο κύριος Οικονόμου έχει γράψει και βιβλίο, το ουσιώδες για τον Καστοριάδη δεν είναι ότι κάποιες πράξεις απαγορεύονται με την απειλή τιμωρίας. Είναι ότι η ετερονομία μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, εσωτερικεύεται  από το υποκείμενο, με αποτέλεσμα να φαλκιδεύεται η δημιουργική φαντασία του, να περιορίζεται ο ορίζοντας της σκέψης του αυστηρά από το ήδη θεσμισμένο. Το νόημα της ζωής και οι νόμοι είναι ήδη μια για πάντα δοσμένοι και δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι άλλο.

Στον αντίποδα, σε μια αυτόνομη κοινωνία, οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να φαντάζονται, να επινοούν συνεχώς νέες λύσεις, νέα οράματα για την κοινωνική οργάνωση. Η αληθινή δημοκρατία είναι το πεδίο της εκδήλωσης της φαντασίας και της συνεπαγόμενης ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η φαντασία είναι ελεύθερη να καλπάσει και έτσι πρέπει να είναι. Αυτό, για τον Καστοριάδη, καθίσταται φανερό και από την ακραία έξαρση της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνοδεύει τις δημοκρατικές επαναστάσεις. Παραδείγματος χάρη, μέσα σε μόλις 20 ή 25 χρόνια, διδάσκονται στην Αθήνα δύο τραγωδίες που διαφέρουν ως προς αυτό που λένε για τον άνθρωπο όσο η μέρα με τη νύχτα: ο Προμηθέας δεσμώτης του Αισχύλου (~460) και η Αντιγόνη του Σοφοκλή (443/2). Αυτή η τόσο σύντομη μεταβολή στα νοήματα, οφείλεται ακριβώς στην απελευθέρωση της φαντασίας και της δημιουργικότητας μέσα στο αυτόνομο πλαίσιο.

Αντίστοιχα θα μπορούσαν να ειπωθούν και για το πεδίο της ατομικής αυτονομίας. Μέσα από την ψυχανάλυση, ο αναλυόμενος καλείται να έρθει σε επαφή με τις φαντασιώσεις του και να τις διαυγάσει. Το επιτυχημένο πέρας μιας ανάλυσης συνίσταται όχι στην κατάπνιξη της φαντασίας από τη λογική, αλλά σε μια διαφορετική σχέση ανάμεσα στα δύο στοιχεία, έτσι ώστε η συνείδηση να έχει κάποιον έλεγχο πάνω στη φαντασία, αλλά και η φαντασία να αφήνεται να εκδηλωθεί, να διαπερνάει τη λογική, χωρίς ωστόσο να την άγει και να τη φέρει.

Ας συνοψίσουμε. Προσπάθησα να δείξω ότι για τον Καστοριάδη ο βασικός παράγοντας για τη θέσμιση μιας κοινωνίας είναι το φαντασιακό της και ότι η επιθυμητή κοινωνία είναι μια κοινωνία που δεν ξενώνεται στο φαντασιακό της, δεν το θεοποιεί, αλλά αντιθέτως έχει επίγνωση ότι η ίδια θέτει τους νόμους της και έτσι επιτρέπει στον εαυτό της να φαντάζεται συνεχώς καινούρια πράγματα, καινούριες  λύσεις, καινούρια νοήματα. Κλείνοντας, νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε και μια ακόμη σχέση ανάμεσα στο περιγραφικό και το κανονιστικό στοιχείο στον Καστοριάδη, μια σχέση που τοποθετείται σε ένα ελαφρώς διαφορετικό επίπεδο. Αφού αυτό που κάνει την κοινωνία αυτό που είναι είναι το φαντασιακό, για να αλλάξουμε την κοινωνία, όσοι επιθυμούμε αυτή την αλλαγή, πρέπει να αλλάξουμε πρώτα απ’ όλα το κοινωνικό φαντασιακό, δηλαδή να φανταστούμε άλλα νοήματα, άλλες αξίες που να ντύσουν τη ζωή μας. Γιατί, όπως έλεγε και ο ίδιος ο φιλόσοφος, «ο κύριος των φαντασιακών σημασιών έχει τον θρόνο του πιο ψηλά από τον κύριο της βίας».

Σας ευχαριστώ πολύ.

Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι του Joan Miró: Painting for the ballet Jeux d' enfants (1932)

*ομιλία στο πλαίσιο της εκδήλωσης που διοργανώθηκε από τη Λέσχη Φιλελεύθερης Ανάγνωσης στο βιβλιοπωλείο Free Thinking Zone στις 7/2/2016, με συνομιλητές τους Λεωνίδα Μπουρίτσα και Γιώργο Οικονόμου και συντονιστή τον Αντώνη Φουντούλη.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Γιάννης Κτενάς