Ο Γιώργος Θωμόπουλος είναι ο αγαπημένος μας εργαζόμενος στο χώρο του βιβλίου. Εργάζεται τα τελευταία 17 χρόνια στο λογοτεχνικό τμήμα -το γνωστό «υπόγειο»- της Πολιτείας. Εμείς πηγαίνουμε στο υπόγειο αυτό για να μας φτιάξει τη μέρα με το χαμόγελό του και να μας φτιάξει τη ζωή προτείνοντάς μας βιβλία, και γι αυτό τον συναντήσαμε την προηγούμενη Δευτέρα να μας μιλήσει γι αυτή τη δουλειά –που ζηλεύουμε!-, τα βιβλία, τη ζωή του και τον γιό του (τον οποίο λατρεύει). Είναι κρίμα να μη μπορεί να μεταφερθεί το κλίμα που υπήρχε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, το χιούμορ του Γιώργου και ο φοβερός του χαρακτήρας. Δεν έχετε παρά να το ανακαλύψετε με μία βόλτα στην Πολιτεία, όσες και όσοι δεν τον έχετε ήδη αγαπήσει.
Κ: Γιώργο, πώς πήρες τη δουλειά στην Πολιτεία; Τότε ήταν κάτι που σκεφτόσουν ότι θα κάνεις προσωρινά ή ήταν η αρχική σου επιθυμία; Έχει περάσει ποτέ από το μυαλό σου να ανοίξεις δικό σου βιβλιοπωλείο;
Γ.Θ.: Εγώ πήγαινα χρόνια στην Πολιτεία, ως πελάτης. Και είπα σε κάποιον για πλάκα, αν θέλουν κανέναν υπάλληλο εκεί, κι έτυχε να χρειάζονται. Το καλοκαίρι του 1998. Εγώ δεν είχα σπουδάσει κάτι, αλλά ήθελα να φύγω από το σπίτι, κι έκανα δουλειές του ποδαριού από τα 18 μου. Και κούριερ έχω δουλέψει και σε πολλές άλλες δουλειές. Είχα όμως πάντα και τα άλλα ενδιαφέροντα, την φωτογραφία και τον χορό (σύγχρονο) την εποχή εκείνη, ερασιτεχνικά πάντα. Για δικό μου βιβλιοπωλείο, αποκλείεται. Είμαι χάλια στα οικονομικά (γέλια). Μου αρέσει που σε αυτή τη δουλειά φεύγω από το βιβλιοπωλείο και αρχίζει η υπόλοιπη ζωή. Δεν έχω άλλες σκέψεις και βάσανα.
Κ: Πώς είναι τελικά να δουλεύεις στην Πολιτεία; Ποιο είναι το καλύτερο και ποιο το χειρότερο κομμάτι της δουλειάς; Υπάρχουν πελάτες που έρχονται μόνο για σένα;
Γ.Θ.: Είναι για μένα η ιδανική δουλειά. Πιστεύω δε θα μπορούσα να δουλέψω σε καλύτερο περιβάλλον. Εμείς που δουλεύουμε εκεί έχουμε γίνει κάπως σαν οικογένεια, είμαστε οι περισσότεροι 15 χρόνια μαζί. Έχει και τις δυσκολίες του, κουβαλήματα, απογραφές, αλλά κατά βάση νιώθω τυχερός. Το καλύτερο κομμάτι είναι ακριβώς αυτοί οι πελάτες με τους οποίους έχω αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση (ίσως και λόγω χρόνων) και έρχονται να με συμβουλεύονται. Και αυτό με κολακεύει ιδιαίτερα, όταν προτείνω κάτι σε κάποιον και μετά έρχεται και με ευχαριστεί. Εκεί αισθάνομαι εξαιρετικά. Αυτό το συναίσθημα σε κάνει και ξεπερνάς και την κούραση της δουλειάς και την καθημερινότητα και όλα. Αυτή η συναλλαγή συναισθημάτων με τον κόσμο.
Κ: Πες μας τα πρώτα πέντε βιβλία που σου έρχονται στο μυαλό.
Χωρίς αξιολογική σειρά, αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό (αν και αυτές οι λίστες είναι λίγο περίεργες) είναι: 1. Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, Μπουλγκάκοφ, 2. Το κουτσό, Κορτάσαρ, 3. Το Τούνελ, Ερνέστο Σαμπάτο, 4. Έγκλημα και τιμωρία, Ντοστογιέφσκι, 5. Ο διάβολος στο κορμί, Ραντιγκέ.
Κ: Υπάρχει κάποιος συγγραφέας σύγχρονος που δεν χάνεις βιβλίο του;
Γ.Θ.: Κορτάσαρ και Μπολάνιο. Έχουν πεθάνει και οι δύο, αλλά περιμένω πώς και πώς τα αμετάφραστα που εκδίδονται ακόμη. Και ο Μουρακάμι ίσως, αν και εν τέλει ίσως είναι υπερεκτιμημένος, αλλά βγάζει ένα περίεργο ωραίο συναίσθημα.
Κ: Διαβάζεις νεοελληνική λογοτεχνία; Υπάρχει κάποιος/κάποια που ξεχωρίζεις; Τι συμβαίνει τελικά με τη Δημουλίδου και τη Μαντά;
Γ.Θ.: Ελληνική λογοτεχνία διαβάζω. Τον τελευταίο καιρό περισσότερο. Και κυρίως την γενιά από 40 και κάτω, εκεί υπάρχουν πολλοί και καλοί συγγραφείς, παρατηρείται μία άνθιση. Εγώ ποτέ δε διάβαζα ελληνική λογοτεχνία, μου άρεσαν μόνο συγκεκριμένοι συγγραφείς, όπως η Ζατέλλη. Αλλά η γενιά που έρχεται τώρα γράφει πολύ καλύτερα. Ας πούμε ο Γιάννης Παλαβός. Τον θεωρώ τον καλύτερο έλληνα πεζογράφο. Ή ο Βιολάρης και ο Οικονόμου. Υπάρχουν πολλοί. Σίγουρα θα ξεχάσω κάποιους
Άκουγα τώρα για τη Σταματίνα Τσιμτσιλή. Εγώ δεν ήξερα καν ποια είναι αυτή, επειδή δε βλέπω και τηλεόραση. Μπορεί και να γράφει καλά, ποιος ξέρει; Δεν με ενοχλεί εμένα προσωπικά να διαβάζει ο κόσμος αυτά τα αναγνώσματα. Αν περνάει καλά, εμένα δε μου πέφτει λόγος. Δεν γίνεται σε όλους να αρέσουν τα ίδια πράγματα. Αυτά τα εμπορικά βιβλία γίνονται εμπορικά για συγκεκριμένους λόγους, και δεν πιστεύω ότι αυτό θα έπρεπε να προκαλεί τόσο τρόμο όσο προκαλεί.
Κ: Έχεις διαβάσει τον Οδυσσέα μέχρι το τέλος;
Γ.Θ.: Όχι ακόμη, δυστυχώς. Είναι στα πλάνα μου για όταν βγω σε σύνταξη. Αν μπορώ και βλέπω ακόμα (γέλια).
Κ: Είναι απαραίτητο να διαβάζεις για να είσαι βιβλιοπώλης; Εσύ διαβάζεις εξαιτίας της δουλειάς, για να είσαι πιο ενημερωμένος;
Γ.Θ.: Χρειάζεται μία σχετικότητα, ναι. Κυρίως λόγω της επαφής με τον κόσμο. Πρέπει να μιλάς, να συστήνεις. Αλλά δεν διαβάζω λόγω δουλειάς, όχι. Διαβάζω αυτά που θα διάβαζα και ως αναγνώστης, μόνο που λόγω δουλειάς υπάρχει μια μεγαλύτερη επαφή, μία καλύτερη ενημέρωση.
Κ: Έχει προκύψει ανάγκη για προσωπική δημιουργία μετά από τόσα αναγνώσματα;
Γ.Θ.: Όλοι γράφουμε αυτά που σκεφτόμαστε, σημειώνουμε, ίσως πού και πού να προκύπτει κάτι καλό, έτσι κι εγώ. Αλλά για να γράψω επαγγελματικά, όχι δεν το σκέφτομαι. Ακόμη, τουλάχιστον.
Κ: Έχεις αναπτύξει κάποιο κριτήριο διαλογής; Ξέρεις δηλαδή πότε ένα βιβλίο είναι καλό ή κακό από τις πρώτες σελίδες;
Γ.Θ.: Ίσως ακούγεται λίγο μεταφυσικό, αλλά καμιά φορά συμβαίνει αυτό. Μπορεί και να συμβαίνει λόγω εμπειρίας. Αλλά σίγουρα, αν δεν μου αρέσει ένα βιβλίο, το παρατάω κατευθείαν, δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρείσαι, δεν υπάρχει χρόνος. Εγώ δεν έχω αυτόν τον ψυχαναγκασμό να τελειώσω ό,τι πιάνω στα χέρια μου. Εκτός αν κάποιος μου το έχει συστήσει επίμονα. Εκεί ίσως δίνω μια δεύτερη ευκαιρία.
Κ: Θυμάσαι στο High Fidelity τη σκηνή που μπαίνει ένας πατέρας στο δισκοπωλείο του Τζακ Μπλακ και ζητάει έναν δίσκο, κι εκείνος του λέει «το έχω, αλλά δεν στο πουλάω»; Εσύ μπαίνεις σε τέτοια θέση στο βιβλιοπωλείο;
Γ.Θ.: Αποτρέπω γενικά κόσμο από το να αγοράσει βιβλία που ξέρω ότι δεν τους ταιριάζουν, δεν θα τους άρεσαν. Κυρίως πελάτες που έρχονται χρόνια και ξέρω τι θα τους άρεσε. Τώρα το κοινό που αγοράζει αυτά τα εμπορικά βιβλία (π.χ. Λένα Μαντά) το ξέρω και στην όψη, δεν θα τους αποτρέψω από το να αγοράσουν τα καινούρια μπεστ σελλερ, γι αυτό έρχονται στο βιβλιοπωλείο. Αν από την άλλη κάποιος με εκνευρίσει ή για κάποιο λόγο κουράζομαι να τον εξυπηρετήσω, θα τον εξυπηρετήσω έτσι κι αλλιώς, απλώς όσο πιο ανώδυνα και γρήγορα γίνεται.
Κ: Ποιο είναι το πιο περίεργο πράγμα που σου έχει συμβεί τόσα χρόνια στη δουλειά;
Γ.Θ.: Πολλά έχουν συμβεί. Ενδεικτικά θυμάμαι, ότι κάθε φορά που γίνεται πορεία και πέφτουν χημικά έρχεται κόσμος –κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας- και τους κρύβουμε, αλλά εκεί στο υπόγειο ίσως είναι χειρότερα (γέλια). Ή το πώς γνώρισα τη γυναίκα μου. Ήταν πελάτισσα στο μαγαζί και δούλευε στην επαρχία τότε. Κι επειδή έρχεται πολύς κόσμος στο μαγαζί, δεν είχε τύχει να τη συγκρατήσω. Κάποτε είχε έρθει με άδεια από το νησί που δούλευε και ήρθε στο βιβλιοπωλείο με σκοπό να μου μιλήσει. Και είχε τύχει εγώ να έχω ρεπό και μου άφησε ένα σημείωμα, το οποίο ένας συνάδελφος καρφίτσωσε σε έναν πίνακα ανακοινώσεων σε ένα δωματιάκι που έχουμε σε έναν πίσω χώρο. Είχαν περάσει 4-5 μέρες και είχε ξεχάσει να μου το δώσει. Περνώντας εγω είδα το όνομά μου, το άνοιξα και νόμισα ότι κάποιος μου κάνει πλάκα. Το σημείωμα είχε δύο τηλέφωνα. Έλεγε ότι στο αθηναϊκό τηλέφωνο θα είναι μέχρι τη Δευτέρα (έστω). Η Δευτέρα είχε περάσει. Εγώ δεν την θυμόμουν ακόμη. Αλλά πήρα. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Περνούσα λοιπόν από ένα καρτοτηλέφωνο και παίρνω τηλέφωνο στον επαρχιακό αριθμό. Το σηκώνει μια αγριοφωνάρα και λέει «Λύκειο Άνδρου». Εγώ νόμιζα ότι έκανα λάθος και το έκλεισα. Ξαναπαίρνω τηλέφωνο, και –άλλη σύμπτωση- ήταν τότε διάλειμμα. Και της μίλησα. Κεκεδίσματα, άγχος. Και ξαναμιλήσαμε το βράδυ. Ακόμη δεν τη θυμόμουν. Την Κυριακή που είχα ρεπό λέω δεν πάω στην Άνδρο; Τηλέφωνο δεν είχα να την ειδοποιήσω, ούτε το σχολείο ήταν ανοιχτό, και πήρα το καράβι και πήγα στην Άνδρο. Μετά την πρώτη φορά που τηλεφωνηθήκαμε όλο αυτό. Χειμώνας, πήγα και κάθισα σε ένα παγκάκι στην πλατεία στη χώρα της Άνδρου. Κυριακή ήταν, έλεγα ότι μπορεί να βγει αυτή καμια βόλτα και να με δει. Αλλά χειμώνας, κρύο, δεν βγήκε κανείς. Κι εγώ δεν την ήξερα, αλλά έλεγα ότι αν με περάσει θα με γνωρίσει αυτή. Δεν πέρασε, προφανώς και πήρα το πλοίο και γύρισα. Την πήρα την άλλη μέρα τηλέφωνο και της είπα ότι ήμουν εκεί. Οπότε τελικά αυτή η δουλειά είναι που καθόρισε μετέπειτα τη ζωή μου. Έτσι βρήκα την γυναίκα μου, απέκτησα το παιδί μου.
Κ: Έχεις ένα γιο 10 χρονών, τον Βασίλη. Πώς είναι η ζωή μαζί του;
Γ.Θ.: Ναι, η οικογένειά μας είναι «παιδιαρχική». Δηλαδή, το παιδί κανονίζει πού θα πάμε διακοπές, όπου κι αν βγαίνουμε έρχεται μαζί, κλπ. Και συνειδητά το επιλέξαμε, δε μας άρεσε ποτέ αυτό το «παρκάρω το παιδί στη μάνα μου». Κάνεις ένα παιδί για να το μεγαλώσεις, να περνάς μαζί του χρόνο. Και δεν μας λείπουν ούτε τα σινεμά ή τα μπαρ που πηγαίναμε. Έτσι κι αλλιώς σε δυο χρόνια θα ξεκινήσουμε πάλι, θα θέλει να βγαίνει χωρίς εμάς. Ή τουλάχιστον θα μας κάνει παρέα με άλλους όρους, κι εμείς θα κάνουμε ό,τι δεν κάναμε τόσα χρόνια.
Κ: Η μαμά του είναι φιλόλογος. Άρα ήταν από μικρός μες στα βιβλία. Πώς του περάσατε αυτό το μικρόβιο; Τι διάβαζε;
Γ.Θ.: Η αλήθεια είναι ότι από όταν ήταν πολύ μικρός του διάβαζα «Μικρό Νικόλα». Πράγματα που κι εγώ δεν είχα διαβάσει ως παιδί. Και άλλα πολλά. Ροαλ Νταλ κλπ. Τώρα πια διαβάζει μόνος του. Αλλά το πραγματικό ταλέντο είναι η ηλεκτρική κιθάρα. Ο Jack White είναι ο αγαπημένος του. Έκανε μερικά μαθήματα με έναν φοιτητή, αλλά τώρα κάνει μόνος του, μπαίνει στο ιντερνετ και βγάζει κομμάτια μόνος του. (Βγάζει την κάμερα, μας δείχνει βιντεο με τον μικρό να παίζει, και μία φωτογραφία με ένα πλακατ που είχε φτιάξει για το σχολείο «ΣΤΟΠ ΣΤΟΥΣ ΝΤΑΗΔΕΣ»). Όταν ήταν 7 χρονών έγραψε ένα ποίημα, μόνος του. Το μόνο που έκανε ήταν να ρωτάει τη μαμά του πως γράφονται κάποιες λέξεις. Είχε δημοσιευτεί και στη book’s journal. Με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά και μου λέει ‘μπαμπά κάτι έκανα για σένα’. Γράφει γενικά, αλλά κάτι τέτοιο που εγώ θεωρώ ότι είναι ποιηματάρα δεν ξανάγραψε. [εδώ το ποίημα του Βασίλη, δημοσιευμένο στην Book’sJournal: ΑΤΙΤΛΟ
Κ: Μας έχει εντυπωσιάσει ο μικρός με όλα αυτά τα ταλέντα. Είναι θέμα των γονιών τελικά; Έχει σχέση με το πόση ελευθερία δίνεις στο παιδί να αναπτυχθεί;
Γ.Θ.: Όλα τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα αυτή. Αλλά όταν τα στέλνεις να κάνουν εκατό άλλα πράγματα, ίσως δεν καταλαβαίνουν τι πραγματικά θέλουν, ή σε τι έχουν ταλέντο. Επομένως, ναι είναι θέμα ελευθερίας. Εμείς τον στέλνουμε να κάνει μόνο τα πράγματα που ζητάει (ας πούμε τώρα ξεκίνησε ιαπωνικά), μιλάμε μες στο σπίτι όπως μιλούσαμε πάντα, βρίζουμε κιόλας, δεν κρύβουμε τίποτα από την πραγματικότητα. Είμαστε περισσότερο «φίλοι» θα έλεγα.
Κ: Εσύ σε τι ηλικία ξεκίνησες να διαβάζεις; Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που σε διαμόρφωσε, που σε έκανε να ασχοληθείς με τη λογοτεχνία;
Γ.Θ.: Ο Αλχημιστής (γελάει). Πλάκα κάνω. Άρχισα να διαβάζω σοβαρά γύρω στα δεκαεπτά, δεκαοχτώ. Και κυρίως μέσω της μουσικής. Διάβασα τον «Ξένο» του Καμύ κάπου τότε, ίσως λόγω Cure, που είχαν βγάλει το “killing an arab”. Όπως και μέσω Iron Maiden, που είχαν επηρεαστεί πολύ από λογοτεχνία. Αλλά το πρώτο πρώτο βιβλίο που θυμάμαι ότι με επηρέασε πολύ ήταν το 1984 του Όργουελ. Πρέπει να ήμουν τρίτη γυμνασίου ή πρώτη λυκείου. Με αυτό είδα το φως το αληθινό, που λένε.
Κ: Έχεις κάποιο κριτήριο ταξινόμησης στη δική σου βιβλιοθήκη;
Γ.Θ.: Στο σπίτι στην τελευταία μετακόμιση είχα πει ότι θα τα ταξινομήσω, αλλά είναι τόσα πολλά πλέον που απλώς τα πέταξα στα ράφια. Μόνο την ποίηση έχω καταφέρει να απομονώσω κάπως. Όλα τα υπόλοιπα είναι αδιαχώριστα. Έχω αρχίσει και χαρίζω κιόλας τώρα, είναι ωραίο να χαρίζεις και δεν υπάρχει και χώρος πλέον. Είχα στο μυαλό μου ότι θα κάνω μία βιβλιοθήκη τώρα που έχω την οικονομική δυνατότητα για να τη βρει έτοιμη κι ο γιος μου, αλλά ίσως είναι και καλύτερα να τα ανακαλύψει και μόνος του.
Κ: Τι διαβάζεις αυτό τον καιρό;
Γ.Θ.: Διαβάζω το «Ακόμα Φεύγει», το καινούριο μυθιστόρημα της Ευγενίας Μπογιάνου, που είναι και φίλη.
*Την συνέντευξη πήραν για το Kaboom οι Εύα Πλιάκου και Στέφανος Μπατσής.
Συνεργάστηκε ο Πέτρος Μπούμης.
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Τσακμάζ